Γράφει η Ελεάννα Βλαστού* / kathimerini.gr

Βρέθηκα στο Αμστερνταμ, από υποχρέωση όχι επιλογή, την προηγούμενη εβδομάδα και ζήτησα στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου κάποιες βασικές κατευθυντήριες πληροφορίες. «Θα σας το βάλω στο google map, μην ανησυχείτε», προσπάθησε να με καθησυχάσει ο υπάλληλος. «Σημειώστε το εδώ», είπα τείνοντας τον χάρτη. «Μα ενδέχεται να χαθείτε», απάντησε, «δεν είναι ό,τι χειρότερο», ψέλλισα και κοιταχτήκαμε προσπαθώντας να ανιχνεύσουμε ποιος από τους δύο είναι λογικότερος, ενώ έβλεπα στο πρόσωπο του γιου μου ποιανού το μέρος είχε πάρει.

Η στιχομυθία με έβαλε σε σκέψεις. Η πλειοψηφία δεν θέλει να χάνεται, προτιμάει πάντα να γνωρίζει πού κατευθύνεται. Ενόσω ζούμε σε έναν ταχύτατα μεταβαλλόμενο κόσμο όπου η ρευστότητα είναι η μονιμότητα, αντιστεκόμαστε στο άγνωστο επιλέγοντας καθορισμένες διαδρομές. Ισως ακριβώς αυτός είναι ο λόγος, όσο γνωρίζουμε (αποδεδειγμένα) ότι οι αβεβαιότητες της ζωής είναι η μόνη βεβαιότητα τόσο κάνουμε απόπειρες να ξορκίσουμε το άγνωστο που προκαλεί φόβο. Από την άλλη, εγώ, θεωρώ ότι χάνονται δυνατότητες όταν σε οδηγεί το έξυπνο κινητό και προτιμώ το ρίσκο του χάρτη, που δεν είναι στην ουσία μεγάλο τόλμημα για κάποιον που διαθέτει χρόνο για ξόδεμα στην πόλη που κάνει τουρισμό.

Οι πειραματισμοί είναι μέρος της ζωής, οι ασάφειες ευκαιρίες, το να νιώθεις ελαφρώς άβολα χρήσιμο για να μάθεις τον εαυτό σου. Αυτά έλεγα στον Ντίνο επαυξάνοντας: η προσπάθεια προσανατολισμού ενδυναμώνει τη μνήμη, η περιφρόνηση του κινητού παρέχει απροσδόκητες περιστάσεις παρατήρησης και γνωριμιών: κοιτάς κτίρια και ανθρώπους, μιλάς με μια ψηλή Ολλανδή, γιατί όχι; Ολοι μιλούν αγγλικά. Τέτοια του έλεγα και εξακολουθούσα να διασχίζω ψύχραιμη και, όλο και περισσότερο, αβέβαιη. «Χαθήκαμε!» ανακοίνωσα, «το ήξερα εγώ», είπε την αντιπαθητικότερη των εκφράσεων.

Η πόλη ήταν κατάμεστη. Ανθρωποι και ποδήλατα. Εξοικειωμένοι και σβέλτοι οι ντόπιοι, ασταθείς και νωχελικοί οι τουρίστες όλοι ανεβασμένοι σε σέλες που πήγαιναν και έρχονταν άναρχα, από και προς, κατευθυνόμενοι και απομακρυνόμενοι από τη θέα των καναλιών. Οι υπόλοιποι, πεζοί ή αγκυροβολημένοι στα ρείθρα των στενών πεζοδρομίων με ένα τηλέφωνο ως παλάμη να αποτυπώνουν και να απαθανατίζονται, επιμελημένες οικογενειακές στιγμές και αυτοπροσωπογραφίες, βιώνουν τον δικό τους ολλανδικό Χρυσό Αιώνα της τεχνολογίας.

Μια μητέρα τράβαγε την κόρη στο κάδρο, μια άλλη έδινε εντολές: «Κάτσε πιο αριστερά, έλα πιο κοντά, χωρίς γκριμάτσα, χαμογέλα». Τώρα «δημιουργούμε αναμνήσεις», άκουσα μια τρίτη να λέει στα παιδιά της και νομίζω ότι αυτή είναι η δεύτερη αντιπαθητικότερη έκφραση που έχω ποτέ ακούσει και θέλω, αν συμφωνείτε, να την ξεχάσουμε. Είναι κάποιοι που ζουν σε μέλλοντα χρόνο αγνοώντας το παρόν. Ικανοποιούνται να ξεσκαρτάρουν τις δεκάδες φωτογραφίες για το μέλλον και να ζουν το σήμερα για να το καταγράφουν. Γιατί και τα δύο δεν γίνονται, είναι γεγονός. Ισως απλώς ταΐζουμε τον τεχνολογικό μας εθισμό παίρνοντας τη δόση μας με το πρόσχημα μιας φωτογραφίας.

Οι φωτογραφίες από την παιδική μου ηλικία είναι τόσο λίγες, τις φυλάω σαν καλό κρασί, που δεν αποτελούν απειλή στην εσωτερική μου μνήμη, όσο μεγαλώνω τόσο μεγαλύτερη αξία της προσδίδω. Κοιτώντας τες σήμερα δίνουν την εντύπωση ανυπόκριτων φυσικών αποτυπώσεων, όχι διότι ήταν αυθόρμητες αλλά γιατί δεν ήταν επιμελημένες. Και επειδή δεν ήταν δουλεμένες, από την ατημελησία τους δηλαδή, ξεπετάγονται όλες οι παιδικές αναμνήσεις, οι αισθήσεις, οι μυρωδιές και τα παραλειπόμενα. Και οι παιδικές αναμνήσεις βρίσκονται εκεί, στις παρυφές της ενήλικης οπτικής γωνίας.

Το θέατρο της παρου- σίασης του εαυτού είναι παλιότερο από τον Μαρκ Ζούκερμπεργκ.

Αλλά, ο κόσμος δεν θέλει αοριστία και θέλει αναμνήσεις με συγκεκριμένη ελεγχόμενη αισθητική. Φωτογραφίες συχνά τόσο άρτιες που δεν επικοινωνούν τίποτα, απαθανατίζουν μια τέλεια στιγμή με οπτικό θόρυβο μεν αλλά όπως είναι τα απλοποιημένα καρέ των κόμικς δε. Δηλώνουν παρουσία αλλά δεν προάγουν τις δυνατότητες της συνδιαλλαγής. Είναι μια ιδέα των ίδιων αλλά δεν είναι οι ίδιοι.

Αισίως βρεθήκαμε στο μουσείο Rijks μπροστά από την αυτοπροσωπογραφία του Ρέμπραντ ως Αππστόλου Παύλου (1661). Μια σέλφι του 17ου αιώνα. Το θέατρο της παρουσίασης του εαυτού είναι παλιότερο από τον Μαρκ Ζούκερμπεργκ. Ο Ρέμπραντ ζωγράφισε, σκίτσαρε ή χάραξε τον εαυτό του δεκάδες φορές. Ο εαυτός του ήταν το αγαπημένο του θέμα. Οχι επειδή ήταν νάρκισσος, επειδή μόνο ο εαυτός του ήταν διαθέσιμος είκοσι τέσσερις ώρες, επτά ημέρες της εβδομάδας, ενώ τα μοντέλα για να ποζάρουν ήταν κοστοβόρα και συχνά δυσεύρετα.

Ετσι έβλεπε ο καλλιτέχνης τον εαυτό του: ένα τουρμπάνι να στεφανώνει το κεφάλι ενός ηλικιωμένου άνδρα σε φόντο γήινο, γκρίζες τούφες να ξεπετιούνται, δέρμα διάστικτο και χλωμό, μύτη μεγάλη και πορώδης, χείλη σφραγισμένα, πεσμένα μάγουλα. Με τη μόνη πηγή φωτός στο αριστερό μέρος του πίνακα να πέφτει εκεί που πρέπει ώστε να υπογραμμίσει τις έντονες ρυτίδες του μετώπου και τα σκοτεινά μάτια για να φανεί αυτό το βλέμμα το τόσο προσεκτικό και τόσο απροσδιόριστο.

Ο Ρέμπραντ δεν εξιδανικεύει, ούτε ωραιοποιεί. Αποπειράται εικόνα λεπτομερούς ελέγχου, μια αντικειμενική εκτίμηση του εαυτού του όπου κάθε ρυτίδα και κάθε μυς κινείται για να παραπέμψει σε μια εσωτερική αλήθεια. Είναι ένα μάθημα στην τέχνη της αντίληψης του εαυτού, χωρίς επιτήδευση, χωρίς ακκισμό, χωρίς άμυνα. Μια μελέτη στο πώς να ζωγραφίζεις απ’ την ανάποδη, απέξω προς τα μέσα. Είναι μια αυτοπροσωπογραφία με μια μικρή οπή που μας αφήνει να ρίξουμε μια ματιά στον εσωτερικό κόσμο, ακριβώς το αντίθετο από αυτό που προσφέρουν οι φωτογραφίες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Επιμένω όμως, όλη η μαγεία είναι στο βλέμμα. Τόσο αμφίσημο και ανοιχτό στις ερμηνείες που δεν το βαριέσαι αιώνες αργότερα. Ενα κοίταγμα γεμάτο ασάφεια που δίνει όλες τις απαντήσεις χωρίς να αποσαφηνίζει. Κι όταν δεν εξαλείφεις τα μονοπάτια προς το άγνωστο, συμβαίνει αυτό: μένει το μυστήριο για τους μελλοντικούς θεατές που δεν τους αρέσει το προβλέψιμο. Τους τολμηρούς, τους εξεταστικούς, τους εσωστρεφείς.

Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας και ζει στο Λονδίνο.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr