Γράφει για τη Λέσχη Ανάγνωσης Σπάρτης η Ιωάννα Σταθοπούλου, Φιλόλογος

Στα πλαίσια της απόφασης της Λέσχης Ανάγνωσης Σπάρτης να γνωρίσουμε όσο το δυνατόν περισσότερους Νεοέλληνες συγγραφείς, διαβάσαμε το βιβλίο του Ηπειρώτη λογοτέχνη Χρήστου Μηλιώνη «Τα Πικρά Γλυκά».

Ήταν η πρώτη φορά που ήρθα σε επαφή με το έργο του και ομολογώ ότι στην πρώτη ανάγνωση είχα την εντύπωση ότι διαβάζω ένα επίπεδο αυτοβιογραφικό βιβλίο, χωρίς εντάσεις. Στη συνέχεια πρόσεξα τον τίτλο˙ ιστορίες έλεγε ο συγγραφέας και τότε το διάβασα δεύτερη φορά, με άλλη διάθεση και ματιά.

Εκείνο που χαρακτηρίζει αυτές τις αφηγήσεις και γίνεται αντιληπτό από την αρχή, είναι η λιτότητα, η δωρικότητα της αφήγησης, μια συνειδητή προσπάθεια να πλησιάσει το ύφος του λαϊκού λόγου, να αποφύγει κάθε εκζήτηση. Παρόλα αυτά, οι περιγραφές του έχουν, συνάμα, παραστατικότητα και η ματιά του αγκαλιάζει το χώρο και τα πράγματα με εικαστική διάθεση.

Οι αναφορές του στο παρελθόν – φυσικό αφού αυτές οι αφηγήσεις αποτελούν ένα αυτογραφικό “εν πολλοίς” κείμενο – συνδέονται με το παρόν του συγγραφέα και η νοσταλγική διάθεση, η γλυκόπικρη γεύση της χαμένης νιότης, της χαμένης αθωότητας, της «άλλης ζωής», που ακόμα την αναζητά γυρίζοντας στο χωριό του και ψάχνοντας σημάδια της στη γύρω φύση, κατακλύζουν την αφήγηση του.

Σε πολλά αφηγήματα μπορεί ο προσεκτικός αναγνώστης να ανακαλύψει ένα δεύτερο επίπεδο, που η διεισδυτική ματιά του συγγραφέα αναδεικνύεται με περισσή ευαισθησία.

Θυμάται με στοργή τον Τούρκο μαθητή του που κρύωνε και φοβόταν.
Θυμάται με συγκίνηση το κορίτσι – σύντροφο των παιδικών παιχνιδιών, που έγινε έφηβη σε μία στιγμή.
Θυμάται με αγάπη την έρημη μάνα που περίμενε τον άντρα και τον γιο της από την Αμερική και φύλαγε τον χαρταετό του, πολύτιμο ενθύμιό του. Με ευγνωμοσύνη σημειώνει ότι αυτή η γυναίκα έσωσε τους χωριανούς μετά το κάψιμο του χωριού στο εμφύλιο και σαν φόρο τιμής σε εκείνη και τον ξενιτεμένο γιο ελευθερώνει το χαρταετό, για να τους συναντήσει κάπου στον ουρανό.
Θυμάται ακόμα τους συντρόφους από το στρατό, γραφικούς τύπους των Ιωαννίνων, μαθητικές στιγμές, αλλά ομολογεί ότι όλο και λιγότεροι άνθρωποι, που τον συντρόφεψαν κάποτε, έρχονται στο προσκλητήριο που κάνει πότε-πότε.

Δεν ξεφεύγει από το κοφτερό του μάτι ο ρατσισμός και η ξενοφοβία.
Και φυσικά διατρέχει τα κείμενα του, σαν μια υποδόρια φλόγα, που ακόμα καίει τα σωθικά του συγγραφέα, η ανάμνηση της συμφοράς του εμφυλίου.

Τελικά η δεύτερη ανάγνωση μου επιβεβαίωσε τον τίτλο αυτών των αφηγημάτων.
Μένει η αίσθηση των γλυκόπικρων στιγμών που αναθυμάται ο Μηλιώνης. Μένει η αίσθηση των βιωμένων συναισθημάτων που γλυκαίνουν ως ανάμνηση την ψυχή.

Δεν λείπει το χιούμορ και ο αυτοσαρκασμός που χρωματίζουν πολλά από τα αφηγήματα του.