Γράφει ο Γιάννης Δοδόπουλος

Ακολουθεί πραγματική πλην σύντομος ιστορία Έλληνος στρατιώτου. Θα μπορούσε βεβαίως να είναι και η ιστορία πολλών, ίσως χιλιάδων, άλλων παλικαριών που χάθηκαν χωρίς να απαντήσουν την τύχη να μνημονεύονται.

Ονομαζόταν Αθανάσιος Μπαγιώκος. Γεννηθείς την 2α Απριλίου -σαν σήμερα δηλαδή- του 1892 στην Αναβρυτή Λακωνίας. Χωριό από πέτρα και ουρανό, αιωρούμενο 800 μέτρα ψηλά στον Ταΰγετο.

Σήμερα, φθάνεις εκεί ανηφορίζοντας με το αυτοκίνητο έναν στενό δρόμο κρεμασμένο στο κενό. Ανηφορίζεις και εξομολογείσαι.

Τον ίδιο αυτό άγριο δρόμο του χωριού του κατηφόρισε, πεζή, στα 1912 ο στρατιώτης της ιστορίας μας, κληθείς, όπως και τα τέσσερα αδέλφια του, παρά της πατρίδος να την υπηρετήσει.

Κατέβηκε Σπάρτη, μετά ανέβηκε Αθήνα κι από κει στον Βορρά: Λουλέ Μπουργκάς ή Σαραντάπορο, μπορεί Μπιζάνι και Τσατάλτζα. Ποιος ξέρει… Ήταν η πρώτη του επιστράτευση (Α’ Βαλκανικοί Πόλεμοι). Μαρτυρίες δεν σώζονται, εν προκειμένω, για τον στρατιώτη μας.

Τα τέσσερα από τα πέντε αδέρφια Μπαγιώκου κατά την επιστράτευση του 1914 στα έμπεδα του Αργους. Τα αδέρφια συναντήθηκαν τυχαίως σε ένα καφενείο της περιοχής, υπηρετώντας σε διαφορετικές μονάδες του Ελληνικού Στρατού και χωρίς κανείς εκ των τεσσάρων να γνωρίζει ότι βρίσκονταν όλοι στον ίδιο τόπο. Πηγή Φωτογραφίας. Αρχείο Νικολάου Αθ. Μπαγιώκου

Δέκα χρόνια στο χακί

Αυτό που γνωρίζομε με βεβαιότητα είναι ότι υπηρέτησε ως υπαξιωματικός στις τάξεις του Ελληνικού Στρατού στους δύο Βαλκανικούς Πολέμους. Επειτα στον Α΄ Παγκόσμιο. Και, τέλος, στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Δέκα χρόνια στο χακί.

Τον Ιούλιο του 1922 βρέθηκε έξω από την Κωνσταντινούπολη. Αναμένοντας την εντολή από το Ελληνικό Αρχηγείο να προχωρήσουν σε κατάληψη της Πόλης.

O Aθανάσιος Μπαγιώκος, ένστολος. Αρχείο Νικολάου Αθ. Μπαγιώκου

Το ιστορικό πλαίσιο εκείνων των ημερών είναι γνωστό: Απεγνωσμένη από το αδιέξοδο της μικρασιατικής εκστρατείας, η κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη και οι στρατιωτικοί της επιτελείς επαναφέρουν το σενάριο «Κατάληψη της Πόλης», το οποίο συχνά-πυκνά εμφανιζόταν καθ’ όλην την προηγηθείσα διετία.

Η Κωνσταντινούπολη και τα Στενά είναι βεβαίως ουδέτερη ζώνη, καθεστώς που δεν διαπραγματεύονται οι Βρετανοί. Πόσω μάλλον όταν ο Εθνάρχης δεν έχει εκείνη τη στιγμή ρόλο στα ελληνικά πράγματα… Ομως η πίεση του απεγκλωβισμού της Ελλάδος από τον μικρασιατικό «λαβύρινθο» είναι πλέον επιτακτική. Ετσι, ο Υπουργός Εξωτερικών Μπαλτατζής επιδίδει στους Συμμάχους ένα μακροσκελές υπόμνημα, προαναγγέλλοντας επιχείρηση κατάληψης της Κωνσταντινούπολης υπό το επιχείρημα πως μόνον αυτή θα ηδύνατο να φέρει την ειρήνη.

Είναι το τελευταίο ‘χαρτί’ των μοιραίων του «οίκαδε». Και η Ιστορία, που γνωρίζει τις πιο σκοτεινές και επώδυνες συνταγές ειρωνείας, φέρει τον Γεώργιο Χατζανέστη, τον αρχιστράτηγο με τα «γυάλινα πόδια» σε θέση εφορμούντος για την κατάληψη της Πόλης.

Πράγματι ο Χατζανέστης μετακινεί τρία Συντάγματα Πεζικού από το μέτωπο της Μικράς Ασίας στη Θράκη και δηλώνει έτοιμος να την καταλάβει.

Σε ένα από αυτά, και συγκεκριμένα στον 1ο Λόχο του 55ου Συντάγματος, υπηρετεί ως υπαξιωματικός και ο στρατιώτης της ιστορίας μας.

«Αυτές τις εντολές έχω, αυτές σας δίνω»

Αν η χρονολογική ταυτοποίησή μας είναι σωστή, το περιστατικό που μετέφερε στα παιδιά και τα εγγόνια του ο στρατιώτης Μπαγιώκος, πρέπει να συνέβη περί το 2ο δεκαήμερο του Ιουλίου του 1922. Ελληνικές και Βρετανικές δυνάμεις βρίσκονται παρατεταγμένες σχεδόν vis-à-vis, δυνητικά εις θέσιν μάχης.

Οι σύμμαχοι έχουν ήδη εκφράσει την έντονη δυσφορία τους για τις ελληνικές προθέσεις. Και μέσα σε αυτό το θολό σκηνικό, ο διοικητής του λόχου μαζεύει τους υπαξιωματικούς και τους λέγει τα εξής:

«Κύριοι, τις επόμενες ώρες αναμένουμε τη χαρμόσυνη εντολή να προχωρήσουμε σε κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Κύριοι! Στην Πόλη δεν θα μπούμε ως εισβολείς, αλλά ως ελευθερωτές! Προσοχή, όμως: ενδέχεται κατά την προσέγγισή μας στην Πόλη να βάλουν εναντίον μας είτε οι Τούρκοι, είτε οι Εγγλέζοι. Εμείς, δεν θα απαντήσουμε. Αυτοί θα βάλλουν κι εμείς θα προωθούμαστε!».

«Μα τί λες κυρ λοχαγέ;», πετάχτηκε ο στρατιώτης μας. «Δηλαδή αυτοί θα βάλλουν κι εμείς θα προωθούμαστε χωρίς πυρά; Πώς θα γίνει αυτό;».

«Τώρα τί θες ρε Μπαγιώκο;», απήντησε ο λοχαγός, «Τί να σου κάνω; Εγώ αυτές τις εντολές έχω, αυτές σας δίνω!».

Σήμερα γνωρίζομε ότι το «σχέδιο» κατάληψης της Πόλης δεν ήταν παρά μία ύστατη, αδέξια πολιτική μπλόφα από την κυβέρνηση των αντιβενιζελικών, ένα «παρανοϊκό» σχέδιο με μόνη στόχευση να «πουληθεί» στο εσωτερικό της χώρας μία νίκη τόσο μεγαλοπρεπής που να είναι ικανή να λειτουργήσει ως άλλοθι για εκκένωση της Μικρασίας. Το σχέδιο, βεβαίως, έμεινε σχέδιο και η παρατεθείσα μαρτυρία πιστοποιεί εύγλωττα το πόσο παρανοϊκό και αδέξιο ήταν και σε επιχειρησιακό επίπεδο.

Κατάρρευση και «απαίσιος αιχμαλωσία»

Ακολούθησαν οι τελευταίες μάχες προ της κατάρρευσης. Στα Μουδανιά, τον Αύγουστο του 1922, το Σύνταγμα στο οποίο υπηρετεί ο στρατιώτης μας, απέκρουσε σχεδόν αναίμακτα όλες τις τουρκικές επιθέσεις. Όμως το μέτωπο έχει ήδη καταρρεύσει και λόγω της άτακτης οπισθοχώρησης του ελληνικού στρατού, το 55ο βρίσκεται περικυκλωμένο από υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις.

Ο στρατιώτης μας αιχμαλωτίζεται στις 29 Αυγούστου 1922 και προς στιγμήν τα ίχνη του χάνονται.

Οι εβδομάδες περνούν, η οικογένειά του τον θεωρεί νεκρό και μετά την παρέλευση τριών μηνών αναγκάζεται να τελέσει το μνημόσυνό του.

Λίγο αργότερα, όμως, στα χέρια του πατέρα κα της μητέρας του θα φτάσει ένα γράμμα του: Ήταν η πρώτη ένδειξη ότι ήταν ζωντανός.

Η επιστολή αναφέρει ως στοιχεία αποστολέως τα εξής: Αθανάσιος Μπαγιώκος, αιχμάλωτος. Παραλήπτης είναι ο πατέρας του Παναγιώτης. Και τόπος η «Αναβρυτή Λακεδαίμονος».

Το περιεχόμενο της επιστολής διά της οποίας γνωστοποιούσε στην οικογένειά του ότι ήταν ζωντανός δεν σώζεται.

Σώζεται όμως η επιθυμία του στρατιώτη όπως ο ίδιος την έγραψε στο επιστολόχαρτο: «Ο φάκελος όστις φέρει τας τουρκικάς ταχυδρομικάς σφραγίδας, πρέπει να φυλαχθή από τους κληρονόμους μου ως ενθύμιον της σκληράς και απαισίου αιχμαλωσίας μου από την 29 Αυγούστου 1922 [έως] το Πάσχα του 1923, ήτοι χρονικόν διάστημα 6/12 μηνών».

Το γράμμα με το οποίο γνωστοποίησε στην οικογένειά του ότι ήταν ζωντανός. Αρχείο Νικολάου Αθ. Μπαγιώκου

Ο Μπαγιώκος αφέθηκε τελικά ελεύθερος το Πάσχα του 1923 ύστερα από ανταλλαγή αιχμαλώτων.

Όταν επέστρεψε στο σπίτι του και βρήκε τον φάκελο του γράμματος που είχε στείλει προς τον πατέρα του, άφησε παρακαταθήκη στους απογόνους του:

«Κρατήστε τον φάκελο για να θυμάστε τί πέρασα. Κρατήστε τον φάκελο για να μην ξεχάσετε τις θυσίες που έκανα για την πατρίδα. Για να κάνετε κι εσείς το χρέος σας, αν ποτέ έρθει αυτή η ώρα. Κρατήστε τον φάκελο για να φροντίσετε, όσο περνάει από το χέρι σας, να μην ξανασυμβεί τέτοια καταστροφή».

Στα χρόνια που ακολούθησαν και έως το 1979 που απεβίωσε, ο Αθανάσιος Μπαγιώκος παρέδωσε προφορικώς πολλές από τις στιγμές τις αιχμαλωσίας του.

Παραθέτουμε εδώ δύο, όπως κατεγράφησαν από τα εγγόνια του:

Θα παραδώσουμε όπλα, όχι οπλισμό

Τις τραγικές ώρες πριν την παράδοσή τους στους Τούρκους, στην περιοχή των Μουδανιών, ο λοχαγός, πιθανώς ο ίδιος που τους είχε δώσει τις εντολές για προέλαση άνευ πυρών, συγκεντρώνει τους στρατιώτες και τους λέγει: «Εντός ολίγων ωρών θα παραδώσουμε τα όπλα μας στους Τούρκους. Αυτές τις ώρες οφείλετε να κάνετε το ύστατο χρέος σας απέναντι της πατρίδος: θα βγάλετε τα κινητά ουραία των όπλων σας και θα τα πετάξετε όπου μπορέσετε: σε πηγάδια, ρέματα, θάμνους, οπουδήποτε. Γιατί έχουμε υποχρέωση να τους παραδώσουμε όπλα, όχι όμως και οπλισμό. Έτσι θα πάρουν όπλα άχρηστα πλέον, ώστε να μην μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν εναντίων των συναδέλφων μας που ακόμη πολεμούν. Επίσης, θα καταξεσκίσετε τα ρούχα σας, σε βαθμό που να είναι πλέον κουρέλια και θα κόψετε τα άρβυλά σας ώστε να βγαίνουν έξω τα δάχτυλά σας. Διαφορετικά, ό,τι έχετε σε καλή κατάσταση θα σας το πάρουν οι Τούρκοι και εσείς θα μείνετε ξυπόλητοι και γυμνοί».

Έτσι κι έκαναν: παρέδωσαν όπλα άχρηστα και κατέστρεψαν τα ρούχα τους σε βαθμό που να μην θέλουν οι Τούρκοι να τους τα πάρουν…

Το τσιγάρο

«Βρισκόμασταν προς το τέλος του χρόνου της αιχμαλωσίας μας (τότε, βέβαια, δεν το ξέραμε αυτό), όπου τα πνεύματα είχαν ηρεμήσει κάπως και δεν φοβόμασταν και τόσο πολύ για τη ζωή μας. Κάναμε μια αγγαρεία χωρισμένοι σε ζευγάρια, αν θυμάμαι καλά μεταφέραμε με ζεμπίλια άμμο από το ποτάμι για κάποια κατασκευή. Σε κάποιο διάλειμμα του έργου, ο σύντροφός μου πήγε για την ανάγκη του κι εγώ τον περίμενα καθισμένος στον ίσκιο ενός δέντρου. Ξαφνικά βλέπω μπροστά μου μια σκιά: ένας Τούρκος αξιωματικός είχε σταθεί απέναντί μου. Πετάχτηκα όρθιος κι έκατσα προσοχή, γιατί, ήρεμα – ξεήρεμα, δεν ήταν να παίζεις με τέτοια πράγματα!

Αυτός με κοίταξε καλά – καλά, από πάνω μέχρι κάτω, και με ρώτησε αυστηρά:

«Πού πιάστηκες σκλάβος, ρε;»

«Στα Μουδανιά, εφέντημ», του απάντησα.

«Κι ο σύντροφός σου, πού είναι;»

«Για την ανάγκη του, εφέντημ»

Έμεινε για λίγο σιωπηλός, έπειτα έβγαλε μια ταμπακέρα από την τσέπη του, άναψε τσιγάρο και μου είπε:

«Καπνίζεις, ρε;»

«Καπνίζω, εφέντημ», του απάντησα

«Ε, πάρε», μου λέει και μου δίνει ένα τσιγάρο. Μου δίνει και φωτιά και, πριν να προλάβω να του πω ευχαριστώ, είχε γυρίσει την πλάτη του και έφευγε. Δεν έχει κάνει, όμως, ούτε δυο – τρία βήματα όταν σταμάτησε, γύρισε πάλι σ’ εμένα, έβγαλε άλλο ένα τσιγάρο από την ταμπακέρα του, μου το έδωσε και μου είπε:

«Δώσε και στον άλλο». Κι έφυγε.

Αργότερα, ρώτησα κι έμαθα: ήταν εκτοπισμένος Τουρκοκρητικός

Ο Αθανάσιος Μπαγιώκος. Αρχείο Νικολάου Αθ. Μπαγιώκου

«Ίνα τους πληροφορήσω πού και πώς απέθανε»

Η Καταστροφή άφησε βαθιά τραύματα τόσο στον ξεριζωμένο μικρασιατικό ελληνισμό αλλά και στους στρατιώτες της εκστρατείας. Kαι όσο κι αν τα χρόνια περνούσαν, μνήμες και τύψεις έπρεπε να γιατρευτούν, όσο αυτό ήταν δυνατό.

Το 1934 ο Αθανάσιος Μπαγιώκος πληροφορείται τυχαία ότι ένας στρατιώτης με τον οποίο συνυπηρέτησε στη Μικρασία, εξακολουθούσε να θεωρείται αγνοούμενος, δώδεκα χρόνια μετά τη λήξη των εχθροπραξιών.

Νιώθει χρέος του να στείλει γράμμα στον Πρόεδρο της Κοινότητας Νάξου, γράφοντας:

«Δὲν ἔτυχε νὰ γνωρίσω ἄλλον τινὰ ἐκ τῆς νήσου Νάξου εἰ μὴ μόνον τὸν μακαρίτην Μάρκον Καλυβίνον, ὅστις εἶχε τὴν κακὴν τύχην νὰ ἀποθάνει εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν.

Ἐπειδή, κ. Πρόεδρε, μὲ τὸν ἀτυχῆ αὐτὸν Μάρκον Καλυβίνον συνυπηρετήσαμεν ὡς ὑπαξιωματικοί, συμπολεμήσαμεν καὶ εἰς τὸ τέλος τῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς ἠχμαλωτίσθημεν εἰς Μουδανιά, καὶ ἐπειδὴ ἐπέρασεν ὁλόκληρος δωδεκαετία ἀπὸ τοῦ ἀτυχήματος τῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς, ὅπου καὶ ἠχμαλωτίσθημεν, καὶ ἐπειδὴ εἶμαι βέβαιος ὅτι εἰς τὸ σπίτι του δὲν ἔλαβον γνῶσιν ἐὰν ἐχάθῃ καὶ ποῦ, διότι ὅταν φθάσαμε εἰς Πειραιᾶ δὲν μᾶς ἐδόθῃ καιρὸς νὰ δώσομεν εἰς τοὺς δημοσιογράφους ὅλα τὰ ὀνόματα τῶν φονευθέντων καὶ ἀπολεσθέντων, διότι εὑρισκόμεθα ἐν πλήρη κακὴ καταστάσει λόγῳ τῶν πολλῶν μας κακουχιῶν τῆς αἰχμαλωσίας θὰ ἤθελον νὰ σᾶς παρακαλέσω ἐὰν τυχὸν καὶ γνωρίζετε τοὺς οἰκείους τοῦ Μακαρίτου Καλυβίνου νὰ εἰδοποιήσετε τοὺς οἰκείους του, ἵνα τους πληροφορήσω ποῦ καὶ πῶς ἀπέθανε. Οὗτος ἦτο μόνος υἱός, ἦτο τότε ἀρραβωνιασμένος καὶ εἶχε γαμβρὸν πλοίαρχον Ἐμ. Ναυτικοῦ.

Μὴ νομίσετε ὅτι πρόκειται περὶ σκηνοθεσίας, θέλω μόνον νὰ γνωρίσει τὸ σπίτι του ὅτι ἀπέθανε, ἵνα τὸ γράψει ἡ ἱστορία. Φέρω δὲ βαρέως τὸν πόνον τόσον τοῦ Μακαρίτου, ὅσον καὶ ὁλοκλήρου τῆς οἰκογενείας του, διότι ἀμέλησα καὶ ἔπρεπε νὰ γράψω ἀμέσως. Δὲν γνωρίζω, ὅμως, ἐὰν ὁ Μακαρίτης ἦτο ἀπὸ τὴν Νάξον ἢ ἀπὸ ἄλλο τί χωρίον τῆς Νάξου. Καὶ πάλιν σᾶς παρακαλῶ εἰδοποιῆστε καὶ κάποιος ἀσφαλῶς θὰ γνωρίζει τὴν οἰκογένειάν του. Ὑπηρετούσαμεν τότε εἰς τὸ 55ο Πεζικὸν Σύνταγμα Μετόπισθεν, ὑπηρεσίας 1ου Λόχου».

Τραγική λεπτομέρεια: Το γράμμα δεν προωθήθηκε ποτέ στην οικογένεια του νεκρού. Παρέπεσε κάπου στα συρτάρια της Κοινότητας Νάξου, όπου και παρέμεινε άθικτο για 78 χρόνια. Ευρέθη και ανοίχθηκε τυχαία το 2012…

Η επιστολή αναζήτησης των οικείων ενός νεκρού συμπολεμιστή

Παρά τις ταλαιπωρίες που υπέστη, ο στρατιώτης μας δεν μίσησε ούτε Επιτελείς, που με τα λάθη τους τον οδήγησαν στην αιχμαλωσία, ούτε και πολιτικούς, που με τις επιλογές τους προξένησαν τον μικρασιατικό όλεθρο.

Σε μεγάλη, πλέον ηλικία, καθόταν στο εργαστήρι του φτιάχνοντας τα περίφημα για την εποχή Αναβρυτιώτικα παπούτσια, μαζί με αρκετούς συναδέλφους του. Τότε, όπως το έφερε η κουβέντα, ένας από τους νεότερους τον ρώτησε: “Μπαρμπα-Θανάση, εσύ πολέμησες σε όλους τους πολέμους, έφτασες μέχρι έξω από την Πόλη, πιάστηκες κι αιχμάλωτος στη Μικρασία. Πες μου, τί νομίζεις ότι έφταιξε και από τον θρίαμβο οδηγηθήκαμε στην καταστροφή;”

Θα περίμενε κανείς να του απαντήσει ότι έφταιξαν οι πολιτικοί, η στρατιωτική ηγεσία, το μέτωπο που έσπασε και τράπηκε σε φυγή κα άλλα τέτοια. Όμως, όχι. Σήκωσε το κεφάλι του, τον κοίταξε στα μάτια και του είπε:”Παιδί μου, όταν ο πόλεμος είναι νικηφόρος, τα λάθη παραγράφονται. Όταν είναι καταστροφικός, πιάσ’ τ’ αυγό και κούρευ’ το!”.

Αν η πατρίδα το χρειαζόταν ξανά…

Μετά τον επαναπατρισμό του, πολίτης πλέον, ξανάγινε σανδαλοποιός. Παντρεύτηκε και άφησε στην πατρίδα όχι μόνο την δεκαετή υπξρεσία του, αλλά και πέντε παιδιά και δέκα εγγόνια. Και αφού έκανε το χρέος του απέναντι στο έθνος, με κάθε δυνατό τρόπο, έκλεισε ειρηνικά τα μάτια του το 1979 σε ηλικία 87 ετών.

Ο Αθανάσιος Μπαγιώκος σε μεγάλη ηλικία με ένα από τα εγγόνια του: Αρχείο Νικολάου Αθ. Μπαγιώκου

Πολλές φορές τον άκουσαν επί λέξει να λέει: «Έκανα 10 χρόνια στρατιώτης και 6 μήνες αιχμάλωτος. Αν η πατρίδα το χρειαζόταν, θα έκανα ξανά στρατιώτης για άλλα 10 χρόνια· αιχμάλωτος, όμως, ούτε για 6 μέρες!».

Mε ένα από τα 10 εγγόνια του. Αρχείο Νικολάου Αθ. Μπαγιώκου

Πηγή: hellasjournal.com

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις