ΜΑΝΗ. Στο άκουσμα της λέξης «Μάνη», οι περισσότεροι θα σκεφτούν συνειρμικά τη λακωνική χερσόνησο, με τα χαρακτηριστικά πυργόσπιτα και το δωρικό, άγριο τοπίο της. Η μεσσηνιακή πλευρά της Μάνης ήταν κάπως στο περιθώριο, παρότι δεν υπολείπεται ούτε σε φυσική ομορφιά ούτε σε μνημεία.

Όπως γράφει η «Καθημερινή» όλα αυτά άρχισαν να αλλάζουν από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, όταν η περιοχή της Καλαμάτας και της Πύλου άρχισε να αναπτύσσεται τουριστικά. Για πολλούς στην τοπική κοινωνία, η εξέλιξη αυτή ήταν ευλογία. Τα χωριά της περιοχής, ιδίως τα ορεινά, είχαν σε μεγάλο βαθμό ερημώσει. Οι κατοικίες που ξεκίνησαν να χτίζονται δημιούργησαν εισόδημα, έφεραν περισσότερους επισκέπτες αρχικά στους περί την ακτή οικισμούς και αργότερα και στο εσωτερικό. Μια μερίδα της ίδιας κοινωνίας, όμως, δεν έβλεπε με τον ίδιο ενθουσιασμό την εξέλιξη αυτή, φοβούμενη τη διαφαινόμενη αλλοίωση αυτού του ιδιαίτερου φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος.

Μετά μια δεκαετή παύση, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, οι εξελίξεις ήρθαν να την επιβεβαιώσουν. Από το 2018 έως σήμερα, εκδίδονται εκατοντάδες οικοδομικές άδειες ετησίως, με τις πολεοδομικές και αρχαιολογικές υπηρεσίες να μην μπορούν να συγκρατήσουν την εξάπλωση της δόμησης, την καταστροφή του αγροτοκτηνοτροφικού τοπίου και την εξαφάνιση των μεσαιωνικών χαρακτηριστικών των οικισμών. Και όλα αυτά, χάρη σε μια απόφαση της δεκαετίας του ’80, που είχε στόχο να μη σβήσει δημογραφικά η περιοχή.

Το διάταγμα του ’82 που πνίγει τη δυτική Μάνη - Η ιστορία της ρύθμισης

Τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του ’70 και τα πρώτα της δεκαετίας του ’80 σημαδεύτηκαν από τις πρώτες σοβαρές προσπάθειες μεταρρύθμισης των πολεοδομικών και χωροταξικών πολιτικών, αρχικά από τον Στέφανο Μάνο και στη συνέχεια από τον Αντώνη Τρίτση. Στο κλίμα αυτό, τον Δεκέμβριο του 1982 θεσπίστηκε και ένα νέο πλαίσιο για τους μικρούς οικισμούς που εμφάνιζαν τάσεις δημογραφικής συρρίκνωσης και περιγράφηκαν αργότερα ως «στάσιμοι».

Η ιδέα ήταν η εξής: Εξω από τους «στάσιμους» οικισμούς και σε μια ακτίνα 800 μέτρων από κέντρο τούς επετράπη να χτίζονται κατοικίες με τους ίδιους όρους που χτίζονταν και εντός τους. Με άλλα λόγια, σε πιο μικρά οικόπεδα (από 500 τ.μ., έναντι 4 στρ. των εκτός σχεδίου περιοχών), με μεγαλύτερη δομημένη επιφάνεια (έως 400 τ.μ.). Προϋπόθεση για την ενεργοποίηση του «κύκλου» των 800 μέτρων αποτελούσε ο προσδιορισμός μιας θέσης ως κέντρου του οικισμού, με απόφαση (τότε) νομάρχη.

Ενα έτος αργότερα, το καλοκαίρι του 1983, το υπουργείο Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος επανήλθε, χαρακτηρίζοντας εκατοντάδες οικισμούς σε όλη τη χώρα στάσιμους, ώστε να επωφεληθούν από τις διατάξεις αυτές. Ανάμεσα σε αυτούς, 317 στη Μεσσηνία, εκ των οποίων μεγάλο μέρος στη Μεσσηνιακή Μάνη.

Η διάταξη είχε ευεργετικές, αλλά και σοβαρές συνέπειες. Οι αρνητικές άρχισαν να φαίνονται μία δεκαετία αργότερα, όταν ξεκίνησε η αλματώδης τουριστική ανάπτυξη της περιοχής.

Το σταδιακά αυξανόμενο ενδιαφέρον για τουριστικές κατοικίες «πάγωσε» κατά τη διάρκεια της κρίσης, αλλά τα τελευταία χρόνια επανέκαμψε ακόμη πιο έντονο.

Οικοδομικός οργασμός

Η «Καθημερινή» αναφέρει ότι πολεοδομία Καλαμάτας, στην οποία υπάγεται η περιοχή του Δήμου Δυτικής Μάνης, άρχισε να δέχεται εκατοντάδες αιτήματα για έκδοση αδειών γύρω από τα μέχρι πρότινος «αδιάφορα» χωριά. Το ενδιαφέρον τράβηξαν αρχικά τα χωριά της Στούπας, μια και βρίσκονται σε μικρή απόσταση από την ακτή.

«Στη Μεσσηνιακή Μάνη υπάρχουν πάρα πολλά προεπαναστατικά σπίτια, βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία που τεκμηριώνουν την ιστορικότητα των οικισμών, περίπου 700 εκκλησιαστικά μνημεία και ένα ανέγγιχτο φυσικό και ιστορικό τοπίο, που περιλαμβάνει λαχίδες (αναβαθμίδες), αλώνια, κιστέρνες (δεξαμενές), χτιστές κυψέλες και πολλά ακόμη στοιχεία της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς», εξηγεί ο Κώστας Πασχαλίδης, πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων. «Το έντονο τουριστικό ενδιαφέρον ξεκίνησε περίπου το 2000. Πρώτοι μπήκαν “στο στόχαστρο” οι οικισμοί της περιοχής της Στούπας (από το Νεοχώρι και το Λεύκτρο έως το Κοτρώνι), οι οποίοι πλέον έχουν απολέσει σημαντικά στοιχεία της φυσιογνωμίας τους. Κατόπιν, από τα μέσα της ίδιας δεκαετίας ξεκίνησαν να χτίζονται σπίτια σε όλη την περιοχή από το Νεοχώρι μέχρι τα Ανω και Κάτω Ρίγκλια. Στην οικοδομική κρίση, η οικοδομική δραστηριότητα “πάγωσε” και για λίγα χρόνια το θέμα ξεχάστηκε».

Παράλληλα, οι τοπικοί πολιτευτές πολέμησαν λυσσαλέα οποιαδήποτε προσπάθεια πολεοδομικού σχεδιασμού, με αποτέλεσμα να μην τεθούν ενιαίοι κανόνες και περιορισμοί. Η Ειδική Χωροταξική Μελέτη Μεσσηνιακής Μάνης, που ξεκίνησε το 1992, και το Σχέδιο Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοιχτής Πόλης (ΣΧΟΟΑΠ), που ξεκίνησε το 2005, δεν εγκρίθηκαν ποτέ, παρότι οι μελέτες ολοκληρώθηκαν και τέθηκαν σε δημόσια διαβούλευση.

400 άδειες τον χρόνο

Το ενδιαφέρον για τη Μεσσηνιακή Μάνη άρχισε να αναθερμαίνεται το 2017-2018. «Από το 2018 άρχισαν να εκδίδονται 400-500 οικοδομικές άδειες ετησίως! Προσπαθώντας να συγκρατήσει την κατάσταση, η Εφορεία Μεσσηνίας άρχισε να ζητάει αρχιτεκτονικές μελέτες, για να υπάρχει ένας στοιχειώδης μορφολογικός έλεγχος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η υπηρεσία να δεχθεί τεράστια πίεση από τοπικά συμφέροντα, που έφτασε μέχρι και την αποστολή εξωδίκων, δημόσιες δηλώσεις εναντίον των στελεχών της. Κάτι που δεν θα είχε συμβεί αν είχαν χαρακτηριστεί παραδοσιακοί αυτοί οι οικισμοί, ώστε να διατηρηθεί η φυσιογνωμία της Μεσσηνιακής Μάνης», καταλήγει ο κ. Πασχαλίδης.

Τον Φεβρουάριο του 2021, η Εφορεία Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας αποστέλλει έγγραφο στο υπουργείο Περιβάλλοντος. «Η υπέρμετρη οικοδομική δραστηριότητα έχει ουσιαστικά καταργήσει τα όρια μεταξύ των οικισμών, προκαλώντας παράλληλα τεράστιες καταστροφές στο τοπίο λόγω της διάνοιξης νέων δρόμων αλλά και των εκτεταμένων εκβραχισμών, των αποψιλώσεων και των μεγάλων εκσκαφικών τομών στα προς δόμηση αγροτεμάχια, οδηγώντας πολύ συχνά στη συνολική υποβάθμιση ή ακόμη και στην καταστροφή χαρακτηριστικών στοιχείων του μανιάτικου τοπίου που σώζονται στα περίχωρα των οικισμών», αναφέρει η υπηρεσία. Σημειώνει, δε, ότι η πλειονότητα των κτιρίων προορίζεται για τουριστικές κατοικίες.

Τον Απρίλιο του 2021, το υπουργείο Περιβάλλοντος απαντά αναγνωρίζοντας το πρόβλημα· υπενθυμίζει πως βάσει της νομοθεσίας οι ευνοϊκές διατάξεις για τους «στάσιμους» οικισμούς παύουν να ισχύουν όταν οι οικισμοί αυτοί οριοθετηθούν και κατηγοριοποιηθούν (λ.χ. τουριστικοί), δέχεται ότι η έλλειψη τέτοιων οριοθετήσεων (όπως στη Μεσσηνιακή Μάνη) «διαμορφώνει διάσπαρτη δόμηση, εκτός συγκροτημένων οικισμών» και ότι πρέπει να ληφθούν μέτρα για την ανάσχεση του φαινομένου. Καταλήγει, ωστόσο, ότι οποιαδήποτε μέτρα θα πρέπει να μελετηθούν στο πλαίσιο κατάρτισης πολεοδομικών σχεδίων ή οριοθέτησης των οικισμών. Η απάντηση φανερώνει την απροθυμία της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου να παρέμβει.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις