ΚΟΣΜΟΣ. Ο Μοχάντας Καραμτσάντ Γκάντι γεννήθηκε στις 2 Οκτωβρίου 1869 στο Πορμπαντάρ της υπό αγγλική κυριαρχία Ινδικής επαρχίας Γκουτζαράτ. Είναι γνωστός ως «Μαχάτμα» («Μεγάλη Ψυχή» στα σανσκριτικά), χαρακτηρισμό που φέρεται να του απέδωσε το 1915 ο συμπατριώτης του νομπελίστας ποιητής και στοχαστής Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ.

Ο Γκάντι ήταν το μικρότερο παιδί του Καραμτσάντ Γκάντι, κυβερνήτη σ’ ένα από τα πριγκιπάτα του Γκουτζαράτ και της τετάρτης συζύγου του Πουτλιμπάι. Η οικογένειά του λάτρευε τον θεό Βισνού και ήταν επηρεασμένη από το θρησκευτικό κίνημα των Ζαϊνιστών, οι οποίοι αρνούνταν να σκοτώσουν ακόμη και μυρμήγκι.

Οι οικογενειακές αρχές της χορτοφαγίας, του μη τραυματισμού οποιουδήποτε ζώντος οργανισμού, της νηστείας ως μεθόδου αυτοκάθαρσης και της ανοχής προς το διαφορετικό, επηρέασαν βαθιά τον Γκάντι. Δεν τον εμπόδισαν, όμως, να κηρύξει τη δική του επανάσταση όταν ήταν έφηβος. Πέρασε μία περίοδο κατά την οποία δήλωνε άθεος, επιδιδόταν σε μικροκλοπές, κάπνιζε κρυφά και - το χειρότερο - έτρωγε κρέας. Οι γονείς του τον πάντρεψαν 13 ετών με ένα ακόμη μικρότερο κορίτσι, την Καστουρμπάι.

Όταν τελείωσε το σχολείο, η οικογένειά του αποφάσισε να τον στείλει στο Λονδίνο για να σπουδάσει νομικά. Στην Αγγλία, την οποία φανταζόταν ως «χώρα φιλοσόφων και ποιητών, το ίδιο το κέντρο του πολιτισμού», αγωνίστηκε σκληρά για να προσαρμοστεί στον δυτικό τρόπο ζωής. Η χορτοφαγία του γινόταν συχνά αντικείμενο χλευασμού από τους συμφοιτητές του, αλλά το ότι αναγκαζόταν να υπερασπίζεται τις αξίες του τον έκανε να βγει από το καβούκι του και να αποκτήσει μαχητικότητα.

Έγινε μέλος της εκτελεστικής επιτροπής του Συλλόγου Χορτοφάγων του Λονδίνου, στην οποία ανήκε και ο θεατρικός συγγραφέας Τζορτζ Μπέρναρντ Σο, συμμετείχε στις συνεδριάσεις τους και αρθρογραφούσε στο περιοδικό τους. Γνώρισε δυναμικούς άνδρες και γυναίκες, που τον μύησαν στη Βίβλο και την Μπαγκαβατγκίτα (Bhagavadgita), την πιο εκλαϊκευμένη έκφραση του ινδουϊσμού.

Μετά την επιστροφή του στην Ινδία το 1891, ο Γκάντι δυσκολεύτηκε να βρει δουλειά, γι’ αυτό δέχθηκε με ανακούφιση μία πρόταση να εργαστεί σε ινδική εταιρεία στη Νότια Αφρική. Οι εμπειρίες του στην έντονα ρατσιστική νοτιοαφρικανική κοινωνία ήταν καθοριστικές για τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του.

Αφού ξυλοκοπήθηκε από τον λευκό οδηγό μιας άμαξας, επειδή αρνήθηκε να παραχωρήσει τη θέση του σ’ έναν λευκό επιβάτη, αφού αποχώρησε από την αίθουσα ενός δικαστηρίου, επειδή ο λευκός δικαστής απαίτησε να βγάλει το τουρμπάνι του, αποφάσισε ότι από τότε και στο εξής δεν θα δεχόταν την αδικία.

Επί πολλά χρόνια, αγωνίστηκε υπέρ των δικαιωμάτων των Ινδών μεταναστών στη Νότια Αφρική και εμπνεύστηκε την πολιτική της μη βίας ως μέσο αντίστασης στους καταπιεστές. Όπως, όμως, αναφέρουν οι βιογράφοι του, «αυτά που έκανε εκείνος για τη Νότια Αφρική ήταν λιγότερο σημαντικά απ’ ό,τι έκανε η Νότια Αφρική για εκείνον». Εκεί μετατράπηκε από δικηγόρος σε πολιτικό ηγέτη.

Ο Γκάντι έγινε κήρυκας του ινδικού εθνικισμού και της ειρηνικής άρνησης συνεργασίας με τους βρετανούς αποικιοκράτες. Η στάση των Βρετανών απέναντί του ήταν ένα κράμα θαυμασμού, θυμηδίας, αμηχανίας, καχυποψίας και μνησικακίας. Τα ίδια συναισθήματα έτρεφαν και αρκετοί από τους πολιτικούς του αντιπάλους.

Όσο, όμως, οι Ινδοί συνειδητοποιούσαν ότι μπορούσαν να αντισταθούν στη Μεγάλη Βρετανία, τόσο αυξανόταν ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις δύο μεγάλες θρησκευτικές κοινότητες της αχανούς χώρας, τους ινδουιστές και τους μουσουλμάνους. Το φθινόπωρο του 1924 ο Γκάντι έκανε απεργία πείνας τριών εβδομάδων για να τους παροτρύνει να ακολουθήσουν τον δρόμο τής μη βίας. Αυτή ήταν μία από τις κυριότερες «δημόσιες νηστείες» του.

Το 1930 εφάρμοσε την πιο σημαντική από τις πολιτικές του: την αντίσταση κατά του φόρου στο αλάτι που επέβαλλαν οι Βρετανοί, οι οποίοι δεν δίσταζαν να τον φυλακίζουν με κάθε ευκαιρία. Στη φυλακή ο Γκάντι ξεκίνησε άλλη μία απεργία πείνας για να αποκτήσουν δικαιώματα οι «παρίες», που ήταν σε θέση χειρότερη και από εκείνη της χαμηλότερης κάστας. Συγχρόνως, δεν έπαυε να ζητεί την ανεξαρτησία της Ινδίας

Μετά την νίκη του Εργατικού Κόμματος στις βρετανικές εκλογές του 1945 άρχισαν τριμερείς διαπραγματεύσεις ανάμεσα στη βρετανική κυβέρνηση, στους ινδουιστές του Κογκρέσου και του Συνδέσμου των Μουσουλμάνων υπό τον δικηγόρο Μοχάμετ Τζίνα, οι οποίες κατέληξαν στο σχέδιο Μαουντμπάτεν (3 Ιουνίου 1947) και στην ίδρυση δύο νέων κυρίαρχων κρατών, της Ινδίας και του Πακιστάν (15 Αυγούστου 1947), προς μεγάλη απογοήτευση του Γκάντι, ο οποίος προσπάθησε μάταια να συμβιβάσει τις δύο πλευρές.

Το αποτέλεσμα ήταν να τον μισήσουν και οι δύο. Στις 30 Ιανουαρίου 1948, ενώ ο Γκάντι κατευθυνόταν προς τον τόπο της βραδινής του προσευχής στο Δελχί, δολοφονήθηκε από τον 39χρονο φανατικό ινδουιστή Νατουράμ Γκότσε, αυτός ο υπέρμαχος της μη βίας.

Ο Γκάντι με πολιτική και πνευματική στάση του πυροδότησε τρεις από τις μεγαλύτερες επαναστάσεις του 20ου αιώνα: την επανάσταση κατά της αποικιοκρατίας, των φυλετικών διακρίσεων και της βίας. Μεταξύ των προσωπικοτήτων που επηρεάστηκαν από τη δράση του αξίζει να αναφέρουμε τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στις ΗΠΑ και τον Νέλσον Μαντέλα στη Νότιο Αφρική. Ανάμεσα στους θαυμαστές του συγκαταλέγονται ο Αλβέρτος Αϊνστάιν, ο οποίος έβλεπε στην πολιτική της μη βίας τού Γκάντι το πιθανό αντίδοτο στη μαζική βία που εξαπολύθηκε με τη διάσπαση του ατόμου, και o σουηδός νομπελίστας οικονομολόγος Γκούναρ Μίρνταλ, που χαρακτηρίζει τον Γκάντι «φωτισμένο φιλελεύθερο σε όλα σχεδόν τα πεδία».

