Ο Έλληνας που θα πει ότι δεν έχει ζητήσει ρουσφέτι από πολιτικό θα είναι εξαίρεση. Βέβαια πρέπει να διαχωρίσουμε το ρουσφέτι από το αίτημα. Στο ρουσφέτι παίρνεις κάτι που κατά πάσα πιθανότητα δεν είχες το δικαίωμα ή την αξία, η την σειρά και δίνεις κάποιο αντίδωρο. Το αίτημα είναι κάτι εντελώς διαφορετικό αλλά εξαιρετικά επίφοβο να μετατραπεί σε ρουσφέτι χωρίς να το καταλάβεις.

Το ρουσφέτι στην Ελληνική κοινωνία (από την τουρκική γλώσσα rüşvet «δωροδοκία») αναφέρεται στην πρακτική της (συχνά αναξιοκρατικής) εύνοιας κάποιων ατόμων εις βάρος άλλων, ενίοτε με σκοπό την εξαγορά υπηρεσιών. Για παράδειγμα, η «πώληση» ψήφων σε πολιτικούς που αποσκοπούν να κατέβουν σε εκλογές με σκοπό την πρόσληψη στο δημόσιο (γνωστή και ως «κομματική πρόσληψη»).

Σχετική έννοια στην καθομιλουμένη είναι το μέσον, βύσμα, άκρη ή δόντι, η οποία αναφέρεται στο άτομο το οποίο έχει την δυνατότητα να κάνει την χάρη. Mέσον μπορεί να υπάρχει και χωρίς αντάλλαγμα (π.χ. την «πώληση» ψήφων), τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα ή συνειδητά. Το φακελάκι είναι ελαφρώς συγγενική έννοια που αναφέρεται στο ποσό που ανταλλάσσεται κατά τον χρηματισμό παρόχων υπηρεσιών, συνήθως γιατρών, με σκοπό την ευνοϊκή μεταχείριση. Υπήρξαν και υπάρχουν οι γιατροί - πολιτικοί που δεν αρκούνται μόνον στο αντίδωρο της ψήφου αλλά αναζητούν και το φακελάκι.

Το ρουσφέτι ως πρακτική η οποία παραβιάζει κανόνες ισότητας, ισονομίας, αξιοκρατίας και αμεροληψίας (εκφρασμένοι και από την Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα), θεωρείται καθαρά αντιδεοντολογική, πράξη διαφθοράς και συνήθως είναι παράνομη. Είναι συνεπακόλουθο πως το Ρουσφέτι ακολουθεί πρακτική δύο μέτρων και δύο σταθμών ή/και υποκρισίας. Ακόμα χειρότερα είναι τα πράγματα όταν ο ρουσφετολόγος αποκρύπτει στον «πελάτη» το πραγματικό του δικαίωμα και το παρουσιάζει σε αυτόν ως μέγα κατόρθωμα - ρουσφέτι. Τραγικό είναι όταν το ρουσφέτι σχετίζεται με την εκμετάλλευση του ανθρώπινου πόνου, της ασθένειας και της ανάγκης για επιβίωση. Συχνά το ρουσφέτι το επιζητά και το θέτει ως προϋπόθεση ο πολίτης και όχι ο πολιτικός.

Στην Ελλάδα η πρακτική είναι αντισυνταγματική σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 4 του συντάγματος που επιβάλουν ισονομία, αξιοκρατία και αμεροληψία: «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου.» και «Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις.». Πολλοί Έλληνες πιστεύουν - συνήθως με πικρία - πως η Ελλάδα λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό με γνώμονα το ρουσφέτι.

Ως πρακτική η οποία παραβιάζει κανόνες υγιούς λειτουργίας κάθε υπηρεσίας που επηρεάζεται - π.χ. με την πρόσληψη χαμηλότερης ποιότητας υπαλλήλων με σκοπό την εξαγορά ψήφων - είναι δεδομένο πως η οικονομία και γενικά παραγωγική ικανότητα μιας χώρας υποβαθμίζεται όταν μεσουρανεί το ρουσφέτι.

Στις ΗΠΑ υπάρχει το λεγόμενο Σύστημα κατά το οποίο, ανεπίσημα, το νεοεκλεγέν κόμμα έχει στην κατοχή του συγκεκριμένα «λάφυρα» τα οποία έχουν τη μορφή συγκεκριμένων θέσεων εργασίας που δίνονται σε άτομα προτιμήσεως του κόμματος.

Στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης το ρουσφέτι γνώρισε μεγάλη ακμή, όση και η παρακμή των αξιών και των αξίων. Σήμερα στην Ελλάδα το ρουσφέτι έχει πλέον πάρει διαστάσεις εξειδίκευσης. Πολιτικά γραφεία, φέρονται να εξειδικεύονται ακόμα και στις ευνοϊκές ρυθμίσεις δανείων και οφειλών προς το Ελληνικό Δημόσιο. Αυτά τα «καταδρομικά» ρουσφέτια περνούν κάτω από τα ραντάρ αντίληψης και ελέγχου και συνήθως έχουν μεγάλο αντίδωρο.

Τόση μάλιστα είναι η ακμή τους που γίνονται θέμα συζήτησης στην κοινωνία. Συχνά με υπερβολές και διαστρεβλώσεις όπως για παράδειγμα η περιγραφή ότι «πολιτικό γραφείο κυβερνητικού βουλευτή ρυθμίζει δάνειο αρκεί να καταθέσει ο δανειολήπτης ένα ποσό από 2.000€ έως 3.000€ σε Τραπεζικό Λογαριασμό Υπαλλήλου του πολιτικού γραφείου». Είναι τα ρουσφέτια που γνώρισαν ακμή όταν οι τράπεζες και τα Funds άρχισαν να βγάζουν στο «σφυρί» ακίνητα δανειοληπτών. Ρουσφέτια που αποκτούν πλέον και μυθική διάσταση όταν π.χ. η κοινωνία αντικρίζει ένα παρ’ ολίγον χρεωκοπημένο, να «ανασταίνεται». Κάτι ανάλογο με τις «αναστάσεις» στα Νοσοκομεία.

Το ρουσφέτι, ειδικά όταν και τα δύο μέρη είναι εκτεθειμένα σε κίνδυνο, όπως το προηγούμενο καταδρομικό, είναι μια υπόθεση που «δένει» πλέον τον πολιτικό με τον πολίτη γιατί και οι δύο έχουν ενεργήσει παράνομα και καταχρηστικά. Ο πολιτικός κυρίως ενεργητικά και ο πολίτης κυρίως παθητικά. Γι’ αυτό και συνήθως αυτά τα ρουσφέτια γίνονται αντιληπτά μόνον όταν δεν τελεσφορήσουν και καταγγελθούν…

Αυτοί που χειρίζονται τα ραντάρ ελέγχου, αν δεν είναι σε αυτή τη θέση από ρουσφέτι, τότε θα πρέπει να επιμορφωθούν γιατί πλέον οι ρουσφετολόγοι και οι ορντινάντσες τους βρίσκονται ανάμεσά μας.

Προσεχώς πολύ πιο ενδιαφέροντα…

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις