Δεν υπάρχει φορέας, από την Κυβέρνηση μέχρι την τελευταία Κοινότητα της χώρας, που να μην έχει στείλει, έστω και μια φορά «ορθή επανάληψη», λόγω κάποιας παράλειψης, σφάλματος, αβλεψίας, κ.λ.π. Μάλιστα υπάρχουν φορείς που πολύ τακτικά επαναλαμβάνουν το ορθόν χωρίς κάποια συνέπεια και χωρίς κανένα πρόβλημα...

Είναι μεγάλη ατυχία να μην ισχύει το ίδιο και στην ψήφο του Έλληνα πολίτη. Θα ήταν σημαντικό να έχει δηλαδή το δικαίωμα, αν διαπιστώσει ότι έσφαλε, ότι ξέχασε ή ότι αστόχησε, να μπορεί να κάνει «ορθή επανάληψη» της ετυμηγορίας του στην κάλπη.

Προς το παρόν, τον ρόλο της διόρθωσης έχουν αναλάβει οι εταιρείες δημοσκοπήσεων που φροντίζουν να δείχνουν πόσες και ποιες μεταβολές υπάρχουν στο εκλογικό σώμα, ποιες είναι οι τάσεις και πόσες οι αλλαγές. Μάλιστα φροντίζουν να διαμορφώνονται τα αποτελέσματα μετά από γεγονότα, είτε έκτακτα, είτε φυσικά, είτε πολιτικά. Είναι δε τόσο σίγουρες για το αποτύπωμα που αναδεικνύουν ώστε με μεγάλη άνεση να προδικάζουν αποτελέσματα και εξελίξεις. Κι επειδή όπως είπαμε δεν ισχύει η «ορθή επανάληψη στην ψήφο μας, αναλαμβάνουν σε κάποια στιγμή να μας πουν και πόσοι (αλλά όχι ποιοι) είναι οι μετανιωμένοι, οι ευχαριστημένοι, οι δυσαρεστημένοι, οι δικαιωμένοι, κ.λ.π.

Η λαϊκή σοφία διδάσκει ότι αν ένας λαός είναι ικανοποιημένος δεν μιλάει καθόλου. Αν είναι δυσαρεστημένος μιλάει λίγο. Για να επαναστατήσει πρέπει κάποιοι να ορμήσουν μπροστά. Για να επιβραβεύσουν πρέπει τόσο η τσέπη όσο και τα όνειρα να είναι γεμάτα.

Οι εταιρείες δημοσκοπήσεων λοιπόν δεν έχουν την δυνατότητα να αντιμετωπίσουν τον πολίτη ως σύνολο λαού και να δώσουν ένα ασφαλές αποτέλεσμα δίκην εκλογικού, γι αυτό το ονομάζουν και είναι δημοσκοπικό. Παρεμβαίνουν τακτικά μεν αλλά αποσπασματικά ρωτώντας για συγκεκριμένα θέματα που απασχολούν τάξεις, κλάδους, ηλικίες, φύλα, επαγγελματικές ομάδες, συντεχνίες, κ.λ.π. Σπάνια τα ερωτήματα είναι «εθνικά» με την έννοια τη ολικής κάλυψης αλλά και του καθολικού ενδιαφέροντος των πολιτών. Έτσι οι εταιρείες συχνά προτάσσουν τα πρόσωπα, π.χ. πρωθυπουργός, αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, κ.λ.π. για να προσδώσουν καθολικότητα το ερώτημά τους. Όμως σφάλουν διότι ποιος δεν γνωρίζει για παράδειγμα ότι ο ψηφοφόρος του ΚΚΕ ή της ΝΔ θα ψηφίσει το κόμμα ακόμα και αν διαφωνεί με τον επικεφαλής. Ακόμα και αν ερωτηθεί μόνον για το πρόσωπο αποκομμένο από το κόμμα δεν θα αποκαλύψει ότι δεν το αποδέχεται εφόσον το πρόσωπο βρίσκεται ήδη στην εξουσία ή προελαύνει. Όταν απέρχεται δεν έχει νόημα και άλλωστε δεν αποτελεί και ερώτημα δημοσκόπησης.

Συνεπώς μόνον η «ορθή επανάληψη» της αυθεντικής ψήφου θα έδινε πιο αληθινή διάσταση της κατάστασης που επικρατεί. Αυτό προσπαθούν να το προσεγγίσουν οι εταιρείες με το ερώτημα «αν ψήφιζες σήμερα τι θα ψήφιζες». Όταν όμως ο πολίτης βλέπει να ακολουθεί και το ερώτημα «τι είχες ψηφίσει» αποφεύγει να φανερώσει την αληθινή ψήφο του μόνο και μόνο για να μην αποτελέσει εργαλείο όχι μόνο δημοσκόπησης αλλά και δημαγωγίας.

Ένα δημοψήφισμα, ακόμα και αν είναι καθαρό και αβίαστο, δεν μπορεί να αποτελέσει πρόκριμα για την αποδοχή ή όχι μιας κυβέρνησης όταν μάλιστα αφορά έναν μόνον ζήτημα, όσο σημαντικό και αν είναι αυτό.

Φανταστείτε ένα δημοψήφισμα για την υποχρεωτικότητα ή μη του εμβολίου. Θα γινόταν μοχλός πίεσης ή και ανατροπής της Κυβέρνησης αφού το αποτέλεσμά του δεν θα ήταν – γι αυτόν τον λόγο – αντιπροσωπευτικό. Θα ψήφιζαν δηλαδή κάποιοι πέρα από τα πιστεύω τους όταν θα ήξεραν ότι το δημοψήφισμα θα παρήγαγε πολιτικά αποτελέσματα. Έτσι θα βλέπαμε το 70% των Ελλήνων να είναι εμβολιασμένοι και στο δημοψήφισμα το 70% να είναι κατά του εμβολίου. Πέρα από κάποια ευρήματα με ενδιαφέρον, συνολικά ένα δημοψήφισμα δεν είναι «ορθή επανάληψη» της Κυριακάτικης ψήφου.

Καταλήγουμε λοιπόν ότι μόνον η «ορθή επανάληψη» είναι η ασφαλέστερη μέθοδος διόρθωσης της λαϊκής ετυμηγορίας, γι αυτό ίσως και δεν μπορεί να θεσμοθετηθεί. Άλλωστε θα δεχόταν μεγάλη πολεμική ότι δήθεν καταργεί την Δημοκρατία, υπονομεύει την αυθόρμητη έκφραση γνώμης στις εκλογές, γίνεται τροχοπέδη της ελευθερίας, κ.λ.π.

Γι αυτό ο πολίτης αφού δεν μπορεί να διορθώσει στο ορθόν πρέπει τουλάχιστον να είναι προσεκτικός στην επόμενη ευκαιρία που θα του δοθεί να διαμορφώσει τα πολιτικά πράγματα. Αν άκουγε λιγότερο πολιτικούς και ΜΜΕ και μιλούσε περισσότερο πολιτικά ο ίδιος θα ήταν πιο εύστοχος στις επιλογές του. Αν σταματούσε να δέχεται ως θέσφατα τις δημοσκοπήσεις και ασκούσε καθημερινά την δική του μέτρηση μέσα στους χώρους δουλειάς, έκφρασης και οργάνωσης της κοινωνίας, αν μπορούσε να κάνει την αναγωγή κάθε κακού και κάθε καλού στην πολιτική πρακτική και σκοπιμότητα, αν δεν άφηνε τις ιδέες του να τις «πνίξουν» οι ιδεολογίες - καπέλα, τότε ίσως και να μην χρειαζόταν ποτέ να κάνει «ορθή επανάληψη» στην ψήφο του.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις