Βαδίζει, κοιτώντας πότε μπροστά και πότε δίπλα του…

Βλέπει απομεινάρια από παρτέρια πρασίνου αναξιοποίητα εδώ και 50 χρόνια…

Μέσα στο φως του μεσημεριού αναζητά αναστηλωμένα νεοκλασικά, για να θαυμάσει. Μόλις ένα δύο στα τόσα… Μάταια ήλπιζε.

Ζέστη. Θόρυβος. Κίνηση άπειρων αυτοκινήτων. 50 χρόνια ούτε πεζόδρομοι, ούτε πράσινο… Αναζητά τους ψύκτες για μια γουλιά κρύο νερό. Μάταια…

Κάνει να πάει προς το «Αρρένων», εκεί όπου σπούδασε. Φτάνει. Η φθορά και η απουσία είναι ολοφάνερες. Κοιτά απέναντι… όπως παλιά. Τίποτα δεν άλλαξε 50 χρόνια…

Γυρίζει πίσω και αναπολεί τα ζαχαροπλαστεία της εποχής. Θέλει να συναντήσει φίλους αλλά πρέπει να ψάξει σε υαλοπίνακες και περίεργες ημερήσιες καβάντζες… Δεν του αρέσει.

Θυμάται την πλατεία πόσο ήρεμα κυλούσε τις ώρες της μέρας και της νύκτας χωρίς ακατανόητα κάγκελα, δένδρα και επίπεδα… Κάθε πέρσι και καλύτερα σκέπτεται.

Κάνει να πάει προς η Λαϊκή αλλά δυσκολεύεται. Θυμάται και τότε, τόσα χρόνια πίσω, δεν υπήρχαν πεζοδρόμια και φροντίδα για τον πεζό. Τίποτα δεν άλλαξε κι ας πέρασαν τόσοι…

Μια σκέψη αίφνης τον σπρώχνει να αναζητήσει εκείνο το πορτοκαλί τριαντάφυλλο τον Μάη στο παρτέρι. Μάταια. Ούτε αυτό υπάρχει…

Κινάει να πάει μια βόλτα στους ανδριάντες της πόλης… Έναν - έναν τους θυμάται και τους αναγνωρίζει. Γερασμένοι αλλά όρθιοι να κοιτούν ανάμεσα από τους αδιάφορους περαστικούς… Μαρμαρωμένοι αλλά και απαρατήρητοι από το σύνολο των «ζωντανών» απογόνων που πάνε κι έρχονται χωρίς νόημα στη σύγχρονη θυσία τους.

Αναγκάζεται να πάρει τον δρόμο για το Ξενία. Για λίγο αέρα και αγνάντιο… Φθάνει. Όπως πήγε έφυγε. Ένα στάσιμο εργοτάξιο. Αναξιοποίητο ακίνητο εδώ και δεκαετίες…

Επιστρέφοντας βρίσκεται ανάμεσα σε δύο δημότες που κοιτάζοντας έναν «πλούσιο» κάδο απορριμμάτων τα έχουν βάλει με τον δήμαρχο… Αυτός ξέρει ότι δεν φταίει και γι αυτό ο δήμαρχος…

Συνεχίζει και καταλήγει σε ένα περίπτερο. Αναζητά μια τοπική εφημερίδα. Την κοιτά και μοιάζει απορημένος… Κοιτά τριγύρω και βλέπει ουρά ανθρώπων. Σπεύδει να δει και αυτός το αξιοθέατο αλλά διαπιστώνει ότι είναι… Τράπεζα…

Κάνει αρκετά βήματα πίσω και αναζητά διέξοδο. Λίγιο πιο πάνω Βλέπει δύο καθηγήτριες του, ναι αυτές πρέπει να είναι, να τα λένε πίνοντας καφέ στη στοά. Τις κοιτά με λαχτάρα αλλά δεν είναι αναγνωρίσιμος.

Αυτός άλλαξε στα χρόνια που πέρασαν. Κι όταν εσύ αλλάζεις αλλά όλα τα άλλα μένουν ίδιοι θα είσαι «ξένος» ακόμα και στο ίδιο σου το σπίτι. Καλημερίζει απλά και προσπερνά συγκινημένος για να έρθει αντιμέτωπος με την μακάβρια αυτή αλλά και τόσο μοναδική κολώνα της ΔΕΗ στη γωνία…

Προσπαθεί να διαβάσει το πρόγραμμα… αλλά θολώνουν τα μάτια του… Κοιτά πρώτα την ηλικία: Ετών 189… Βλέπει καλά… Κοιτά το όνομα: Σπάρτη… Κοιτά τους συγγενείς: Τα ονόματα όλων των ζώντων δημάρχων που πέρασαν, οι συγγενείς και φίλοι καλούν… Δεν το πιστεύει. Τρίβει τα μάτια του για να δει καθαρά…

Τελικά είναι η γιαγιά η Σπάρτη ετών 89 που έχει συγγενείς έναν Δημοσθένη, έναν Σταύρο, ένα Βαγγέλη κι ένα Πέτρο που προσκαλούν για συμπροσευχή… Χαρμολύπη.

Προς στιγμή νόμισε ότι «πέθανε» η πόλη του και σφίχτηκε η καρδιά του. Ένας κόμπος στο λαιμό του δεν άφηνε να βγει η φωνή του…

Ευτυχώς τον ξύπνησε το άρωμα βασιλικού που κατάβρεχε μόλις ο νεαρός του ανθοπωλείου.

Κοιτά ψηλά, βλέπει την κορυφή του Ταϋγέτου με δυό πινελιές ετοιμοθάνατο χιόνι και παίρνει βαθιά ανάσα.

Προχωρά στην ανηφόρα, όπως τότε…

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις