ΚΟΣΜΟΣ. Και ο λόγος γίνεται φυσικά για την Τζέιν Όστεν, μία από τις σημαντικότερες γυναίκες συγγραφείς της παγκόσμιας λογοτεχνίας και μία από τις σπουδαιότερες Βρετανίδες όλων των εποχών, έγραψε στη σύντομη ζωή της 6 από τα πιο επιδραστικά μυθιστορήματα της αγγλικής πεζογραφίας.

Το πηγαίο χιούμορ της, η μοναδική ικανότητα της να μπλέκει τις πιο κωμικές με τις πιο επίπονες καταστάσεις, ο τρόπος με τον οποίο καυτηρίασε τη θέση της γυναίκας στην Αγγλία της αυγής του 19ου αιώνα αλλά και η δυνατή φωνή με την οποία μίλησε για την ανάγκη των γυναικών να διαβάσουν και να μορφωθούν περισσότερο, να πάψουν να βλέπουν την ύπαρξη τους μόνο μέσα από το πρίσμα ενός «καλού γάμου» τάραξε την καλή κοινωνία της εποχής της και έγραψε ιστορία, επηρεάζοντας δεκάδες γυναίκες να μετά από εκείνη να γράψουν και να δημιουργήσουν.

Μόνο τέσσερα από τα μυθιστορήματά της -τα «παιδιά» της, όπως τα έλεγε- εκδόθηκαν όσο ζούσε: τα «Λογική και ευαισθησία» «Περηφάνια και προκατάληψη» «Μάνσφιλντ Παρκ», και «Έμμα», ενώ άλλα δύο (το «Πειθώ» και το «Αββαείο Νορθάνγκερ») κυκλοφόρησαν μετά το θάνατό της, το 1818, σε έναν ωραίο τόμο, που είχε επιμελήθηκε ο αγαπημένος αδελφός της, Henry. Από όλα (εκτός από τα δύο τελευταία) απουσίαζε η υπογραφή της, μιας και, εκείνα τα χρόνια, ήταν, φυσικά, αδιανόητο, για μια αστή δεσποινίδα, να ασχολείται με τη συγγραφή ή - το χειρότερο - να κερδίζει χρήματα απ’αυτή.

Γεννήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 1775 και ήταν το έβδομο, από τα οκτώ παιδιά του άγγλου ιερωμένου George Austen και της Cassandra Leigh, της οποίας η οικογένεια είχε αριστοκρατικές καταβολές. Υπήρξε ασθενικό μωρό, παιδί με εύθραυστη υγεία. Αν και ανήκε σε μια αξιοσέβαστη οικογένεια αστών, της μεσαίας τάξης, δεν ήταν εύπορη. Όσο για την μόρφωσή της, ήταν μάλλον πενιχρή.

Όταν η Jane ήταν 9-10 χρονών, στάλθηκε, μαζί με την Cassandra, στην Οξφόρδη, για να μαθητεύσει κοντά σε κάποια κυρία Ann Cawley, όμως ξέσπασε μια επιδημία τύφου, τα δυό κορίτσια αρρώστησαν βαριά, παραλίγο να πεθάνουν και, εν τέλει, επέστρεψαν στο πατρικό τους. Στη συνέχεια, η Jane έκανε μαθήματα στο σπίτι, και σε ένα επαρχιακό οικοτροφείo: μουσική, χορό, λίγο θέατρο, λίγο κέντημα, γαλλικά, ιταλικά -τα στοιχειώδη για ένα ανύπαντρο κορίτσι της τάξης της, με μέτρια ομορφιά, μηδαμινό εισόδημα και μάλλον ασήμαντη καταγωγή. «Σχολείο» της υπήρξε, κατά κύριο λόγο η πλούσια βιβλιοθήκη του λόγιου πατέρα της.

Διάβαζε ασταμάτητα από παιδί, ιδιαίτερα τα έργα του Henry Fielding, του Laurence Sterne, του Samuel Richardson και του Walter Scott. Καταπώς φαίνεται, η οικογένειά της ενθάρρυνε «τον ανοιχτό διάλογο, την κριτική και τις πνευματικές αναζητήσεις» κι έτσι από νωρίς, πριν καν κλείσει τα 12 -ενθαρρυμένη και από τον George Austen- η Jane άρχισε να γράφει: ποιήματα και ευθυμογραφικές ιστορίες, κείμενα για τις διασκεδαστικές «θεατρικές βραδιές» των Austens, ακόμα και μια σατιρική βιογραφία της βασίλισσας Εlizabeth. (σ.σ. Όλα αυτά, συγκεντρώθηκαν αργότερα σε έναν τόμο με τις πρώιμες δουλειές της υπό τον τίτλο «Juvenilia»).

Φαίνεται πως, παρά την ήσυχη ζωή της, η Jane είχε προσωπικότητα ζωηρή και πνευματώδη. Εκτός από το γράψιμο, λάτρευε τη μουσική, το πιάνο της, το χορό, τη γλυκιά ρουτίνα της ζωής στην αγγλική εξοχή. Όταν, το 1801, ο κύριος Αusten αποφάσισε να παραχωρήσει το πρεσβυτέριο στον ένα του γιο, που είχε μόλις χειροτονηθεί και να μετακομίσει με όλη του την οικογένεια στο Μπαθ, η αντίδραση της Jane σε αυτό το νέο, ήταν, σχεδόν δραματική, λιποθύμησε!

Απεχθανόταν τη ζωή στην κοσμική, πολύβουη λουτρόπολη και όσο και αν οι γονείς της, προσπαθούσαν να την «σύρουν» σε χορούς και κοινωνικές εκδηλώσεις, με την ελπίδα μιας «καλής γνωριμίας» και ενός πλούσιου γάμου, εκείνη αντιστεκόταν σθεναρά. Προτιμούσε να κάθεται σπίτι και να μελετά στο πιάνο της. Ή να χάνεται σε μακρινούς, μοναχικούς περιπάτους. Και, δυστυχώς, σταμάτησε να γράφει…

Μετά τον θάνατο του George Austen, το 1805, η Jane, η Cassandra και η μητέρα τους -τρείς γυναίκες, μόνες, χωρίς ουσιαστικά κανένα έσοδο, οι οποίες ζούσαν από τη γενναιοδωρία των συγγενών τους- μετακόμισαν στο Σαουθάμπτον, για να εγκατασταθούν, τελικά, σε μια αγροικία, στο γραφικό Τσότον του Χαμσάιρ το 1809.

Εκεί η Τζέην έδωσε την οριστική μορφή στα μυθιστορήματα Περηφάνια και Προκατάληψη και Λογική κι ευαισθησία και έγραψε τα Μάνσφιλντ Παρκ, Έμμα και Πειθώ. Έργα της είναι επίσης και τα ημιτελή μυθιστορήματα Σάντιτον, Οι Ουότσον και το επιστολικό μυθιστόρημα Λαίδη Σούζαν καθώς και τρεις τόμοι νεανικών διηγημάτων (μεταξύ των οποίων ήταν Οι Τρεις Αδελφές, Η ωραία Κασσάντρα, Κάθριν ή η πέργκολα, Έρωτας και Φιλία, Φρέντερικ και Ελφρίντα και η Ιστορία της Αγγλίας).

Παρά τις οικονομικές δυσκολίες, η Jane ήταν, επιτέλους, πάλι ευτυχής. Ανενόχλητη πια, άφησε στην Cassandra το νοικοκυριό, κι εκείνη ασχολήθηκε με το αγαπημένο της γράψιμο, δίνοντας, επιτέλους την τελική μορφή, στα μυθιστορήματα που θα γίνονταν ο πυλώνας του έργου της. Tα γραπτά της, αν και άρεσαν στους αναγνώστες δεν της έφεραν -τότε- ούτε δόξα, ούτε πολλά χρήματα, παρά μόνο λιγοστές, συμπαθητικές κριτικές.

Λέγεται πως συνήθιζε να γράφει σε μικρά κομματάκια χαρτιού και πως όταν άκουγε το τρίξιμο της μεσόπορτας που οδηγούσε στο σαλονάκι/καθιστικό της, έκρυβε τα χαρτιά στο σεκρετέρ και παρίστανε πως ασχολιόταν με κάτι άλλο. Δεν ήθελε κανένας να γνωρίζει γι’ αυτό το εκκεντρικό της «χόμπι», ούτε καν οι υπηρέτες.

Λέγεται επίσης πως διασκέδαζε με την ανωνυμία της και πως απολάμβανε να διαβάζει αποσπάσματα των δημοσιευμένων έργων της σε λογοτεχνικές βραδιές ή κοινωνικές συναθροίσεις. «Ρουφούσε», κοκκινίζοντας στα κρυφά, τα επαινετικά σχόλια των καλεσμένων, οι οποίοι, φυσικά, δεν ήξεραν πως η ίδια ήταν η συγγραφέας

Δυστυχώς, το 1816, αρρώστησε βαριά και εξασθένησε. Ακόμα κι έτσι, δεν έπαψε, καθ' όλη τη διάρκεια της ασθένειάς της να γράφει. Κι όταν ήταν πια πολύ αδύναμη για να κρατήσει την πένα, έγραφε με μολύβι.

Πέθανε στις 18 Ιουλίου του 1817, μετά από ένα χρόνο επώδυνης νοσηλείας (σ.σ. εικάζεται πως έπασχε από λέμφωμα Hodgkin, δηλαδή μια μορφή αιματολογικού καρκίνου, αν και άλλες μελέτες τη θέλουν να πάσχει από νόσο του Άντισον, ή να πεθαίνει δηλητηριασμένη από αρσενικό που το έπαιρνε μέσα σε φάρμακο για τους ρευματισμούς), στο Γουίντσεστερ, όπου είχε μετακομίσει για να βρίσκεται κοντά στον γιατρό της, και θάφτηκε εκεί. Ήταν μόλις 41 ετών.

Η μοναδική φορά που ερωτεύτηκε

Ρεαλιστικό, μεστό, το έργο της Jane Austen βρίθει από ζωηρούς, «σάρκινους» χαρακτήρες. Οι ηρωίδες της «αναπνέουν» στο χαρτί, είναι τολμηρές, ενεργητικές, επιλέγουν με σοφία την μοίρα τους. Αυτές οι ασυνήθιστες γυναίκες, αλλά και τα διεισδυτικά ψυχολογικά πορτραίτα, ανθρώπων, από όλο το κοινωνικό-πολιτικό φάσμα, είναι το ένα στοιχείο, που κάνει το έργο της Αusten ξεχωριστό. Το άλλο είναι ο τρόπος με τον οποίο «χαρτογράφησε» -με πικρία, καθαρότητα, με καυστική, λεπτή ειρωνεία- τον έρωτα και τις σχέσεις, σε μια κοινωνία όπου ο γάμος ήταν, κατά κανόνα, ένα φτηνό μέσο συναλλαγής.

Η ίδια η Jane δεν παντρεύτηκε ποτέ. Είναι, επίσης, μάλλον απίθανο να είχε ερωτική ζωή -στην πραγματικότητα, ελάχιστα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε γι’αυτήν. Αν και όσο ζούσε, η Jane Austen υπολογίζεται πως έγραψε γύρω στα 3.000 γράμματα, μόνο 160 διασώθηκαν. (Φαίνεται πως, γύρω στο 1843 η αδελφή της, η Cassandra έκαψε, κατέστρεψε ή λογόκρινε το μεγαλύτερο μέρος της επιστολογραφίας της, έτσι ώστε να μην πέσουν σε αδιάκριτα μάτια, τα «τολμηρά σχόλια της Jane για συγγενείς ή μέλη της οικογένειας»…).

Δεν γνωρίζουμε καν πως έμοιαζε, παρότι, από περιγραφές των οικείων της και από ένα μικρό πορτρέτο της, φαίνεται πως ήταν ένα απλό, ασχημούλικο κορίτσι: στρογγυλοπρόσωπη, με ανοιχτά καστανά μάτια, καστανά μαλλιά, και έξυπνο -όπως λένε όσοι την γνώρισαν από κοντά- διαπεραστικό βλέμμα.

