Το βιβλίο της Ελένης Πριοβόλου «Όπως ήθελα να ζήσω» (Εκδόσεις Καστανιώτης, 2009) παρουσιάστηκε στο φιλαναγνωστικό κοινό στην Κουμαντάρειο Πινακοθήκη Σπάρτης. Το βιβλίο παρουσίασε η φιλόλογος Αναστασία Γιαννίκου συστήνοντάς το στο κοινό. Αξίζει να σημειωθεί ότι το βιβλίο κέρδισε το Βραβείο Αναγνωστών του ΕΚΕΒΙ για το 2010.

Στη συνάντηση στην Πινακοθήκη η συγγραφέας διάβασε αποσπάσματα του βιβλίου της, τα οποία συνοδεύονταν με ανάλογα τραγούδια που τραγούδησε και συνόδευσε με την κιθάρα της η Αγγελική Βουλουμάνου. Ο επίλογος της Ελένης Πριοβόλου κατέκτησε το κοινό με την ειλικρίνεια και την παρρησία που παρουσίασε τον εαυτό της, τις θέσεις της για το μυθιστόρημα και τις ανάγκες του αναγνώστη σε εποχή κρίσης.

Την παρουσίαση του βιβλίου που ακολουθεί υπογράφει η φιλόλογος Αναστασία Γιαννίκου:

«Το μυθιστόρημα αυτό είναι πάντα επίκαιρο όσο υπάρχουν άνθρωποι που αναζητούν ένα δίκαιο και ανθρώπινο πολιτικό σύστημα. Διαβάζεται από την αρχή μέχρι το τέλος με πολύ ενδιαφέρον. Σε ενημερώνει για τα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα του β΄ μισού του 19ου αιώνα με τις ίντριγκες, τις μηχανορραφίες, τις δολοπλοκίες της άρχουσας τάξης και της βασιλικής οικογένειας, ενώ παράλληλα σε μυεί στα κοινωνικά ρεύματα, που δημιουργήθηκαν μέσα στο κέντρο της Αθήνας και σου δίνει την αίσθηση και την ελπίδα ότι κάτι καλό θα προκύψει από την «Ρόδων Πολιτεία», που στην κυριολεξία είναι ο κήπος του Βοτανικού και μεταφορικά η ιδανική Κοινωνία – Πολιτεία.

Αυτή την Πολιτεία θα ιδρύσει ο Ρωμαίος Αγγουλές, ο κεντρικός ήρωας του έργου, ο οποίος ήταν γιος ενός ιδιοκτήτη μεγάλου εμπορικού οίκου της Αθήνας, που δεν ακολούθησε το δρόμο που χάραξε ο πατέρας του γι’ αυτόν, εξ ου και ο τίτλος «Όπως θα ήθελα να ζήσω» αλλά πολυταξιδεμένος και με γνώσεις που του έδωσε η παραμονή του και η φοίτησή του σε πανεπιστήμια της Ευρώπης και μάλιστα της Γαλλίας, γύρισε στην Αθήνα, δημιούργησε μια κοινωνική ομάδα, η οποία ξεκινώντας από δυο μέλη, αυτόν και την εξώγαμη κόρη του, Ροζίτα, απέκτησε νέα μέλη, ανθρώπους που ο ίδιος επέλεξε από ευπαθείς κοινωνικές ομάδες της Αθήνας. Όλοι αυτοί θα βρουν καταφύγιο στο «μικρό παλάτι», όπως αποκαλούσε το σπίτι του μέσα στο βοτανικό κήπο της Αθήνας σε αντίθεση με το μεγάλο παλάτι του Γεωργίου και της Όλγας. Εξ άλλου ο ίδιος εκτός από την καλλιέργεια του βοτανικού κήπου, τον οποίο μαζί με τον γαμπρό του Σωτήρη εμπλούτισε με νέες ποικιλίες ρόδων, στα οποία έδινε ονομασίες των γυναικών που μπήκαν στη ζωή του: «ρόδα Ριζίτα», «ρόδα Κοκό», «ρόδα της Στέπας», «Σκοτεινή κυρία» κ.λ.π. θα ασχοληθεί και με τη ζωγραφική, η οποία στην αρχή είχε αντιμοναρχικό περιεχόμενο και έγινε αιτία πολλών περιπετειών του. Η Ρόδων Πολιτεία στη συνέχεια θα γίνει το στέκι όλων των προοδευτικών και αντιμοναρχικών πνευματικών ανθρώπων της Αθήνας.

Βέβαια προς το τέλος του έργου και εκεί που ο αναγνώστης έχει γίνει μέλος αυτής της ιδανικής κοινωνίας και ζει την ευτυχία των μελών της με όλα τα ανθρώπινα πάθη και τα απρόοπτα γεγονότα της ζωής γίνεται η ανατροπή. Σ’ αυτή την ανατροπή πρωταγωνιστής είναι μια γυναίκα, «η Σκοτεινή Κυρία», όσο κι’ αν αυτό δεν είναι κολακευτικό για μας τις γυναίκες. Όμως σκέφτομαι μήπως αυτό επιβεβαιώνει την ερώτηση που έκανε ο Θεόφιλος, αυτοκράτορας του Βυζαντίου, για να δοκιμάσει τη νοημοσύνη της Κασσιανής, «εκ γυναικός ερρύη τα φαύλα; ». Στο σημείο αυτό θα δούμε να δρουν φυγόκεντρες δυνάμεις, που θα φέρουν τη διάλυση αυτής της ιδανικής Πολιτείας, την απομάκρυνση του πρωταγωνιστή από τα αρχικά ιδεώδη και την απόφασή του να γυρίσει στη χώρα απ’ όπου εμπνεύστηκε αυτά τα ιδεώδη.

Στο σημείο αυτό ο αναγνώστης δεν αισθάνεται και τόσο ευχάριστα και χάνει την ελπίδα για μια καλύτερη κοινωνία. Όμως σκέφτομαι μήπως αυτό δεν γίνεται και στην ιστορική πορεία της ανθρωπότητας; Εκεί που κάνει δυο βήματα μπροστά κάτι συμβαίνει και γυρίζει τρία βήματα πίσω. Η συγγραφέας βέβαια αφήνει στο σημείο αυτό μια χαραμάδα αισιοδοξίας με το «Γαλάζιο Ρόδο». Να τα λόγια της σε συνέντευξη που έδωσε: «Εγώ έδωσα τη σκυτάλη στο νέο αίμα, για να συνεχίσει την αναζήτηση του «Γαλάζιου Ρόδου» αρκεί αυτή η νέα γενιά να αφεθεί στην προσπάθεια για την ίδρυση της όλβιας Πολιτείας του μέλλοντος για το καλό της ανθρωπότητας. Όμως στο τέλος σίγουρα μένει μια πικρή γεύση και η εντύπωση ότι τα όνειρα προς στιγμήν μόνο είναι αληθινά. Εδώ θα επικαλεστώ πάλι τα λόγια της ίδιας της συγγραφέως: «αν κάποιος στις μέρες μας έπαιρνε δέκα στρέμματα και ανέπτυσσε ένα ροδώνα, πρώτ’ απ’ όλα για τη χαρά των ματιών του, θα τον θεωρούσαν τρελό. Τότε ο ρομαντισμός ήταν η κυρίαρχη ιδεολογία, που επέτρεπε εξτρεμισμούς. Σήμερα δίνεται έμφαση στη χρηστική αξία των πραγμάτων. Κάποιος ρομαντικός, αν σήμερα επιχειρούσε να φυτέψει ένα ροδώνα, θα τον καλλιεργούσε για την ωφελιμιστική του αξία. Αλλά και σε συμβολικό επίπεδο «ο ροδώνας, Ιδανική Πολιτεία» είναι δύσκολη υπόθεση. Απαιτεί μεγάλο αγώνα: Χρειάζεται παιδεία και παίδευση μια διαρκής πάλη με τον έτερον εαυτόν μας, τον ταπεινό και εφήμερο, έναν αγώνα που στοχεύει στην ολοκλήρωσή μας.

Στο έργο θα παρακολουθήσουμε τη δράση του δικαστικού και βουλευτή Ρόκκου Χοϊδά: να συναντιέται με τους απολυμένους του δημοσίου στην πλατεία Κλαυθμώνος, την αρνητική κριτική του Ρόκκου για την τακτική του βασιλιά να δίνει τη διακυβέρνηση της χώρας σε μειοψηφίες, την προεκλογική δράση και νίκη του Ρόκκου στις εκλογές του 1883, την προσπάθεια να δημιουργήσει τον Σοσιαλιστικό Όμιλο, την παραίτησή του από το βουλευτικό αξίωμα, το επεισόδιο με τον υπαστυνόμο Κοκκινόπουλο, τη σύλληψή του και τον θάνατό του.

Το μυθιστόρημα αξίζει να το διαβάσετε. Θα σας γοητεύσει η περιγραφή του βοτανικού, θα δείτε με άλλο μάτι το κέντρο της Αθήνας. Η ομορφιά, η φρεσκάδα και η δροσιά των ρόδων μέσα στον κήπο σε συνεπαίρνει, σε ξεκουράζει, σε ζωογονεί, πολύ περισσότερο όταν συγκρίνεις με τη σημερινή κατάσταση της Αθήνας, κατάσταση που κάποιες φορές σε απωθεί παρά σε προελκύει. Κι’, αν είσαι και λίγο ρομαντικός σε κάνει να βλέπεις με άλλο μάτι το ιστορικό κέντρο φέρνοντας στη φαντασία σου πώς αυτό το κέντρο ήταν το β΄ μισό του 19ου αιώνα. Τότε θα δεις τους δρόμους γύρω από τον Κεραμεικό γεμάτους άκακα προβατάκια και τους γαλατάδες να μοιράζουν στις αρχόντισσες το φρέσκο γάλα.

Διαβάζοντας το έργο, θα ζήσεις και συ για λίγο σε μια ιδανική μικρή κοινωνία, μια και η συγγραφέας πετυχαίνει η ανάπλαση αυτής της κοινωνίας να γίνεται πιο ζωντανή από την πραγματικότητα κάτι που αποδεικνύει την δυνατότητα της λογοτεχνίας να υπερβαίνει την αυτοψία. Θα διακρίνεις την συνεργασία των μελών της, την αλληλεγγύη την αίσθηση ότι ανήκουν στην ομάδα, στο εμείς και όχι στο εγώ, την ανιδιοτέλεια, την αναγνώριση της προσφοράς και της αξίας κάθε μέλους, εκεί θα δεις κάθε μέλος να καταγίνεται με αυτό που του αρέσει και έχει κλίσεις με αποτέλεσμα να αισθάνεται τη χαρά της δημιουργίας, κάτι που στην εποχή μας μόνο σε εξαιρέσεις παρατηρείται, μια εποχή που ο εργαζόμενος πολύ σπάνια έρχεται σε επαφή με το προϊόν της εργασίας του. Θα ταυτιστείς με την ιδεολογία των μελών της για μια κοινωνία ισονομίας, δικαιοσύνης, κατάργησης της φαυλότητας, των πελατειακών σχέσεων και του γρήγορου πλουτισμού, μια κοινωνία καταδίκης των κεφαλαιούχων – τραπεζιτών, που δρουν ανεξέλεγκτα εκμεταλλευόμενοι τον κοσμάκη.

Στο μυθιστόρημα αυτό βλέπουμε κρυμμένα σημεία των καιρών μας: διαδηλώσεις, επεισόδια, πολιτικές αντιπαραθέσεις, συλλήψεις, λογοκρισίες έργων τέχνης, θα δούμε ύπουλα κτυπήματα, ενδεικτικά αναφέρω το «τις πταίει» και το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του Χαρ. Τρικούπη.

Το έργο συναρπάζει και αυτούς που έζησαν, όπως ήθελαν να ζήσουν, χωρίς να αφήνει ασυγκίνητους και αυτούς που συμβιβάστηκαν.

Τέλος εκείνο που μας μαγεύει ιδιαίτερα είναι ότι η συγγραφέας μέσα από συνεχείς και λεπτούς συμβολισμούς που στοχεύουν να ταυτίσουν την ουτοπία με τον κεντρικό ήρωα, τον μοναδικό Ρωμαίο Αγγουλέ, μας προβάλλει το πάντα επίκαιρο αίτημα όλων των εποχών και της δικής μας για μια κοινωνία Φιλίας, Δημιουργίας, Ανθρώπινης Επικοινωνίας και μια Πολιτεία Ισότητας, Ισονομίας, Κοινωνικής Δικαιοσύνης, Κατάργησης Δουλείας, Καθολικής Αγάπης».