Το όνομά του Μαχάτμα Γκάντι συνδέθηκε τόσο έντονα με την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων χωρίς τη χρήση βίας, που κάθε χρόνο στην επέτειο γέννησης του τιμάται η Διεθνής Ημέρα Μη Βίας, ενώ στην Ινδία η ημέρα αυτή ονομάζεται Γκάντι Τζαγιάντι και αποτελεί εθνική αργία.

Συνεχίζει να επηρεάζει ακόμα και σήμερα την ανθρωπότητα, με 20 σπουδαίες φράσεις του:

«Τα εφτά πράγματα που δεν πρέπει να υπάρχουν είναι τα εξής: Πλούτο χωρίς μόχθο, Γνώση χωρίς χαρακτήρα, Πολιτική χωρίς αρχές, Απόλαυση χωρίς συναίσθημα, Εμπόριο χωρίς ήθος, Επιστήμη χωρίς ανθρωπιά και Αγάπη χωρίς θυσία».

«Όταν απογοητεύομαι, θυμάμαι ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας η αλήθεια και η αγάπη πάντοτε νικούσαν. Υπήρξαν τύραννοι και δολοφόνοι που για κάποιο διάστημα φαίνονταν ανίκητοι, αλλά στο τέλος, πάντοτε, όλοι γκρεμίζονται».

«Πρώτα σε αγνοούν, μετά σε κοροϊδεύουν, μετά σε πολεμούν και μετά τους νικάς».

«Μπορεί να μην ξέρεις ποτέ τα αποτελέσματα στα οποία οδηγούν οι πράξεις σου, αλλά αν δεν κάνεις τίποτα, δεν πρόκειται να υπάρχει κανένα αποτέλεσμα».

«Κάθε αξιόλογη πράξη είναι δύσκολη. Η άνοδος είναι πάντα δύσκολη. Η κάθοδος είναι εύκολη και συχνά ολισθηρή».

«Δεν πρέπει να χάνουμε την πίστη μας στην ανθρωπότητα. Η ανθρωπότητα είναι ένας ωκεανός. Αν μερικές σταγόνες του ωκεανού είναι βρόμικες, δεν σημαίνει ότι έχει βρομίσει ολόκληρος ο ωκεανός».

«Η γη παράγει αρκετά για να ικανοποιήσει τις ανάγκες όλων των ανθρώπων, αλλά όχι την πλεονεξία όλων των ανθρώπων».

«Η ικανότητα να συγχωρείς είναι προσόν του δυνατού. Οι αδύναμοι ποτέ δεν συγχωρούν».

«Κανείς δεν μπορεί να με πληγώσει χωρίς τη συγκατάθεσή μου»

«Ο φόβος έχει κάποια χρησιμότητα, η δειλία όμως δεν έχει καμία».

«Ευτυχία είναι όταν αυτά που σκέφτεσαι, αυτά που λες και αυτά που κάνεις, βρίσκονται σε αρμονία».

«Πρέπει να ζούμε σαν να πρόκειται να πεθάνουμε αύριο και να μελετάμε σαν να πρόκειται να ζήσουμε για πάντα».

«Ένα «όχι» που βγήκε από μια βαθιά πεποίθηση, είναι πολύ καλύτερο από ένα «ναι» που ειπώθηκε για να ευχαριστήσει ή, χειρότερα, για να αποφύγει φασαρίες».

«Ο ελεύθερος άνθρωπος μπορεί να είναι ελεύθερος και στο κλουβί της φυλακής του».

«Σχεδόν ό, τι κάνεις είναι ασήμαντο, αλλά είναι σημαντικό να το κάνεις».

«Ένας άνθρωπος είναι το σύνολο των πράξεών του. Τι έχει κάνει και τι μπορεί να κάνει».

«Είναι λάθος το να θεωρείς λάθος εκείνο που δεν καταλαβαίνεις».

«Η μη-βία προϋποθέτει διπλή πίστη: πίστη στον Θεό και πίστη στον άνθρωπο».

«Ο μόνος τύραννος που δέχομαι είναι η σκληρή φωνή μέσα μου».

«Δεν θα επιτρέψω σε κανέναν να τσαλαβουτάει στο μυαλό μου με τα βρώμικα πόδια του».

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις