Το ταξίδι προς τη γονεϊκότητα μπορεί να είναι γεμάτο με διάφορες προκλήσεις και για πολλά ζευγάρια, το όνειρο της σύλληψης ενός παιδιού γίνεται μια επιδίωξη που απαιτεί έκτακτα μέτρα. Στην προσπάθεια να ξεπεραστεί η υπογονιμότητα, ένας σημαντικός αριθμός ζευγαριών στρέφεται στην εξωσωματική γονιμοποίηση ως πιθανή λύση.

Η εξωσωματική γονιμοποίηση χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1978 και μέχρι σήμερα περισσότερα από δέκα εκατομμύρια μωρά παγκοσμίως έχουν γεννηθεί με τη χρήση αυτής της θεραπείας, αριθμός που αντιστοιχεί στο 1-6% όλων των μωρών που γεννιούνται ετησίως στον ανεπτυγμένο κόσμο μέχρι το 2020.

Στις ημέρες μας, η μέθοδος της εξωσωματικής γονιμοποίησης εφαρμόζει προηγμένες ιατρικές τεχνολογίες για να βοηθήσει στη διαδικασία της σύλληψης και αυξάνει τις πιθανότητες μιας εγκυμοσύνης. Και παρότι πρόκειται για μία διαδικασία που δίνει τη δυνατότητα στα ζευγάρια να καταφέρουν να γίνουν γονείς, έχει αρκετές δυσκολίες και προκλήσεις, ιδιαίτερα για τις γυναίκες. Η διαδικασία περιλαμβάνει ορμονική διέγερση, ανάκτηση ωαρίων και την διαδικασία εμφύτευσης εμβρύου, τα οποία μπορεί να είναι σωματικά και συναισθηματικά απαιτητικά.

Εάν σε όλα αυτά προστεθεί και η αναμονή για τα αποτελέσματα του τεστ εγκυμοσύνης, η εξωσωματική είναι μία ψυχοφθόρα διαδικασία που μπορεί να κλονίσει σοβαρά την ψυχολογία των ατόμων που εμπλέκονται σε αυτήν. Ωστόσο, παρά τις προκλήσεις, η αξιοσημείωτη πρόοδος στις τεχνολογίες υποβοηθούμενης αναπαραγωγής συνεχίζει να παρέχει ελπίδα και μια ανανεωμένη αίσθηση δυνατοτήτων στα ζευγάρια που βρίσκονται στο δρόμο τους για τη δημιουργία οικογένειας.

Ωστόσο, το τελευταίο διάστημα, μία έρευνα έφερε στο φως νέα και άκρως ενδιαφέροντα στοιχεία, τα οποία ενδέχεται να αλλάξουν τα δεδομένα στο κομμάτι της αναπαραγωγής. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την μελέτη που δημοσιεύεται στο περιοδικό «Human Reproduction», περίπου το 20% των γυναικών που χρειάστηκαν θεραπεία γονιμότητας, όπως η εξωσωματική, για να συλλάβουν το πρώτο τους παιδί, είναι πιθανό να μείνουν έγκυες με φυσικό τρόπο στο μέλλον.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής το University College London, ανέλυσαν δεδομένα από 11 μελέτες σε συνολικά πάνω από 5.000 γυναίκες παγκοσμίως την περίοδο 1980-2021 και διαπίστωσαν ότι τουλάχιστον μία στις πέντε γυναίκες συνέλαβε φυσικά αφού είχε αποκτήσει μωρό με θεραπεία γονιμότητας, κυρίως μέσα σε τρία χρόνια. Το ποσοστό αυτό παρέμεινε αμετάβλητο ακόμη και όταν ελήφθησαν υπόψη οι διαφορετικοί τύποι και τα αποτελέσματα της θεραπείας γονιμότητας παράλληλα με τη διάρκεια της παρακολούθησης.

Ωστόσο, προκειμένου να παρακολουθούνται τα δεδομένα με μεγαλύτερη ακρίβεια και να αναλύονται οι παράγοντες που καθιστούν πιο πιθανή την εγκυμοσύνη με φυσικό τρόπο μετά την απόκτηση μωρού με θεραπεία γονιμότητας, οι ερευνητές ζητούν τη δημιουργία συνδεδεμένων εθνικών συνόλων δεδομένων.

Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις