Γράφει η Ελεάννα Βλαστού* / kathimerini.gr

Το θέατρο συνήθως χρησιμοποιεί τον πλούτο της γλώσσας σαν ένα μέσο με ρητορική και αναλυτική δύναμη. Το έργο που είδα πριν από αρκετό καιρό –«Lemons, lemons, lemons» του Σαμ Στάινερ– έκανε ακριβώς το αντίστροφο. Πραγματευόταν τους περιορισμούς και τα αδιέξοδα της γλώσσας προσδίδοντάς τους καλλιτεχνική αξία. Η παράσταση δεν με ενθουσίασε, αλλά η ιδέα μού άρεσε. Βασιζόταν σε ένα πείραμα σκέψης όπου ένα ζευγάρι επιχειρεί να επικοινωνεί καθημερινά με έναν συγκεκριμένο αριθμό λέξεων. Για την ακρίβεια 140 λέξεις, τόσες αναλογούν στον καθέναν. Μια ιδέα προφανώς εμπνευσμένη από την καταστολή που μας επιβάλλουν τα σύντομα γραπτά μηνύματα. Το ζευγάρι άλλοτε καταφέρνει να συνεννοείται με συμπυκνωμένη καθαρότητα, άλλοτε σκοντάφτει σε διφορούμενα μισόλογα και άλλοτε, σε στιγμές κρίσης, ακόμη και αν υπάρχουν οι διαθέσιμες λέξεις, η χρήση τους κρίνεται ακατάλληλη. Διότι ακόμη κι αν μπορούν να σπαταληθούν, ακόμη κι αν είναι οι σωστές, οι λέξεις υπερβαίνουν τον έλεγχό μας. Ερχονται οπλισμένες και βεβαρημένες με παρελθόν, με την ηχώ και τις αναμνήσεις τους, με το βάρος που κουβαλούν από προηγούμενες χρήσεις τους. Κι έτσι, η γλώσσα, το μοναδικό μέσο επικοινωνίας που διαθέτουμε, με συνεργούς τις λέξεις, τις τετριμμένες, τις πλέον κοινές, από εργαλεία συνεννόησης μετατρέπονται σε μια προσπάθεια δύσκολη έως και επίπονη ή και σε μια γλωσσική μάχη που μπορεί να καταλήξει σε Βατερλώ.

Είχα ξεχάσει το έργο και το θυμήθηκα με την επικαιρότητα αυτής της εβδομάδας. Δεν ξέρω αν κάποιος από εσάς γνωρίζει τον Γκάρι Λίνεκερ, ενδεχομένως κάποιοι. Δεν γνώριζα τον Γκάρι Λίνεκερ. Πληροφορήθηκα ότι ο 62χρονος πρώην αρχηγός της εθνικής Αγγλίας είναι παρουσιαστής –για περισσότερα από 20 χρόνια– της δημοφιλούς εκπομπής του BBC «Match of the day». Τα πρωτοσέλιδα επί μία εβδομάδα ασχολούνται με τους 280 χαρακτήρες του Λίνεκερ. Οι 280 χαρακτήρες αντιστοιχούν σε 40-70 λέξεις, ό,τι επιτρέπει το Twitter για την έκφραση απόψεων. Είναι σχεδιασμένο σωστά: σύντομες απόψεις – μέγιστη γλωσσική αποτυχία.

Ενδιαφέρεται κάποιος να μάθει ποια είναι η άποψη ενός παρουσιαστή για τη μεταναστευτική πολιτική της κυβέρνησης; Σκέφτηκε κάποιος «ποια είναι άραγε η άποψη αυτού του παραγωγού αθλητικής εκπομπής για το συγκεκριμένο –ή και για οποιοδήποτε– πολιτικό θέμα;». Ισως ελάχιστοι, αλλά πιθανολογώ κανένας. Είμαι βεβαία ότι ούτε η γυναίκα του δεν ενδιαφέρεται να διαβάσει ότι «δεν υπάρχει τεράστια εισβολή (μεταναστών). Λαμβάνουμε πολύ λιγότερους μετανάστες από άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες. Αυτή είναι απλώς μια απίστευτα σκληρή πολιτική απέναντι σε ευάλωτους ανθρώπους με μια ρητορική όμοια με τη ρητορική της Γερμανίας του 1930». Και αυτό ήταν. Αυτές οι τελευταίες λέξεις, οι εννέα για την ακρίβεια, αποτέλεσαν τη θρυαλλίδα.

Η κυβέρνηση χαρακτήρισε «προσβλητική και απαράδεκτη» τη δήλωση. Η υπουργός Εσωτερικών Σουέλα Μπρέιβερμαν θίχτηκε, απ’ ό,τι αντιλήφθηκα, προσωπικά και το πήγε μακρύτερα, μοιράστηκε μαζί μας το θρήσκευμα του συζύγου της και το γεγονός ότι πολλοί πρόγονοι αφανίστηκαν στο Ολοκαύτωμα. Κάποιοι άλλοι, μάλλον, ζήλεψαν όταν θυμήθηκαν ότι είναι ο πιο ακριβοπληρωμένος παραγωγός του σταθμού και καλά θα κάνει απλώς να συνεργάζεται (και συναδελφικά τουλάχιστον να σωπαίνει). Το BBC τον έπαυσε αναστέλλοντας τη συνεργασία με τη δικαιολογία της παραβίασης των κανόνων δεοντολογίας και των οδηγιών περί αμεροληψίας που έχει θέσει η εταιρεία. Η δημόσια κατακραυγή περί ελευθερίας του λόγου ήταν τεράστια, οι αντιδράσεις θυελλώδεις, τόσο που ο διευθυντής του BBC δήλωσε «όχι, εγώ δεν παραιτούμαι!». Ο Λίνεκερ επανήλθε. Τέλος της ιστορίας.

Για την ιστορία όμως, την ίδια στιγμή, ο πρωθυπουργός Ρίσι Σούνακ είχε μεταβεί στο Παρίσι να ασκήσει «πραγματική» πολιτική και να συνομιλήσει με τον ομόλογό του Εμανουέλ Μακρόν ακριβώς για το ίδιο θέμα, για τη μεταναστευτική πολιτική των δύο χωρών. Ουδείς ασχολήθηκε μαζί του. Ουδείς ασχολήθηκε με τη σύναψη συμφωνίας για την αναχαίτιση της παράνομης μετανάστευσης από τις γαλλικές ακτές. Κάνω το ίδιο και σπεύδω να κλείσω την παρένθεση. Που αποκαλύπτει ακριβώς με διαύγεια την ταχύτητα και το μέγεθος της συλλογικής ψύχωσης όσων κατοικούν στη μικρονοϊκή διαδικτυακή κόλαση. Δηλαδή όλοι μας – ή σχεδόν. Το μέσο είναι πλέον το μήνυμα. Η πλατφόρμα της κοινωνικής δικτύωσης δεν επισκιάζει απλώς, έχει αντικαταστήσει την κεντρική πολιτική σκηνή.

Ο Γκάρι Λίνεκερ δεν ξύπνησε ένα πρωί και σκέφτηκε «σήμερα θα κάνω μια εξομοίωση: θα παρομοιάσω την κυβέρνηση της Αγγλίας με τους ναζί» ή «σήμερα νιώθω προκλητικός και έτοιμος να προβώ σε μια ανακοίνωση που θα μου κοστίσει την ηρεμία μου, ενδεχομένως και τη δουλειά μου». Είναι απλούστερο. Δεν σκέφτηκε τίποτα. Διότι οποιαδήποτε δήλωση –αυτό βοά– περιλαμβάνει τους ναζί είναι τόσο χονδροειδώς εύκολη που πάντα αποκαλύπτει με ευκρίνεια ότι όποιος καταφεύγει εκεί, είτε είναι τεμπέλης είτε στερείται άλλων επιχειρημάτων.

Η όλη ιστορία έχει να κάνει με την ενστικτώδη ανάγκη να μοιράζουμε τις απόψεις μας, την αυτοδιάθεσή μας να κοινοποιούμε τις σκέψεις μας, ενώ ουδείς μας τις ζητάει. Το δόλιο της υπόθεσης έγκειται στο ότι πιστεύουμε ότι τα σχόλιά μας, οι ομολογίες μας, οι αποκαλύψεις που γνωστοποιούνται αφειδώς από το έξυπνο κινητό μας στους υπολοίπους είναι υψίστης σημασίας.

Εχει χαθεί η μαγεία του υπαινιγμού, της νύξης. Αυτής της σύντομης αναφοράς σε ένα θέμα η οποία γίνεται σκόπιμα ή επ’ ευκαιρία και η οποία είναι αποτελεσματικότερη από ό,τι δηλώνεται. «Το ανθρώπινο μυαλό έχει την τάση να αρνείται τις δηλώσεις», έχει γράψει ο Μπόρχες, «αλλά όταν κάτι υπονοείται, υπάρχει ένα είδος φιλοξενίας στο μυαλό μας και είμαστε έτοιμοι να το δεχτούμε» («Η τέχνη του στίχου», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης).

Μια ουσιαστικότερη ερώτηση –φιλοσοφική σχεδόν– προκύπτει από τον όρο που έχει θέσει το BBC στους συνεργάτες του: πώς ορίζεται η αμεροληψία; Οι άνθρωποι, ακόμη κι αν βλέπουμε τα ίδια πράγματα, ακόμη και όταν έχουμε τις ίδιες εμπειρίες, τις μεταφράζουμε διαφορετικά. Πιστεύουμε στην αντικειμενικότητά μας, θεωρούμε ότι είμαστε ουδέτεροι, ότι κατέχουμε την αδιαμφισβήτητη αλήθεια. Οποιος δεν συμφωνεί μαζί μας, είτε μεροληπτεί, είτε έχει ιδεοληψίες, είτε είναι απλώς κακόπιστος.

Κλείνω με τη σκέψη ότι ο Ιρλανδός θεατρικός συγγραφέας Σάμουελ Μπέκετ θα ήταν άκρως παραγωγικός και εμπνευσμένος εάν ζούσε στην εποχή μας. Καταπιάστηκε ενδελεχώς με τις σχισμές, τις ρωγμές, την ανεπάρκεια και τις αντιφάσεις της γλώσσας. Θα τον εντυπωσίαζε πόσο σχολαστικά ασχολούμαστε με τις λέξεις και πόσο κυριολεκτικά λαμβάνουμε υπόψη μας τα γλωσσικά ατελή ατοπήματα του καθενός.

Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας και ζει στο Λονδίνο.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr