Τι θέλουν τα αγόρια;

Γράφει η Ελεάννα Βλαστού* / kathimerini.gr
Υπάρχει μια ολόκληρη βιομηχανία αφιερωμένη στο να λέει στους νέους άνδρες τι να κάνουν, πώς να φέρονται και τι να θέλουν. Η αρρενωπότητα είναι μια τεράστια βιομηχανία. Αυτό σκεφτόμουν με αφορμή τη συζήτηση που ξεκινήσαμε την προηγούμενη εβδομάδα γύρω από τη σειρά «Adolescence» και τα στατιστικά που δείχνουν ότι στην πλειοψηφία τους οι έφηβοι έχουν κινητό αλλά εκατομμύρια (2,5 εκατ.) ανήλικα αγόρια στην Αγγλία ζουν σε σπίτια χωρίς πατέρα και χωρίς να έχουν έναν άνδρα εμπιστοσύνης στον ευρύτερο κύκλο τους. Ούτε καν στο σχολείο, αν σκεφτεί κάποιος ότι η πλειονότητα του εκπαιδευτικού προσωπικού είναι δασκάλες.
Μόνο ένα στα πέντε αγόρια που ρωτήθηκαν απάντησε ότι έχει έναν ενήλικο άνδρα να εμπιστεύεται. Μπορεί και να είναι η δίχως πρότυπα εποχή. Χωρίς μεγαλύτερους άνδρες να καθοδηγούν τους νεότερους· χωρίς αξιόπιστα πρόσωπα να περιτριγυρίζουν τα αγόρια. Και οι νεότεροι άνδρες αποζητούν μπαμπάδες. Αυτή η επιθυμία για μια ενήλικη ισχυρή παρουσία μπορώ να καταλάβω γιατί οδηγεί είτε στη ριζοσπαστικοποίηση των άκρων (βλ. την ανδρόσφαιρα που έχει μαζέψει δίπλα του ο Τραμπ) είτε σε ήπια μορφή προσκόλλησης στον εξαιρετικά δημοφιλή Καναδό ψυχολόγο Τζόρνταν Πέτερσον –κάποιοι τον θεωρούν αμφιλεγόμενο και εξτρεμιστή με δικό του τρόπο– συγγραφέα του βιβλίου «12 κανόνες της ζωής: ένα αντίδοτο στο χάος».
Ο Πέτερσον λέει πολύ απλά πράγματα, όπως «συμμάζεψε το δωμάτιό σου», «κάθισε ευθυτενής με τους ώμους πίσω», «παρουσίασε τον εαυτό ως κάποιον υπεύθυνο έτοιμο να βοηθήσει» ή «πες την αλήθεια – ή τουλάχιστον μην πεις ψέματα». Και εκεί, ασχέτως αν συμφωνούμε με το ύφος του, αναρωτιόμαστε, ειλικρινά υπάρχει τέτοιο έλλειμμα βασικών συμβουλών; Ο λόγος που έχει ο Πέτερσον τόσο μεγάλο νεανικό κοινό είναι ότι προβάλλει μια εικόνα-υπενθύμιση ενός χαμένου πατερναλισμού, που συνδυάζει την απλή έγνοια για κάποιον, τη σκληρή αγάπη και την ενθάρρυνση για υπευθυνότητα και αυτονομία.
Στην πραγματικότητα, από τη μία, έχουμε τους καλύτερους μπαμπάδες στην Ιστορία –τους πιο ενεργούς, τρυφερούς και δραστήριους που θα μπορούσαμε να ζητήσουμε–, από την άλλη υπάρχει μια κρίση του απόντος πατέρα. Κι ενόσω είναι δαιμονοποιημένο όλο το λεξιλόγιο –πατερναλισμός, πατριαρχία, πάτερ φαμίλιας ή όπως αλλιώς θέλετε πείτε το– συνυφασμένο καθώς είναι με ιεραρχία, εξουσία και προνόμια, η επιθυμία για μια «δομή» εξακολουθεί να υπάρχει. Και η απουσία μιας πατρικής δομής δημιουργεί ένα κενό και τότε κάποιος (ποιος ξέρει) –είτε από το τοξικό είτε από το πιο συμβατικό στρατόπεδο– πάντως κάποιος, με ατζέντα και σκοπό, κάνει πειρατεία και αναλαμβάνει καθήκοντα. Σκεφτείτε πόσο απρόβλεπτο είναι, εναποθέτουμε στην τύχη ποιο πρόσωπο ή ποια βιομηχανία αρρενωπότητας θα αναλάβει να καλύψει το κενό και να παρέχει κρησφύγετο σε εκατομμύρια αποπροσανατολισμένα παιδιά.
Χωρίς να θέλω να θυμώσω τις ακραίες φεμινίστριες, απλώς να συνεισφέρω με μια πασχαλινή, ίσως για μετά τη σιέστα, σκέψη: πιστεύω ότι μαζί με την απέχθεια και το ξεχαρβάλωμα της πατριαρχίας χάθηκαν και όλα τα θετικά της. Ακόμη αποζητούμε τη θετική διάσταση, τον προστατευτικό πατέρα, τον υπεύθυνο άνδρα, τον ευαίσθητο και οξυδερκή φίλο. Εκείνον που θα μοιραστεί με ειλικρίνεια και απροσποίητα την εμπειρία του ίσως και τη σοφία όπως προκύπτει από την πείρα της ηλικίας του. Και όλα αυτά, που ακούγονται κάπως σοβαροφανή, απλώς σημαίνουν: ας μη χαθούν η επαφή και η επικοινωνία με τη νεότερη γενιά, μόνο αυτό έχουμε. Είμαστε το ασφαλές καταφύγιο που θα τους κάνει να αισθάνονται ότι κάπου ανήκουν.
Ας μη χαθεί η επαφή και η επικοινωνία με τη νεότερη γενιά, μόνο αυτό έχουμε. Είμαστε το ασφαλές καταφύγιο που θα τους κάνει να αισθάνονται ότι κάπου ανήκουν.
Πόσο άψογο timing, το BBC να επιλέξει, για την ετήσια διάλεξη Richard Dimbleby, τον Γκάρεθ Σάουθγκεϊτ. Εδωσε το βήμα στον πρώην ποδοσφαιριστή και τέως μάνατζερ της αγγλικής εθνικής ομάδας για να ακουστεί η άλλη, η νηφάλια επιδραστική φωνή της μη τοξικής εξουσίας. Ο Σάουθγκεϊτ είναι καλός ρήτορας, εύγλωττος και φυσικός, κάποιες στιγμές απλώς μαρτυρούσε το άγχος του παίζοντας με τη βέρα του. Μια ομιλία στο θέμα των ημερών, που εστίασε στα αγόρια, στο χτίσιμο της ανθεκτικότητας και στην πίστη στον εαυτό τους. «Δεν γεννιέσαι με αυτά τα δύο χαρακτηριστικά», είπε, «αυτά χτίζονται βήμα βήμα, εμπειρία με την εμπειρία, με αποφασιστικότητα και προσήλωση». Προϋποθέτουν, είπε, τρία πράγματα: ισχυρή ταυτότητα, επαφή και κουλτούρα.
«Πολύ νέοι άνδρες», συνέχισε, «αισθάνονται απομονωμένοι, νιώθουν άβολα να ανοιχτούν σε φίλους ή οικογένεια. Πολλοί δεν έχουν δίπλα τους γονείς, μέντορες, δασκάλους, προπονητές ή αφεντικά που να αντιλαμβάνονται πώς να ασκήσουν την κατάλληλη πίεση ώστε να συμβάλουν στην ανάπτυξή τους. Η κοινότητα –στον αληθινό κόσμο– φθίνει, οι νέοι αδυνατούν να μιλήσουν ή να εκφράσουν τα συναισθήματά τους, μόνοι προσπαθούν να χειριστούν οποιαδήποτε κατάσταση. Στο τέλος υπαναχωρούν στη μοναξιά και στην εσωστρέφειά τους και στρέφονται στις ανθυγιεινές εναλλακτικές του Διαδικτύου».
Είπε και άλλα, είπε ότι κάθε γενιά αντιμετωπίζει τις προκλήσεις της και παρ’ όλες τις δύσκολες καταστάσεις τις οποίες έχει αντιμετωπίσει, πιστεύει ότι η ζωή τώρα είναι δυσκολότερη για τους νέους. Οχι γιατί είναι πιο αδύναμοι ή λιγότερο ανθεκτικοί από τις προηγούμενες γενιές, αλλά γιατί οι πιέσεις με τις οποίες έρχονται αντιμέτωποι είναι μοναδικές. Η νέα γενιά βομβαρδίζεται στα social media από εικόνες τελειότητας (τέλειο σώμα, τέλεια καριέρα, τέλεια ζωή), από μια εικόνα επιτυχίας που μοιάζει να υπάρχει χωρίς προσπάθεια και κόπο.
Αναφέρθηκε στις «αξίες που μετρούν», στην ακεραιότητα, στην ταπεινότητα, στο κουράγιο, αναφέρθηκε και σε ό,τι έμαθε. «Εάν έμαθα κάτι από το ποδόσφαιρο είναι ότι η επιτυχία είναι πολλά παραπάνω από το τελικό σκορ. Η αληθινή επιτυχία είναι πώς αντιδράς στις πιο δύσκολες στιγμές». Κάτι γνωρίζει από δύσκολες στιγμές. Μίλησε για το μοιραίο πέναλτι, στους ημιτελικούς του Euro το 1996, όταν η Αγγλία έπαιζε εναντίον της Γερμανίας στο στάδιο Ουέμπλεϊ. Το έχασε μπροστά σε 90.000 θεατές. Απογοήτευσε τον εαυτό του, τους συμπαίκτες του, τους συμπατριώτες του. Το σκέφτεται ακόμη και σήμερα. «Τι έκανες με αυτό;» ρώτησε κάποιος από το ακροατήριο, «προχώρησα», απάντησε και «σίγουρα θα ήθελα να είχα σκοράρει». «Απέτυχα, αλλά προσπάθησα. Μέχρι τότε δεν ήξερα πόσο ανθεκτικός είμαι στην αποτυχία».
(*) Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας και ζει στο Λονδίνο.