ΚΟΣΜΟΣ. Ο Κρίστοφερ Φρανκ Καραντίνι Λι (Christopher Frank Carandini Lee) Άγγλος ηθοποιός, γνωστός από το ρόλο του κόμη Δράκουλα, τον οποίο υποδύθηκε σε σειρά κινηματογραφικών ταινιών. Από τις πιο αναγνωρίσιμες φιγούρες στην ιστορία του κινηματογράφου, έπαιξε σε 206 ταινίες στα 67 χρόνια της ενεργού καριέρας του, εμφανίστηκε σε πολλές τηλεοπτικές σειρές, ενώ συμμετείχε σε δίσκους του χέβι-μέταλ.

Γεννήθηκε στις 27 Μαΐου 1922 στο Λονδίνο, από αριστοκρατική οικογένεια. Ο πατέρας του Τζέφρι Τρόλοπ Λι (1879-1941) ήταν παρασημοφορημένος αντισυνταγματάρχης του Βρετανικού Στρατού, ενώ η ιταλικής καταγωγής μητέρα του κόμισσα Εστέλ Μαρί Καραντίνι ντι Σαρτσάνο (1889-1981) ήταν γόνος παλιάς ιπποτικής οικογένειας που έλκει την καταγωγή της από τον Καρλομάγνο.

Μέσα σ’ ένα τέτοιο οικογενειακό περιβάλλον, ο νεαρός Κρίστοφερ μορφώθηκε στα καλύτερα ιδιωτικά σχολεία της Βρετανίας και κατόπιν ακολούθησαν σπουδές στην κλασική φιλολογία, τα λατινικά και τα ελληνικά σε φημισμένα κολέγια, όπως το Ίτον. Μιλούσε άπταιστα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά και γερμανικά, ενώ μπορούσε να συνεννοηθεί στα σουηδικά, τα ρωσικά, τα κινέζικα και τα ελληνικά.

Για τη γλώσσα μας έλεγε πως «μπορεί να πάρει μια ελληνική εφημερίδα και να καταλάβει πάνω από το 50% όσων γράφει». Απ’ τα κολεγιακά του χρόνια ήταν ήδη πολύ καλός αθλητής, με διακρίσεις σε αθλήματα όπως το σκουός, το τένις, το κρίκετ, το ράγκμπι και το χόκεϊ. Δεινός γκόλφερ, περιλαμβανόταν στους καλύτερους ερασιτέχνες παίκτες του αθλήματος για πολλά χρόνια.

Η μητέρα του ήταν Ιταλίδα κοντέσα, απόγονος του αυτοκράτορα Καρλομάγνο. Έτσι, μεταξύ άλλων είχε συναντήσει τους δολοφόνους του Ρασπούτιν, πρίγκιπα Γιουσούποφ και δούκα Ντμίτρι Πάβλοβιτς -όχι ως έρευνα για τον (πρωταγωνιστικό) ρόλο του στην ταινία “Ρασπούτιν, ο δαίμων της Ρωσίας”, αλλά ως… παιδί στη δεκαετία του 1920. Μάλιστα, σε ηλικία 17 ετών, είχε δει την εκτέλεση του δολοφόνου Όιγκεν Βάιντμαν στο Παρίσι, του τελευταίου ανθρώπου στη Γαλλία που εκτελέστηκε δημόσια με γκιλοτίνα.

Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου συμμετείχε ως εθελοντής στον Ρωσοφιλανδικό Πόλεμο (1939-1940), στο πλευρό των Φιλανδών κατά των Σοβιετικών. Κατόπιν υπηρέτησε ως αξιωματικός πληροφοριών στη RAF. Κατατάχθηκε στη Βασιλική Αεροπορία, αλλά δεν του επιτράπηκε να πετάξει λόγω προβλήματος στο οπτικό του νεύρο. Έτσι έγινε αξιωματικός πληροφοριών για την Περιπολία Μεγάλης Ερήμου, πρόδρομο της SAS, των ειδικών δυνάμεων της Βρετανίας. Πολέμησε τους Ναζί στη Βόρεια Αφρική, έχοντας συχνά έως και πέντε αποστολές την ημέρα.

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου βοήθησε στην ανακατάληψη της Σικελίας, απέτρεψε μια ανταρσία μεταξύ των στρατευμάτων του, προσβλήθηκε από ελονοσία έξι φορές μέσα σε ένα χρόνο και ανέβηκε στον Βεζούβιο τρεις ημέρες πριν από την έκρηξή του. Κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια του πολέμου μετακινήθηκε στην ακόμη πιο επίλεκτη «Special Operations Executive» του Ουίνστον Τσόρτσιλ, οι αποστολές της οποίας είναι ακόμη απόρρητες, αλλά αφορούσαν «τη διεξαγωγή κατασκοπείας, σαμποτάζ και αναγνώρισης στην κατεχόμενη Ευρώπη εναντίον των δυνάμεων του Άξονα».

Ο Λι δεν είπε ποτέ κάτι συγκεκριμένο για την υπηρεσία του στον πόλεμο, αλλά είχε πει το εξής: «Έχω δει πολλούς άνδρες να πεθαίνουν μπροστά μου – τόσους πολλούς μάλιστα που δεν με επηρεάζει πλέον. Έχοντας δει το χειρότερο που μπορούν να κάνουν οι άνθρωποι ο ένας στον άλλο, τα αποτελέσματα των βασανιστηρίων, του ακρωτηριασμού και βλέποντας κάποιον να γίνεται κομμάτια από μια βόμβα, αναπτύσσεις ένα είδος κελύφους, ασπίδας. Αλλά είναι κάτι που για να επιβιώσεις έπρεπε να κάνεις. Έπρεπε να το κάνεις. Διαφορετικά δεν θα είχαμε κερδίσει ποτέ».

Μέχρι το τέλος του πολέμου είχε λάβει επαίνους για γενναιότητα από τις κυβερνήσεις της Βρετανίας, της Πολωνίας, της Τσεχίας και της Γιουγκοσλαβίας. Μιλώντας γαλλικά και ιταλικά, ο Λι πέρασε το χρόνο του μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κυνηγώντας Ναζί με το Κεντρικό Μητρώο Εγκληματιών Πολέμου και Υπόπτων Ασφαλείας, μέχρι που αποφάσισε να δοκιμάσει την υποκριτική σε ηλικία 25 ετών. Είναι απίστευτο να σκέφτεσαι πως όλα αυτά τα είχε κάνει μέχρι την ηλικία των 25 ετών.

Η κινηματογραφική του καριέρα ξεκίνησε το 1948 με την ενθάρρυνση του συγγενικού του περιβάλλοντος από την πλευρά της μητέρας του. Ο ίδιος είχε απορρίψει προηγουμένως μια καλοπληρωμένη θέση σε ναυτιλιακή επιχείρηση, επειδή «δεν μπορούσε να περνά όλη την ημέρα του σ’ ένα γραφείο». Στην αρχή, όταν περνούσε από οντισιόν για ρόλους, κανείς δεν πρόσεχε τόσο πολύ τις υποκριτικές, όσο τις φωνητικές του ικανότητες. Η βαθιά, μπάσα φωνή του ήταν τόσο χαρακτηριστική που τον είχαν συμβουλέψει πως μπορεί να κάνει καριέρα μέχρι κι ως τραγουδιστής της όπερας.

Το 1957 τον προσέγγισε η εταιρία παραγωγής ταινιών τρόμου Hammer. Αρχικά, έπαιξε τον Φρανκενστάιν στην «Κατάρα του Φρανκενστάιν» (1957), ενώ την επόμενη χρονιά υποδύθηκε για πρώτη του φορά τον κόμη Δράκουλα στην ομώνυμη ταινία, ρόλος που θα σηματοδοτήσει όλη την καριέρα του. Ωστόσο, όπως παραπονιόταν ο ίδιος, μπορεί να χρωστάει πολλά στον κόμη, αλλά τυποποιήθηκε άδικα, ειδικά όταν στο ενεργητικό του έχει άλλους καλύτερους ρόλους. Συνολικά, θα πρωταγωνιστήσει σε περισσότερα από 50 θρίλερ από το 1959 έως το 1976, συμπεριλαμβανομένων των ταινιών «Μούμια» (1959), «Ρασπούτιν» και «Τα δύο πρόσωπα του δρος Τζέκιλ».

Το 1974 ο Ίαν Φλέμινγκ, συγγραφέας των περιπετειών του Τζέιμς Μποντ, αλλά και μακρινός συγγενής του, του πρότεινε το ρόλο του Φρανσίσκο Σκαραμάνγκα στον «Άνθρωπο με το Χρυσό Πιστόλι». Κάπως έτσι, ξεκίνησε μια δεύτερη, παράλληλη καριέρα ως ηθοποιός, αλλά όχι πλέον σε ταινίες τρόμου. Μετακόμισε μόνιμα στις ΗΠΑ το 1977 και ξεκίνησε την καριέρα του στο Χόλιγουντ, συμμετέχοντας σε ταινίες όπως το «Τζάμπο τζετ στο τρίγωνο του διαβόλου» (Airport 77) και την πολεμική κωμωδία του Στίβεν Σπίλμπεργκ «1941». Το 1998 υποδύθηκε στη μεγάλη οθόνη τον Μoχάμετ Τζίνα, ιδρυτή του κράτους του Πακιστάν, ρόλο που θεωρούσε ως τον κορυφαίο της καριέρας του.

Με την αυγή της νέας χιλιετίας, ο Λι θα επιστρέψει δριμύτερος στη μεγάλη οθόνη, ανανεώνοντας το κοινό του με ρόλους, όπως ο μάγος Σάρουμαν στις τριλογίες του Πίτερ Τζάκσον « Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών» και «Χόμπιτ» και ο κόμης Ντόκου στις συνέχειες του «Πολέμου των Άστρων» (Επεισόδιο 2: Η Επίθεση των Κλώνων, Επεισόδιο 3: Η εκδίκηση του Σιθ, «Ο Πόλεμος των Κλώνων»).

Με τη μουσική ήρθε σε επαφή το 1973, όταν με την μπάσα φωνή του ερμήνευσε ένα τραγούδι στο σάουντρακ της ταινίας «Το καταραμένο σκιάχτρο» (Τhe Wickest Man), στο οποίο πρωταγωνιστούσε ως λόρδος Σάμεραϊλ. Τη δεκαετία του ‘90, ο πολυπράγμων Λι τραγούδησε και χέβι-μέταλ, το οποίο λάτρευε, ντουέτο με τον ιταλό Φάμπιο Λιόνε, τραγουδιστή του συγκροτήματος του συμφωνικού μέταλ «Rhapsody of Fire». Το 2010 κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Καρλομάγνος: Με το Σπαθί και το Σταυρό» και τρία χρόνια αργότερα τη συνέχειά του «Καρλομάγνος: Οι Οιωνοί του Θανάτου», δίσκοι και οι δύο του συμφωνικού χέβι-μέταλ.

Στην προσωπική του ζωή, ο Λι ήταν παντρεμένος από το 1961 με τη δανέζα μοντέλα Γκίτε Κρόνκε, με την οποία απέκτησε μία κόρη, την Κριστίνα (γ. 1963). Το 2007 μπήκε στο βιβλίο Γκίνες για τα περισσότερα ρεκόρ οθόνης, έχοντας εμφανιστεί σε 244 ταινίες μέχρι εκείνη τη στιγμή της καριέρας του. Κατέχει επίσης το ρεκόρ του ψηλότερου πρωταγωνιστή σε κινηματογραφική παραγωγή -είχε ύψος 1,80 μ.- αλλά και για το ότι πρωταγωνίστησε στις “περισσότερες ταινίες με μάχη με σπαθί” με 17 εμφανίσεις. Ο ίδιος ήξερε ξιφασκία. Το 2009 πήρε τον τίτλο του ιππότη από τον πρίγκιπα Κάρολο κι έγινε «σερ». Ως γόνος αριστοκρατικής οικογένειας ήταν πιστός οπαδός του Συντηρητικού Κόμματος.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις