ΚΥΘΗΡΑ. Διαβάζουμε: «Λίγοι γνωρίζουν ότι ένα από τα πλέον αποτρόπαια εγκλήματα που έγιναν ποτέ στην Ελλάδα συνέβη το μακρινό 1909 στο νησί των Κυθήρων! Αποτελεί μια αιματηρή ιστορία που είναι αδύνατον να ξεχαστεί από τους ντόπιους του νησιού.

Ο δράστης είναι ο Καστελάνης, ένας νεαρός τσαγκάρης και λυράρης, που οδηγήθηκε σε αυτήν την αποτρόπαια πράξη μετά από μια συνεχιζόμενη αδικία εναντίον του. Προδομένος από όλα και από όλους κι έχοντας χάσει ό,τι ήταν πολύτιμο στη ζωή του, παίρνει μια μοιραία απόφαση που έχει στιγματίσει τα Κύθηρα εδώ και 111 χρόνια.

Στο μυθιστόρημα «Δεκαεπτά κλωστές», ο συγγραφέας Πάνος Δημάκης παίρνει την τολμηρή απόφαση να μην περιοριστεί σε μια στεγνή αφήγηση που αφηγείται τις αστυνομικές έρευνες. Για τον Δημάκη, τα κοινωνικά και ψυχολογικά εναύσματα που οδήγησαν τον Καστελάνη σ’ αυτή του την πράξη είναι πιο σημαντικά από την απλή εξακρίβωση στοιχείων και συγκέντρωση μαρτυριών. Άλλωστε αυτό που έχει σημασία είναι, τι μπορεί να οδήγησε τον δράστη σε μια τόσο ακραία πράξη;».

Με αυτά τα λόγια το notospress.gr σύστησε στους αναγνώστες του τον Πάνο Δημάκη, φιλόλογο-μεταφραστή με καταγωγή από την Αρκαδία. Το πρώτο του μυθιστόρημα, «Δεκαεπτά κλωστές», βρίσκεται ήδη στη δεύτερη έκδοση!

Και όχι μόνο. Η γνωστή και επιτυχημένη σεναριογράφος Μιρέλλα Παπαοικονόμου το προετοιμάζει για σενάριο. Οι «Δεκαεπτά κλωστές» προορίζονται και για τηλεοπτική ή και κινηματογραφική... πλοκή!

Αναφέρει ο συγγραφέας για τον ήρωά του: «...Ο Καστελάνης είναι τσαγκάρης που χρησιμοποιεί νήματα στην εργασία του, αλλά και λυράρης που με τις χορδές ξυπνάει τα αισθήματα στους ανθρώπους. Επίσης, οι κλωστές είναι τα νήματα της μοίρας, που τόσο προσπαθεί να αντιπαλέψει ο ήρωας του βιβλίου. Οι κλωστές και οι γέφυρες είναι δύο από τα μεγαλύτερα σύμβολα στο βιβλίο».

Ο Πάνος Δημάκης έχει ήδη εκδώσει δύο βιβλία γλωσσολογικού ενδιαφέροντος. Μάλιστα, «Το Βερβενιώτικο Ιδίωμα» είναι μια προσπάθεια συγκέντρωσης, ετυμολογικής εξήγησης και κυρίως διάσωσης των λέξεων σε χρήση στα Βέρβενα Αρκαδίας, ένα χωριό κρυμμένο στα 1160μ υψόμετρο, στον Πάρνωνα.

Τώρα συνθέτει το δεύτερο μυθιστόρημά του. Εκεί πραγματεύεται μια ιστορία σε μια κωμόπολη της Ελλάδας πριν αρκετά χρόνια και μιλάει για το μίσος, τη φιλαρχία και τη δημαγωγία.

Και λίγο από το ανάγλυφο της γραφής του Δημάκη, όπως το παρουσίασε στην εφημερίδα Καθημερινή. Τίτλος: «Κυριακές του ήλιου».

«Οι Κυριακές είναι του ήλιου. Αν για τους αρχαίους ο θεός Ήλιος ήταν ένας δεύτερος Απόλλωνας, εγώ πάλι τον είχα πάντα στο μυαλό μου σαν έναν χρυσογένη γέροντα που ανοίγει τα σύννεφα και αφήνει νωχελικά να πέσουν οι ακτίνες του πάνω στη Γη. Βαριέται ενίοτε, αλλά είναι ευσυνείδητος και προσπαθεί χρόνια τώρα να κάνει όσο πιο καλά μπορεί τη δουλειά του. Πολλές από τις ακτίνες πέφτουν στην Ελλάδα, αλλά τις Κυριακές μού φαίνεται ότι πέφτουν ακόμα περισσότερες. Δεν είναι τυχαίο που στα αγγλικά και σε γερμανικές γλώσσες “Κυριακή” σημαίνει “η μέρα του ήλιου”.

Δεν είναι ότι ο ήλιος λάμπει πιο δυνατά τότε. Μάλλον εμείς έχουμε πιο πολύ χρόνο και καθαρό νου να το αντιληφθούμε. Η θέρμη του έχει αυτήν τη διττή ιδιότητα: από τη μία σκάμε και ιδρώνουμε και ανυπομονούμε να βρεθούμε στην αγκαλιά του ίσκιου και του κλιματιστικού, και από την άλλη την αναζητάμε, παραδινόμενοι ψυχή τε και σώματι στο καυτό χάδι του, λιαζόμαστε σαν τις σαύρες που παίρνουν ενέργεια, ανοίγουμε τους πόρους του δέρματός μας και τον καλούμε να μπει και να κάνει κατοχή. Και στις δύο περιπτώσεις ο ήλιος μάς κάνει να νιώθουμε πιο ζωντανοί.

Τις τελευταίες δύο Κυριακές με ζέστανε σε δύο μέρη της Ελλάδας, μακριά το ένα από το άλλο, με ένα άγγιγμα τόσο διαφορετικό, μα και τόσο ίδιο. Αυτός ο κίτρινος δίσκος -με τον παππού θεό μέσα του- εξαπολύει τα κύματα θερμότητας σαν χρυσά δόρατα πάνω σε κάθε μεριά της χώρας.

Πρώτα ήταν η Τήνος. Ο ήλιος χτυπούσε τους ασπρισμένους τοίχους, έγλειφε τα μαρμάρινα υπέρθυρα, στράβωνε τις γάτες και τις έκανε ακόμα πιο τεμπέλες. Η θάλασσα στραφτάλιζε σαν να την έχεις ραντίσει με σπασμένο γυαλί, και τα περιστέρια άγγιζαν τις μύτες έξω από τα σπίτια τους. Το φως προσπαθούσε να γλιστρήσει μέσα στις σκιερές καμάρες, αλλά δεν τα κατάφερνε πάντα, κι έτσι προτιμούσε να πέσει πιο δυνατό πάνω στις εκκλησίες. Και οι ορθόδοξες και οι καθολικές το δέχονταν εξίσου εγκάρδια. “Στην Παναγία πήγατε; ήταν η μόνιμη επωδός όλων. “Θα πάμε! Θα πάμε τη Δευτέρα, μην πέσουμε στη λαοθάλασσα!” Λίγο πριν βραδιάσει, είδα τον ήλιο να πεθαίνει κατακόκκινος στο Εξώμπουργο, τη μεσαιωνική πρωτεύουσα του νησιού, στην καρδιά αυτής της πλεούμενης γης.

Μία Κυριακή μετά, ήρθα στο χωριό μου στον Πάρνωνα, τα Βέρβενα. Ο ήλιος ξύπνησε στα 1.160 μ. υψόμετρο. Χρειάστηκε να σκαρφαλώσει πολύ για να φτάσει εκεί πάνω, αλλά όταν εμφανίστηκε δεν έδειξε καθόλου το αγκομαχητό του και φώτισε τις κερασιές και τις καρυδιές, για να πρασινίσουν από περηφάνια. Οι πέτρες άρχισαν να ζεσταίνονται πάλι. Το βράδυ τις είχε ζεστάνει η τσίκνα από τις ταβέρνες. Το νερό από την παλιά βρύση, κάθε χρόνο και πιο λιγοστό, κυλούσε λαμπερό και φιδογυριστό μέσα από τους κήπους. Οι κόκκινες γλάστρες, με φόντο τις γκριζωπές πέτρες των τοίχων, παρακαλούσαν τις γιαγιάδες να μην τις ποτίσουν μέσα στην ντάλα του μεσημεριού: “Το απόγευμα! Μη μας κάψει ο ήλιος, ντε!”. Και το μισό χωριό μαζεύτηκε το σούρουπο να δει το μοβ ηλιοβασίλεμα. Όπως κάνει κάθε βράδυ… Οι Κυριακές είναι του ήλιου, κι ο ήλιος είναι του ανθρώπου».

Ειδήσεις σήμερα:

Χριστίνα Ρούτση! Ποια είναι η Πατρινή εκπρόσωπος Τύπου στο γερμανικό υπουργείο Άμυνας;

Αυτά είναι τα ωραιότερα κτίρια του Ερνέστου Τσίλλερ στην Πελοπόννησο!

Τροχαίο ατύχημα στην ΕΟ των Μολάων

Απίστευτο! Χωρίς πεζοδρόμια η νέα γέφυρα του Ευρώτα στη Σπάρτη!