Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης*

1.Με το νόμο 2612/1998 το έτος 1998 , αφαιρείται η δασοπυρόσβεση από τα δασαρχεία και ανατίθεται στο Πυροσβεστικό Σώμα. Ο διαχωρισμός της πρόληψης από την καταστολή, που έγινε το 1998, και η ανάθεση του συντονισμού της δασοπυρόσβεσης στη Πυροσβεστική Υπηρεσία ήταν λάθος, γιατί έχοντας η ίδια την καταστολή ως βασικό αντικείμενο απασχόλησης και τον συντονισμό εκ του νόμου αποστέρησε σταδιακά τη δυνατότητα από τη Δασική Υπηρεσία, που έχει ως βασικό αντικείμενο τη διαχείριση των δασών, να συμμετέχει στη δασοπυρόσβεση. Δεν υπάρχει προηγούμενο οι διαχειριστές ενός φυσικού οικοσυστήματος να απουσιάζουν όταν αυτό καταστρέφεται. Οι εργαζόμενοι στα δασαρχεία γνωρίζουν την περιοχή, τα μονοπάτια, τους δρόμους, τις ιδιαιτερότητες, τις εξόδους.

Το χειρότερο όμως είναι ότι εξαφάνισε από τη χρηματοδότηση την πρόληψη. Τις τελευταίες δεκαετίες η χρηματοδότηση των δασαρχείων έχει μειωθεί δραματικά, με συνέπεια οι εργαζόμενοι στα δασαρχεία πολλές φορές να αναγκάζονται να χρησιμοποιούν ιδία μέσα, δικά τους προσωπικά χρήματα.

2.Με τον νόμο 3938/31-3-2011, ΦΕΚ 61, άρθρο 21, το έτος 2011, ο προηγούμενος νόμος «περί Αγροφυλακής» καταργήθηκε και η Ελληνική Αγροφυλακή ενσωματώθηκε στη Δασική Υπηρεσία.Με τον όρο Αγροφυλακή ονομαζόταν ειδική δημόσια υπηρεσία, αστυνομική Αρχή, με σκοπό την τήρηση της δημόσιας τάξης και την πρόληψη του εγκλήματος σε αγροτικές περιφέρειες, χωριά που απέχουν χιλιόμετρα από το αστυνομικό τμήμα και χώρους. Στην Ελλάδα η Αγροφυλακή περιλαμβανόταν στα Σώματα Ασφαλείας. Με την καλύτερη οργάνωση της Αγροφυλακής και με σωστό οργανόγραμμα, θα μπορούσε να συμβάλει σημαντικά στην πρόληψη πυρκαγιών και στην αποτελεσματική συνεργασία με τις αστυνομικές αρχές.

3.Οι Δασικοί Χάρτες δημοσιεύτηκαν το 2016, αλλά κρίθηκαν Αντισυνταγματικοι με διάφορες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, που αποτελεί το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο στην Ελλάδα (ΣτΕ 1118/2018, ΣτΕ 1411/2019, ΣτΕ 156/2019 κ.α.). Η χώρα μας, θα έπρεπε να έχει εδώ και δεκαετίες δασικούς χάρτες, αλλά οι ανωτέρω κρίθηκαν ουσιαστικά άκυροι από το Συμβούλιο της επικρατείας και πολλές ήσαν οι καταγγελίες αγροτών και ιδιοκτητών ακινήτων, που κλήθηκαν να υποβάλουν κοστοβορες και χρονοβόρες ενστάσεις, προκειμένου να αποδείξουν τα αυτονόητα.

Σε πλήρη αντιπαράθεση με την Απόφαση 2818/1997 του ΣτΕ, ο Νομοθέτης κατάργησε τα «Μέτρα Προστασίας» (Τρίτο Κεφάλαιο του Ν. 998/1979, άρθρα 11-13: «Φωτογράφησις», «Χαρτογράφησις», «Δασολόγιον») και, με τα άρθρα 27 και 28 του Ν. 2664/1998, συνέδεσε τη σύνταξη των Δασικών Χαρτών με τις διαδικασίες του Κτηματολογίου. Στους δασικούς χάρτες του 2016, εμφανίζονται ως δασικά, κρατικά πανεπιστήμια, κτίρια δημοσίων υπηρεσιών που βρίσκονται εκεί από το 1890 και αγροτικές εκτάσεις που καλλιεργούνται διαχρονικά, γεγονός το οποίο προκύπτει και από τις αεροφωτογραφίες.

  1. Το αδίκημα του εμπρησμού, που ήταν κακούργημα, έγινε πλημμέλημα πριν τις εκλογές του Ιουλίου 2019 και τώρα πάλι κακούργημα. Συγκεκριμένα το άρθρο 265 του Ποινικού Κώδικα ορίζει τις ποινές για τον εμπρησμό δασών. Στον παλαιό Ποινικό Κώδικα ο εμπρησμός δασών ξεκινούσε ως κακούργημα και προέβλεπε ποινή κάθειρξης από 5 έως 10 έτη. Μάλιστα η αυστηρότητα του νομοθέτη για την τιμωρία των εμπρηστών και την αποτροπή νέων εγκληματών ήταν τέτοια που ρητώς προβλεπόταν ότι η ποινή δεν μπορούσε να μετατραπεί ούτε να ανασταλεί και ακόμα και η έφεση δεν έδινε την δυνατότητα σε κάποιον να μείνει εκτός φυλακής. Με απλά λόγια εάν έκανες εμπρησμό δάσους με τον παλαιό Ποινικό Κώδικα τιμωρούσουν για κακούργημα και πήγαινες φυλακή. Παράλληλα, ο προηγούμενος Ποινικός Κώδικας προέβλεπε και αύξηση αυτών των ποινών εάν καιγόντουσαν πολλές εκτάσεις, γινόταν η πράξη με ιδιοτέλεια κέρδους, οπότε και το πλαίσιο ποινής έφτανε τα 20 χρόνια. Σε περίπτωση δε θανάτου ανθρώπων, η ποινή μπορούσε να ήταν ισόβια.

Το 2018 με τον νέο Ποινικό Κώδικα μετέτρεψε την απλή μορφή του εμπρησμού από κακούργημα σε πλημμέλημα. Δηλαδή, προέβλεψε ποινή για όποιον καίει δάση μόλις 3 ετών, από 5-10 που ίσχυαν και τα οποία, επειδή αφορούν πλημμεληματική ποινή, στην πραγματικότητα δεν εκτίονταν. Διατήρησε την κακουργηματική μορφή μόνο στις επιβαρυντικές περιστάσεις, αλλά πάλι με χαμηλότερο πλαίσιο ποινής αφού το ανώτατο όριο της κάθειρξης φτάνει τα 15 και όχι τα 20 έτη του προηγούμενου Ποινικού Κώδικα. Με απλά λόγια το 2018 βρήκε το έγκλημα του εμπρησμού δασών στην απλή του μορφή βαρύ κακούργημα όπου ο εμπρηστής έμπαινε αμέσως μετά την καταδίκη του στη φυλακή με πολυετή κάθειρξη (5-10 έτη) και το έκανε πλημμέλημα με ποινή φυλάκισης μόλις 3 ετών που δεν εκτίεται. Τώρα, ο υπουργός δικαιοσύνης δημοσίευσε ότι επαναφέρει το αυστηρό πλαίσιο και στο θέμα του εμπρησμού δασών, ξεκαθαρίζει ότι ο εμπρηστής δεν διαπράττει ένα απλό πλημμέλημα, αλλά κακούργημα και θα υποστεί τις συνέπειες που του αναλογούν.

  1. Το 1998, νέο νομοσχέδιο προχωρούσε ένα βήμα παραπέρα: ανακαλούσε κάθε απόφαση αναδάσωσης εκτάσεων που είχαν καεί πριν από το 1975 (§ 9) και ταυτόχρονα νομιμοποιούσε κάθε μεταβίβαση «δασωθέντος αγρού» - μέχρι 5 στρέμματα - που είχε γίνει στο παρελθόν (§ 4). Η προώθησή του συνέπεσε ωστόσο με τη μεγάλη πυρκαγιά της Πεντέλης - η οικοπεδοποίηση της οποίας στηρίζεται κυρίως στις διεκδικήσεις «δασωθέντων αγρών».

Ακολούθησε ένας καταιγισμός νομοθετικών ρυθμίσεων με στόχο την άρση της προστασίας των δασών και τη μετατροπή τους σε «αξιοποιήσιμα» φιλέτα:

Το 2003, Ο Ν. 3208, γνωστός και ως «νόμος ∆ρυ», που ψηφίστηκε τον ∆εκέμβριο του 2003, λίγο πριν από τις εκλογές. Μεταξύ άλλων: (α) επέτρεπε γενικά την αλλαγή χρήσης των δασών για «λόγους εθνικής οικονομίας και γενικά δημόσιου συμφέροντος», (β) νομιμοποιούσε όλες τις μεταβιβάσεις «δασωθέντων αγρών» που καλλιεργούνταν το 1960 αλλά και «αγροκτημάτων» με άγρια δέντρα που «δεν εφάπτονται με δημόσιο δάσος ή δασική έκταση», (γ) αναγνώριζε πλήρη κυριότητα στους διαχειριστές δημόσιων «ρητινευόμενων δασών», στην Πάρνηθα και αλλού («Ελευθεροτυπία», 24.9.03) και, το κυριότερο, (δ) συρρίκνωνε καθοριστικά την έννοια του δάσους, εξαιρώντας κάθε έκταση που δεν καλύπτεται εξ ολοκλήρου σε ποσοστό τουλάχιστον 25% (έναντι 15% που ίσχυε ώς τότε και 10% που προβλέπει η Ε.Ε.) - αλλαγή που οδηγεί στον αποχαρακτηρισμό του 1/3 των δασικών εκτάσεων της χώρας. Αμεση συνέπεια του νέου ορισμού ήταν η αχρήστευση των δασικών χαρτών που μόλις είχαν καταρτιστεί βάσει του 25% και η επιστροφή στο αχαρτογράφητο χάος.

  1. Ο Ν. 1734/1987, το 1987, προέβλεπε τον αποχαρακτηρισμό (και την αλλαγή χρήσης) δασικών εκτάσεων διά της μετονομασίας τους σε «βοσκότοπους» από τους κατά τόπους νομάρχες (§ 3). Με τη μετατροπή μιας καμένης δασικής έκτασης σε «βοσκότοπο» αναστέλλεται αυτόματα κάθε απόφαση αναδάσωσής της (§ 6.1) και μπορεί να μετατραπεί σε γεωργική εκμετάλλευση (§ 13.2.α), να χρησιμοποιηθεί «για δημιουργία νέων οικισμών ή επέκταση παλαιών» (§ 6.1.β) ή να παραχωρηθεί για μια πλειάδα χρήσεων (από «χώρους απορριμμάτων και λυμάτων» μέχρι «ιερούς ναούς και ιερές μονές»).

Ειδικό άρθρο φρόντισε να κάνει ευκολότερη τη διεκδίκηση των «δασωθέντων αγρών» από τους (φερόμενους ως) ιδιοκτήτες τους: η σχετική απόδειξη μπορεί να γίνεται πια με απλή ένορκη εξέταση μαρτύρων (§ 14.2). Προϋπόθεση για την όποια φερεγγυότητα των τελευταίων, σε περίπτωση καταπατημένου δάσους, αποτελεί φυσικά η εξαφάνιση των δέντρων που θα πιστοποιούσαν ότι δεν πρόκειται για «χωράφι στο οποίο φύτρωσαν μερικά πευκάκια».

Η συζήτηση του νόμου αυτού στη Βουλή είναι αποκαλυπτική. Η εισηγητική έκθεση έκανε λόγο για επικείμενο αποχαρακτηρισμό 52.000.000 στρεμμάτων (έναντι 15.000.000 του Ν. 998), ενώ διατυπώθηκαν ανοιχτά υποσχέσεις απαλλαγής από τα δεσμά της «υπερβολικής» δασοπροστασίας: (Πρακτικά Βουλής,15.9.1987, σελ. 1.442).

Ο συνάδελφός του, Γιώργος Χιωτάκης, εξέφρασε την αλληλεγγύη του προς «ένα μικρό παραθαλάσσιο χωριό» της Καρπάθου «που αναπτύσσεται τουριστικά και που πραγματικά ασφυκτιά, διότι περιζώνεται από δάση» (σ. 1.476) κι οραματίστηκε την αντικατάσταση των δασών από καρποφόρα δέντρα (σ. 1.458), ενώ ο υφυπουργός Γεωργιας εξήγγειλε την απαλλαγή των ορεινών χωριών που «είναι περικυκλωμένα από δάση» από «τον βραχνά» που «αποτελεί εμπόδιο» στην οικιστική επέκτασή τους (πρακτικά Βουλής 1987,σελ 1.460-1).

  1. Είχε προηγηθεί παλαιότερα, το δασοκτόνο νομοθέτημα της δικτατορίας (Ν.∆. 86/1969), προσαρμοσμένο στη συνεπή πρακτική όλων να επιβραβεύει τους «ημετέρους» και να διευκολύνει ευρύτερα κοινωνικά στρώματα σε βάρος του δημόσιου συμφέροντος.
  2. Αποχαρακτηρισμός δασικών εκτάσεων. Το Σύνταγμα του 1975 φάνηκε να ανακόπτει αυτή την πρακτική. Τα δύο σχετικά άρθρα του εμφανίζονται να προστατεύουν ικανοποιητικά τα δάση και κυρίως να αποκλείουν την οικοπεδοποίηση και τη μετατροπή τους σε οικισμούς. Το άρθρο 24 απαγορεύει τη «μεταβολή του προορισμού των δασών και των δασικών εκτάσεων, εκτός αν προέχει για την Εθνική Oικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη τους χρήση, που την επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον».

Και το άρθρο 117 καθορίζει ότι «δημόσια ή ιδιωτικά δάση και δασικές εκτάσεις που καταστράφηκαν ή καταστρέφονται από πυρκαγιά ή που με άλλο τρόπο αποψιλώθηκαν ή αποψιλώνονται δεν αποβάλλουν για τον λόγο αυτό τον χαρακτήρα που είχαν πριν καταστραφούν, κηρύσσονται υποχρεωτικά αναδασωτέες και αποκλείεται να διατεθούν για άλλο προορισμό».

Μόνο που η ικανοποιητική αυτή προστασία υπονομεύτηκε από την πρώτη στιγμή με νομοθετήματα των ίδιων των πολιτικών δυνάμεων που ψήφισαν το Σύνταγμα. Επί χρόνια το Συμβούλιο της Επικρατείας αποδυόταν σε αγώνα για να εφαρμόζονται τα επίμαχα άρθρα του Συντάγματος,που προστατεύουν τις δασικές εκτάσεις.

Ηδη το 1979 τέθηκαν οι βάσεις για τον αέναο αποχαρακτηρισμό δασικών εκτάσεων και τη μετατροπή τους σε οικόπεδα.

Ο Ν. 998/1979 επέτρεπε:

Την ένταξη δασών και δασικών εκτάσεων, στο σύνολό τους ή εν μέρει, «εις οικιστικήν περιοχήν» και οικοδόμησή τους σε ποσοστό 10% (§ 49.2).

Τη μετατροπή ιδιόκτητων δασών σε οικιστικές περιοχές, με κατάτμησή τους σε οικόπεδα, «εφ’ όσον αι ανάγκαι του πολεοδομικού σχεδιασμού και της οικιστικής αναπτύξεως κατά την κρίσιν του Υπουργού ∆ημοσίων Εργων επιβάλλουν τούτο» (§ 49.3).

Ανάλογη ρύθμιση για τους οικοδομικούς συνεταιρισμούς (§ 50.1).

Τη νομιμοποίηση της (παράνομης) αγοράς δασικών ή αναδασωτέων μοναστηριακών εκτάσεων από οικοδομικούς συνεταιρισμούς μέχρι τέλους του 1978 (§ 50.6).

Την εξαίρεση από τη δασοπροστασία των ιδιόκτητων «δασωθέντων αγρών», με «υπεύθυνον δήλωσιν» του ενδιαφερόμενου ότι ήταν καλλιεργήσιμα εδάφη ώς το 1940 και «αυτοψία» δασολόγου, προσφυγή δε στις αεροφωτογραφίες του 1945 μονάχα «εν περιπτώσει αμφιβολιών» (§ 67).

∆εκάδες διατάξεις που ψηφίστηκαν από όλες τις κυβερνήσεις μετά το 1974 έχουν στόχο να αποχαρακτηριστούν οι δασικές εκτάσεις και να αναδυθούν νέες γενιές οικοπεδοφάγων. Το πού οδηγούσε η εφαρμογή αυτών των διατάξεων είναι σαφές.

Ήδη μέσα στην πρώτη εξαετία της μεταπολίτευσης εξαιρέθηκαν από την αναδάσωση 14.637 στρέμματα καμένου δάσους στην Αττική κι άλλα 265.000 στην υπόλοιπη επικράτεια («Ελευθεροτυπία», 28.9. και 1.10.1980). ∆εν ήταν παρά μόνο η αρχή: παρά τις υποσχέσεις του ότι μόλις έρθει στην εξουσία θα καταργήσει τον Ν. 998, η επόμενη κυβέρνηση όχι μόνο τον διατήρησε σε ισχύ αλλά και τον «συμπλήρωσε» με νέα δασοκτόνα νομοθετήματα - αρχής γενομένης με την «εγκύκλιο Γιώτα» του 1984.

  1. Η εγκύκλιος 1099/2004 του υπουργού Γεωργίας , με την οποία εφαρμόζεται ο Ν. 3208 και αποχαρακτηρίζονται εκατομμύρια στρέμματα.
  1. Με τον νόμο 4495/2017, το 2017 δόθηκε για πρώτη φορά το δικαίωμα σε ιδιοκτήτες αυθαιρέτων που βρίσκονται σε οικολογικά ευαίσθητες περιοχές και απαγορεύεται να νομιμοποιηθούν να τα κατεδαφίσουν με δικά τους έξοδα και να απαλλαγούν από την καταβολή του οφειλόμενου προστίμου.
  2. Το 2011, ο νόμος του ελληνικού κράτους 4014/2011, ΦΕΚ Α209/21-09-2011 "Περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων και δραστηριοτήτων, ρύθμιση αυθαιρέτων σε συνάρτηση με δημιουργία περιβαλλοντικού ισοζυγίου και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Περιβάλλοντος", αναφέρεται συχνά ως ο "νόμος των αυθαιρέτων": οδήγησε στην νομιμοποίηση αυθαίρετων και κάποιων καταπατητών και στην εγκατάσταση της νοοτροπίας ότι όλα πληρώνονται. Εκτός από την επίλυση ενός χρόνιου προβλήματος ανθρώπων εντίμων που απλά δεν είχαν άδεια σε ιδιόκτητο οικόπεδο τους, ταυτόχρονα ευνόησε και μια σειρά από παράνομους καταπατητές.

(*) Δικηγόρος Αθηνών- Συνταγματολόγος- Συνήγορος Αμερικανικού Δημοκρατικού Κόμματος στην Ελλάδα- Δ.Σ. Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης Δήμου Αθηναίων- Δ.Σ. Ιδρύματος Μπότσαρη- νομικός σύμβουλος Βορειοηπειρωτών

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr