Γράφει ο Λευτέρης Κουσούλης* /tovima.gr

Λόγοι περί αυτοθυσίας ακούστηκαν τις τελευταίες μέρες, και σχετική θέση του κ. Δένδια για τη δυσκολία της Ευρώπης να σηκώσει το βάρος ενός πολέμου – δεν αντέχει φέρετρα, είπε – δίκαια έγινε αντικείμενο παρατήρησης. Πέρα από το πρόχειρο και εσφαλμένο της θέσης, το ζήτημα που εγείρει ο υπουργός Εθνικής Αμυνας είναι θεμελιακό και κατά κάποιον τρόπο αφυπνιστικό, απευθυνόμενο στους σύγχρονους Ελληνες, μια κοινότητα ανθρώπων που συστηματικά αποφεύγει τα δύσκολα και μεταθέτει τα επώδυνα.

Η αποφυγή και η μετάθεση αποδείχθηκαν ως τρόπος η προσφιλής μέθοδος ενός λαού που αρνήθηκε να σηκώσει το βάρος των αλλαγών που συνδέονται με την αντοχή του στον χρόνο, από την αδιαφορία του για το Δημόσιο Σχολείο έως τη μεταρρύθμιση του Ασφαλιστικού, από την ανοχή του στην υστέρηση της πολιτικής λειτουργίας έως την επιβράβευση των κατά καιρούς εκφραστών της.

Μια κοινωνία κρίνεται από τον βαθμό συνειδητοποίησης των συνθηκών της ζωής της, από την επίγνωση των ορίων της – των διαθέσιμων πόρων, για παράδειγμα –, από την πίστη και την πεποίθηση των μελών της ότι συμμετέχουν όλοι στην ίδια κοινότητα, συνδέονται με δεσμούς ακατάλυτους κοινής μοίρας, σε μια ιστορικής διάστασης ύπαρξη και διαδρομή. Η πατρίδα είναι τόπος γης. Είναι όμως πάνω από όλα τόπος συνείδησης. Είναι τρόπος ζωής. Αυτή η συνείδηση τροφοδοτεί την πατρίδα ως εν δυνάμει μαχόμενη οντότητα, ικανή να αποκρούσει κάθε απειλή εναντίον της ελευθερίας όλων και της ελευθερίας του ενός.

Η αυτοθυσία είναι η αυτοθέλητη αποδοχή του κινδύνου και του κινδύνου του ίδιου του θανάτου. Αυτοθυσία υπέρ ενός τρόπου πολιτικής και κοινωνικής και ατομικής ύπαρξης, σε μια κοινότητα όπου η συνείδηση της ελευθερίας και η στράτευση στην προστασία της υπερβαίνει τη συμβατική συνθήκη της ύπαρξης, είτε αυτή βιώνεται ως συνθήκη αιώνιας ειρήνης και ασφάλειας είτε ως εγγυημένη συνθήκη ευημερίας.

Το ζήτημα της αυτοθυσίας υπέρ της «πόλης» έχει ανυπέρβλητα τεθεί από τον Θουκυδίδη στον Επιτάφιο. Στον τιμητικό λόγο υπέρ των πρώτων νεκρών του Πελοποννησιακού Πολέμου. Ο Περικλής ο Ξανθίππου, αφού ανέβηκε σε ένα βήμα «στημένο ψηλότερα για να ακούγεται πιο μακριά όσο μπορούσε στο συγκεντρωμένο πλήθος» είπε: «τα πολεμικά επιτεύγματα με τα οποία αποκτήθηκαν και αυτά και άλλα, επειδή δεν θέλω να μακρηγορώ σε ανθρώπους που τα γνωρίζουν, θα τα προσπεράσω. Με ποιες αρχές όμως ως θεμέλιο τα κατακτήσαμε και με ποιους πολιτικούς θεσμούς και δημόσιο βίο, με ποια αντίληψη πετύχαμε αυτά τα μεγάλα, για αυτά θα μιλήσω πρώτα και ύστερα θα προχωρήσω στον έπαινο αυτών των νεκρών, γιατί πιστεύω ότι αυτή την ώρα δεν θα ήταν αταίριαστο να λεχθούν αυτά. (…) Εχουμε πολίτευμα που δεν αντιγράφει τους θεσμούς των άλλων (…) και ονομάζεται το πολίτευμα αυτό, επειδή δεν αποβλέπει στο συμφέρον των λίγων αλλά των πολλών, δημοκρατία».

Ο Επιτάφιος είναι ένας ύμνος στην πόλη της Αθήνας, στον τρόπο της ύπαρξής της, υπέρ του οποίου κάθε θυσία είναι μια τιμή και ένας ύμνος. Ο τρόπος της ύπαρξής μας, εμείς, άνθρωποι του παρόντος, Ευρωπαίοι, σε μια περίοδο ειρήνης 75 ετών, σε ένα δημοκρατικό πλαίσιο συνύπαρξης, σε υλικές συνθήκες πρωτόγνωρες στην ανθρώπινη διαδρομή, βρίσκεται μπροστά στην απειλή της κρίσης νοήματος, που μέσα της η αυτοθυσία σε ώρα κινδύνου θα δοκιμαστεί. Πιστεύω θα αντέξει.

(*) Πολιτικός επιστήμονας

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr