ΚΟΣΜΟΣ. Ο Μιχαήλ Άγγελος είναι ο κορυφαίος καλλιτέχνης (ζωγράφος, γλύπτης, αρχιτέκτονας και ποιητής) που ανέδειξε η Αναγέννηση. Το έργο του είναι τεράστιο σε έκταση, άφθαστο σε δύναμη έκφρασης και πρωτοτυπία. Στο περιβάλλον των Μεδίκων της Φλωρεντίας όπου μεγάλωσε, γνώρισε τον αρχαίο κόσμο κι αγάπησε με πάθος την κλασική τέχνη. Από την αρχαία ελληνική μυθολογία, από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη άντλησε όλα του τα θέματα.

Ο Μικελάντζελο ντι Λουντοβίκο Μπουονορότι Σιμόνι, όπως είναι το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στις 6 Μαρτίου 1475 στο Καπρέζε της τότε Δημοκρατίας της Φλωρεντίας. Διεθνώς είναι γνωστός με το μικρό του όνομα ως Μικελάντζελο και στον ελληνικό χώρο ως Μιχαήλ Άγγελος. Καταγόταν από οικογένεια ξεπεσμένων αριστοκρατών και ο πατέρας του ήταν ένα είδος τοποτηρητή της φλωρεντινής εξουσίας.

Ο Μιχαήλ Άγγελος στις 13 Σεπτεμβρίου του 1503 ξεκινά την κατασκευή του «Δαυίδ», του γλυπτού αριστουργήματός του. Ο Δαβίδ, που ολοκληρώθηκε το 1504, είναι ένα από τα πιο γνωστά έργα της Αναγέννησης. Ο Δαβίδ του Μιχαήλ Άγγελου, είναι ένα αριστούργημα της Αναγεννησιακής γλυπτικής και, μαζί με την Πιετά, ένα από τα δυο σημαντικότερα γλυπτά του Μιχαήλ Άγγελου. Είναι ένα από τα πιο γνωστά αγάλματα στην ιστορία της γλυπτικής, και έχει γίνει σύμβολο δύναμης και νεανικής ομορφιάς. Παριστάνει τον Βιβλικό βασιλιά Δαβίδ, τη στιγμή που αποφασίζει να αναμετρηθεί με τον Γολιάθ.

Στην εποχή του θεωρήθηκε σύμβολο της δημοκρατίας της Φλωρεντίας, μιας ανεξάρτητης πόλης-κράτους που απειλούνταν από πιο ισχυρά αντίπαλα κράτη. Αυτή η ερμηνεία τονίστηκε και με την τοποθέτηση του ύψους 5,17 μέτρων αγάλματος έξω από το Παλάτσο Βέκιο, την έδρα της τοπικής κυβέρνησης της Φλωρεντίας. Τα αποκαλυπτήριά του έγιναν στις 8 Σεπτεμβρίου του 1504.

Το 1505, ο πάπας Ιούλιος Β' τον κάλεσε και πάλι στη Ρώμη και του ανέθεσε να σχεδιάσει και να κατασκευάσει έναν τάφο που θα δόξαζε το όνομά του μετά το θάνατό του. Τελικά, λόγω της σύγκρουσής του με τον πάπα και της αναχώρησής του από τη Ρώμη, ολοκληρώθηκε μόνο μία από τις 40 μορφές που προβλέπονταν αρχικά (ο Μωυσής), ενώ δύο ακόμα μορφές σκλάβων ή αιχμαλώτων (σήμερα στο Λούβρο) παρέμειναν ημιτελείς. Αργότερα, οι δύο άντρες συμφιλιώθηκαν και πάλι, και το 1508 ο Μιχαήλ Άγγελος ξαναγύρισε στη Ρώμη.

Ωστόσο, το έργο που του ανατέθηκε τότε από τον Πάπα δεν ήταν η ολοκλήρωση του τάφου του, αλλά η διακόσμηση της οροφής της Καπέλα Σιστίνα, στο Βατικανό. Το τεράστιο αυτό εγχείρημα τον απορρόφησε σχεδόν ολοκληρωτικά τα επόμενα 4 περίπου χρόνια. Από το χρωστήρα του βγήκαν έργα καταπληκτικά όπως «Ο Θεός δημιουργεί τον κόσμο», άλλες σκηνές από τη δημιουργία του κόσμου, δώδεκα τεράστιες προσωπογραφίες με Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, Σίβυλλες κι άλλες τοιχογραφίες, όλες με μορφές γιγαντιαίες, υπεράνθρωπες, με άφθαστη εκφραστικότητα, με καταπληκτικό μεγαλείο.

Από τη δουλειά αυτή, που απαιτούσε πνευματική, ψυχική και σωματική υπερένταση, ο Μιχαήλ Άγγελος βγήκε ως καλλιτέχνης θριαμβευτής, αλλά ως άνθρωπος σωματικά συντετριμμένος, με χαλασμένη την όραση. Οι νωπογραφίες του στην Καπέλα Σιστίνα αποτέλεσαν ανεξάντλητη πηγή θαυμασμού και έμπνευσης για τους μεταγενέστερους ζωγράφους. «Πριν δεις την Καπέλα Σιστίνα, δεν διανοείσαι τι είναι σε θέση να πετύχει ο άνθρωπος», έγραψε ο Γκαίτε.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις