Οταν ο Ντελόν άκουσε τα τζιτζίκια να τραγουδούν στα αρχαία τείχη των Μυκηνών
«Ο Αλαίν έγερνε έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου, να πάρει αέρα, ζαλίζεται όταν δεν οδηγεί ο ίδιος, η Ρόμυ, μαζεμένη αμίλητη σε μια γωνιά, και ο Βισκόντι που άντεχε στη ζέστη πιότερο από τους άλλους, μελετούσε την ξεραΐλα της Αττικής
ΕΛΛΑΔΑ. «Ο Αλαίν έγερνε έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου, να πάρει αέρα, ζαλίζεται όταν δεν οδηγεί ο ίδιος, η Ρόμυ, μαζεμένη αμίλητη σε μια γωνιά, και ο Βισκόντι που άντεχε στη ζέστη πιότερο από τους άλλους, μελετούσε την ξεραΐλα της Αττικής. Αφημένοι έτσι, προσφέρονται στο μάτι που ζητά να βρει κάτι προσωπικό τους πέραν απ’ όσα μας αποκάλυψαν ώς τώρα η οθόνη και ο θόρυβος της δημοσιότητας».
Ποιος άλλος βρισκόταν στο αυτοκίνητο και είχε το μοναδικό προνόμιο να παρατηρεί από τόσο κοντά τους δύο νεαρούς –και ανερχόμενους τότε– σταρ του ευρωπαϊκού κινηματογράφου μαζί με τον καταξιωμένο Ιταλό σκηνοθέτη, που επισκέφθηκαν την πατρίδα μας το καλοκαίρι του 1960; Ποιος υπογράφει το ωραίο κομμάτι, απόσπασμα του οποίου είναι αυτός ο πρόλογος της στήλης, στο ρεπορτάζ του περιοδικού «Εικόνες» που εξέδιδε η Ελένη Βλάχου; Η Νέλλη Ανδρικοπούλου (1921-2014), που έμεινε δικαίως στη μνήμη μας ως ξεχωριστή ζωγράφος, γλύπτρια, συγγραφέας και μεταφράστρια, επιβάτις του θρυλικού «Ματαρόα». Ομως η πολύγλωσση Κωνσταντινουπολίτισσα, που είχε πάρει κάποια χρόνια νωρίτερα διαζύγιο από τον ζωγράφο και ποιητή Νίκο Εγγονόπουλο και είχε επωμιστεί αποκλειστικά την ανατροφή του γιου τους Πάνου, εκείνη την περίοδο βιοποριζόταν ως ξεναγός. Ηταν ο άνθρωπος που συνόδευσε και ξενάγησε τη διάσημη τριάδα από το ξενοδοχείο King George του Συντάγματος μέχρι τις Μυκήνες και την Επίδαυρο, όπου παρακολούθησαν την παράσταση «Φοίνισσες», με την Παξινού και τον Μινωτή να λάμπουν στο κοίλον.
Αλλωστε ο Ντελόν και ο Βισκόντι γνώριζαν την Ελληνίδα ηθοποιό από τη συνεργασία τους στην ταινία «Ο Ρόκο και τα αδέλφια του», που ήταν γυρισμένη σε ύφος αρχαίας τραγωδίας. Θέλησαν να έρθουν στην Ελλάδα ώστε να δουν από κοντά την ερμηνεία της στον ιερό χώρο του αρχαίου δράματος. Η Ανδρικοπούλου, που έγινε σκιά της συντροφιάς (στην οποία ήταν και ο φιλέλληνας Γάλλος δημοσιογράφος Ζορζ Μπομ) με την ευαίσθητη ματιά της, έκανε ένα ψυχογράφημα που δημοσιεύτηκε στις «Εικόνες» (αριθμός 247, 15/7/1960) εν είδει οδοιπορικού. Το τεύχος δεν έχει εξώφυλλο το ζεύγος Ντελόν – Σνάιντερ αλλά τη φτασμένη ήδη τότε Τζέιν Φόντα. Αξιοπρόσεκτο επίσης ότι το ωραίο αυτό ρεπορτάζ δεν διαφημίζεται στο πρωτοσέλιδο. Αντιθέτως, ως cover story, διαλαλείται άρθρο με τίτλο «Το ελαφρό ελληνικό τραγούδι». Λογικό, καθώς οι δύο ηθοποιοί τότε έβαιναν προς την καθιέρωσή τους. Η Ανδρικοπούλου, λοιπόν, περιγράφει τον Ντελόν «ως ένα πραγματικά ωραίο αγόρι, ψηλόλιγνο, σβέλτο, που θα ενσάρκωνε τέλεια τύπο του Ντόριαν Γκρέι. Μιλά με την άνεση του καλομαθημένου (και καμιά φορά κακομαθημένου) νέου». Στις δε λεζάντες, όπου ο Γάλλος γονατίζει και κοιτάζει στα μάτια τη Σνάιντερ, διαβάζουμε πως «ο βήχας και ο έρωτας δεν κρυβονται. Οι δυο νέοι δεν προχωρούν σε λεπτομέρειες για τα μελλοντικά τους σχέδια, πάντως δηλώνουν απερίφραστα πως πολύ σύντομα σκοπεύουν να παντρευτούν. Αλλοι πάντως επιμένουν ότι οι αντιρρήσεις της μαμάς Σνάιντερ δεν εκάμφθησαν».
Η Ανδρικοπούλου τονίζει ότι στη διαδρομή προς την Επίδαυρο συνάντησαν άλογα, γαϊδουράκια και πρόβατα, ο Βισκόντι λάτρεψε τις γεμιστές ντομάτες που έφαγε στο τουριστικό περίπτερο της Κορίνθου, ενώ «ζυγώνοντας» στο αρχαίο θέατρο, ο σκηνοθέτης μιλούσε με ενθουσιασμό για τα μπαλέτα της Δόρας Στράτου, το ταλέντο του Νίκου Κούρκουλου και τον θαυμασμό του για την Παξινού. Η εκδρομή συνεχίστηκε στο Ναύπλιο. Ο Βισκόντι και ο Μπομ απόλαυσαν αχινούς και ούζο στο Τολό, αλλά το ζεύγος Ντελόν – Σνάιντερ δεν μπόρεσε ούτε καν να κολυμπήσει μια και μαζεύτηκε κόσμος και άρχισε να τους πολιορκεί. Ετσι άφησαν τη θάλασσα και ξεκίνησαν μέσα στο καυτό καταμεσήμερο, υπό τον ήχο των τζιτζικιών, για τις Μυκήνες. Η Ρόμι μαγεύτηκε με το μνημείο και ο Αλέν παθιάστηκε και εκείνος, απαθανατίζοντας τα τείχη και τη Σνάιντερ με τη φωτογραφική του μηχανή.
Φωτογραφίες: Παρακολουθώντας τις «Φοίνισσες» στην Επίδαυρο
Πηγή: kathimerini.gr / Μαργαρίτα Πουρνάρα