Είναι σίγουρο, πάντως, πως είχε ερωτευτεί, τουλάχιστον μια φορά. Το 1796, όταν ήταν 21 ετών, είχε σκανδαλίσει τη μικρή κοινωνία του Στίβεντον, χορεύοντας και φλερτάροντας απροκάλυπτα, με έναν νεαρό Ιρλανδό, τελειόφοιτο της Νομικής, τον Tom Lefroy, ο οποίος βρισκόταν στην περιοχή, επισκεπτόμενος συγγενείς και φίλους της οικογένειας Αusten, για τα Χριστούγεννα. Στις επιστολές της προς την Cassandra, εκείνο το διάστημα η Jane έγραφε: «Σχεδόν φοβάμαι να σου πω πώς συμπεριφερθήκαμε εγώ και ο Ιρλανδός φίλος μου. Φαντάσου μόνη σου οτιδήποτε τολμηρό και σοκαριστικό μπορεί να περιλαμβάνει ένας χορός, ή το να κάθεσαι μαζί με κάποιον…»

Σε άλλο γράμμα, η ίδια περιέγραφε τον Tom ως «όμορφο και ευχάριστο νεαρό άντρα, με εμφάνιση τζέντλεμαν», ενώ αλλού έκανε λόγο για μια «προσφορά» που περίμενε από τον νεαρό της φίλο, στον οποίο έμοιαζε πρόθυμη να εμπιστευτεί το μέλλον της. Και σε ένα ακόμα γράμμα, σημείωνε με ελαφρά περιπαικτικό ύφος: «Θα έρθει η ημέρα που θα φλερτάρω για τελευταία φορά με τον Tom Lefroy -όταν θα λάβεις αυτή την επιστολή όλα θα έχουν τελειώσει. Τα δάκρυά μου τρέχουν, καθώς γράφω, με αυτή την ιδέα, την κάπως μελαγχολική…»

Η Jane είχε προβλέψει σωστά. Λίγες μέρες μετά τα Χριστούγεννα, στα μέσα Γενάρη, η οικογένεια Lefroy επενέβη και έδωσε τέλος στην «επικίνδυνη» συναναστροφή του Tom με την δεσποινίδα Austen. Παρά τα τρυφερά τους αισθήματα, ο έρωτας και -ιδίως- ο γάμος, στην περίπτωση της Jane Αusten και του Tom Lefroy ήταν μια απίθανη, διόλου πρακτική ιδέα. Κανένας από τους δυό νέους δεν είχε προσωπική περιουσία, ο δε Tom στηριζόταν στην ευεργεσία ενός μακρινού θείου, για να ολοκληρώσει τις σπουδές του και να σταδιοδρομήσει. Η Jane δεν τον ξαναείδε ποτέ, αν και -όπως φαίνεται από τις επιστολές της- τον σκεφτόταν συχνά, για αρκετά χρόνια μετά τον χωρισμό τους.

Ίσως να τον σκεφτόταν και το 1802, όταν στα 29 της -ήδη, μια γεροντοκόρη πια, για τα μέτρα της εποχής- η δεσποινίς Jane Austen δέχτηκε τη μια και μοναδική πρόταση γάμου της ζωής της. Ένας οικογενειακός φίλος, ο Harris Bigg- Wither, έξι χρόνια νεότερός της, εύπορος, με κοινή εμφάνιση και ελαφρώς χυδαία συμπεριφορά, ζήτησε το χέρι της. Η Jane τον γνώριζε από τότε που ήταν παιδιά.

Δέχτηκε την πρόταση αναγνωρίζοντας πως ο γάμος με έναν πλούσιο άντρα, θα της πρόσφερε πολλά «πρακτικά» πλεονεκτήματα: στο εξής δεν θα την βάραιναν πια οι αγωνίες της επιβίωσης, θα μπορούσε να προσφέρει στους γονείς της ήσυχα γεράματα, στην αδελφή της ένα σπίτι, ενίσχυση στα αδέλφια της. Ωστόσο το επόμενο πρωί, μετάνιωσε και απέσυρε τη συγκατάθεσή της, χωρίς να δώσει καμία εξήγηση. Γράφτηκε πως ίσως να προτίμησε την ήσυχη ζωή στο πλευρό της αδελφής της, αντί για τις υποχρεώσεις της συζύγου και της μητέρας.

Αλλά η αλήθεια ίσως να κρύβεται σε μια επιστολή της Jane, προς μια μικρανιψιά της, την Fanny Knight, που της είχε γράψει, ζητώντας επίσης τη συμβουλή της, ως προς το αν έπρεπε ή όχι να δεχτεί μια πρόταση γάμου: «Οτιδήποτε άλλο είναι προτιμότερο και πιο ανεκτό, από το να παντρευτείς έναν άντρα χωρίς αγάπη…»

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις