Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Είναι πολύ όμορφο (και κάποιες φορές συγκινητικό) να διηγείσαι μιαν ιστορία, να ξέρεις ότι δεν γνωρίζεις όλα τα επί μέρους στοιχεία της και να ’ρχεται μετά, κάποιος, να συμπληρώνει πάνω στον καμβά της ιστορίας «βελονιές», που κάνουν το κάδρο της πιο όμορφο και πιο ολοκληρωμένο.

Κάπως έτσι έγινε και με το μικρό αφιέρωμα στην ταινία «Νεκρή Πολιτεία» που δημοσιεύθηκε, προσφάτως, σε φιλόξενες τοπικές ιστοσελίδες.

Η ταινία γυρίστηκε στον Βυζαντινό και στον νέο Μυστρά, από την ΦΙΝΟΣ ΦΙΛΜ, σε σκηνοθεσία και σενάριο του Φρίξου Ηλιάδη, προβλήθηκε στα σινεμά της εποχής την περίοδο 1951-1952 κι εκπροσώπησε τη χώρα μας στο Φεστιβάλ των Καννών.

Μετά τη δημοσίευση έλαβα από τον καλό φίλο Ηλία Ρόρρη, με καταγωγή από τον Βρονταμά κι επίλεκτο μέλος της ομογένειας, στο Σύδνεϋ της Αυστραλίας, την παρακάτω ηλεκτρονική επιστολή, στην οποία, πολύ γλαφυρά κι εκφραστικά, περιγράφει μια σκηνή από τα γυρίσματα της ταινίας στις όχθες του Ευρώτα, της οποίας, τελείως τυχαία, υπήρξε αυτόπτης θεατής και αυτήκοος μάρτυς.

«Φίλε Βαγγέλη γεια σου.

Με αυτό σου το άρθρο μου έφερες στη μνήμη γεγονότα πίσω 71 χρόνια, που εγώ ήμουν μαθητής στην Πέμπτη τάξη του οκταταξίου, τότε, Γυμνασίου Αρρένων Σπάρτης, με Γυμνασιάρχη τον Στράτη Σούπο.

Είχαμε δει ορισμένες σκηνές που γύριζαν στον Μυστρά, αλλά δεν μας άφηναν να πλησιάσομε πολύ κοντά. Μια μέρα, όμως, ήτανε τέλος Μαΐου, που πηγαίναμε για κολύμπι στον Ευρώτα, εκεί πιο κάτω από την λίμνη- πλαζ του Ματάλα, και δίπλα στο ποτάμι γύριζαν σκηνές με τον Γιάννη Αργύρη να οργώνει, την Ελένη Ζαφειρίου να βοτανίζει και τον Φούντα να πλησιάζει, ενώ η πεντάμορφη, τότε, ιδιαίτερα στα μάτια μας, Ειρήνη Παππά, καθόταν πάνω σε ένα σαμάρι από τα ζώα.

Ο Φούντας έλεγε πως πρέπει να ανακοινωθεί το συνοικέσιό του με την Ειρήνη, γιατί, όπως έλεγε: “Ήλθε εκείνος ο άλλος και φοβούμαι ότι θα μας το χαλάσει”, για να τον διακόψει ο σκηνοθέτης ο Φρίξος με:

“Κααατ… επανάλαβέ το … Φοβάμαι… όχι φοβούμαι… δεν το λένε έτσι εδώ στην επαρχία”.

Προς μεγάλη έκπληξή μου, μια τόσο μικρή λεπτομέρεια νόμιζα πως δεν άξιζε τη διακοπή και την επανάληψη. Αλλά εγώ δεν ήμουν σκηνοθέτης.

Εκείνη τη στιγμή ο Βαγγέλης ο Σταθάκος ή Μπόγρης, με ένα τρέξιμο και ένα πήδημα πάνω από τις λυγιές, έκανε μια βουτιά στα ήσυχα νερά του Ευρώτα, δίπλα.

Όλες αυτές οι λεπτομέρειες μου ήλθαν στη θύμηση, παρά τα 71 τόσα χρόνια που έχουν παρέλθει, και για μένα το άρθρο σου ήταν μια ευχάριστη αναδρομή.

Με φιλικούς χαιρετισμούς

Ηλίας Ρόρρης»

Η τόσο ζωντανή αυτή μαρτυρία του φίλου Ηλία με έκανε να ανατρέξω στα σχετικά πλάνα της ταινίας, την οποία (αυτή τη φορά) με πολλή δυσκολία κατάφερα να βρω στο διαδίκτυο. Πραγματικά, η σκηνή ήταν έτσι ακριβώς όπως την περιγράφει ο Ηλίας, πράγμα εντυπωσιακό για μια χρονική απόσταση 70 και πλέον χρόνων.

Ο πατέρας ( Γιάννης Αργύρης) με τη γυναίκα του (Ελένη Ζαφειρίου) και την κόρη του (Ειρήνη Παππά) δουλεύουν στο χωράφι τους, το οποίο ο σκηνοθέτης επέλεξε να είναι στις όχθες του Ευρώτα. Η Ειρήνη Παππά, με ένα μοραΐτικο κλαρωτό μαντήλι στο κεφάλι της, πανέμορφη και αστραφτερή, κάθεται στην άκρη του ποταμού, σκεφτική, πετώντας βότσαλα στο νερό. Στη σκηνή μπαίνει ο Γιώργος Φούντας, τοκογλύφος κι εκμεταλλευτής του τόπου, που έχει δανείσει πολλά χρήματα στον πατέρα Γιάννη Αργύρη και θέλει να παντρευτεί την κόρη του, την Ειρήνη Παππά, η οποία, όμως, έχει γνωρίσει τον ζωγράφο Νίκο Τζόγια, που έχει επιστρέψει μετά από 15 χρόνια στον τόπο του, τον Μυστρά, και τον έχει ερωτευθεί.

Ο Γιάννης Αργύρης παραπονιέται πως η γη δεν είναι καρπερή και πως δεν του δίνει όσα του χρειάζονται για να ζήσει. Έτσι, βρίσκεται και πάλι σε μεγάλη οικονομική ανάγκη και γυρεύει νέα δανεικά από τον Γιώργο Φούντα, ο οποίος, όμως, του ζητά, ως αντάλλαγμα, να παντρευτεί την κόρη του. Ο διάλογος στη σκηνή που περιγράφει ο Ηλίας Ρόρρης έχει ως εξής:

Φούντας: Ξέρεις καλά τι θέλω από σένα.

Αργύρης: Ναι, μα είναι νωρίς.

Φούντας: Νωρίς… τόσον καιρό το κουβεντιάζουμε. Μου πήρες του κόσμου τα λεφτά και μου έδωσες ελπίδες μονάχα. Το ξέρεις πως ό,τι έχεις είναι δικό μου. Μπορώ να στο πάρω όποτε θέλω. Έχω το νόμο με το μέρος μου. Εγώ τη Λένα μόνο ζητάω και όλα τ’ άλλα χαλάλι σου.

Αργύρης: Μη βιάζεσαι. Άλλοτε δε βιαζόσουνα.

Φούντας: Άλλοτε ….Μα τώρα είναι αυτός εδώ και τον φοβούμαι

Τελικά, παρά τη διακοπή του σκηνοθέτη που κατέγραψε ο αυτόπτης Ηλίας Ρόρρης, για να ξαναγυριστεί η σκηνή και να διορθωθεί το «φοβούμαι» σε «φοβάμαι», στην ταινία έχει συμπεριληφθεί η σκηνή με το … «φοβούμαι». Ίσως, κατά τη φάση του μοντάζ, να επιλέχθηκε η λάθος λήψη, ή η λήψη με το «φοβάμαι» να μη βγήκε καλή και να προτιμήθηκε η λήψη του «φοβούμαι». Τέτοια περιστατικά ήταν πολύ συχνά στην χρυσή εκείνη περίοδο του ελληνικού κινηματογράφου, τότε που η πίεση για να βγει μια ταινία το γρηγορότερο στις αίθουσες, έκανε να παραβλέπονται τέτοιες λεπτομέρειες, που στο κάτω της γραφής κανείς θεατής δεν τους έδινε σημασία.

Στη συνέχεια της ταινίας ο πατέρας Γιάννης Αργύρης, κάτω από την ανάγκη και την πίεση που δέχεται, πλησιάζει την κόρη του, την Ειρήνη Παππά, και παρουσία του Γιώργου Φούντα της λέει ότι πρέπει να τον παντρευτεί. Εκείνη, παρά τη θέλησή της, αναγκάζεται να δεχθεί, αλλά, στη συνέχεια, η αγάπη της για τον ζωγράφο Νίκο Τζόγια την κάνει να πάρει πίσω τον λόγο της. Τότε ο πατέρας της αποφασίζει να βγάλει από τη μέση τον ζωγράφο, με την οικογένεια του οποίου, άλλωστε, είχε μακρόχρονη βεντέτα. Η κόρη του ακούει τα σχέδιά του και για να σώσει τον αγαπημένο της ντύνεται άντρας και βγαίνει, μέσα στη νύχτα, στο σημείο της ενέδρας, εκεί όπου ο πατέρας της την τουφεκίζει, νομίζοντας πως πρόκειται για τον Νίκο Τζόγια. Το φινάλε είναι δραματικό: Ο Ν. Τζόγιας φέρνει στην αγκαλιά του την ετοιμοθάνατη Ειρήνη Παππά στο σπίτι της, όπου, λίγο πριν ξεψυχήσει, ο πατέρας της αυτοκτονεί από τύψεις κι ο Νίκος Τζόγιας φεύγει, αυτή τη φορά για πάντα, από τον Μυστρά, τη «Νεκρή Πολιτεία». Τη στιγμή που ατενίζει για τελευταία φορά τα βυζαντινά ερείπια και παίρνει το δρόμο με το βαλιτσάκι της ζωγραφικής στο χέρι, ακούγονται τα λόγια της Λένας:

«Μη φοβάσαι, Πέτρο. Εγώ τώρα θ’ ανέβω στο κάστρο. Είμαι ευτυχισμένη που δεν έβαψες τα χέρια σου με αίμα. Ξέχασε τη Νεκρή Πολιτεία. Ξέχασέ μας κι εμάς. Συγχώρεσε όσους σε έβλαψαν. Χαίρομαι που φεύγεις από δω. Δεν πειράζει για μένα. Ο θάνατός μου θα καθαρίσει το δρόμο για έναν κόσμο καλύτερο και αγνότερο.

Αντίο, Πέτρο. Καλή τύχη… Καλή τύχη…»

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις