Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης*

Η αποποίηση της κληρονομίας επιλέγεται αν τα χρέη του κληρονομούμενου και οι υποχρεώσεις της κληρονομιάς είναι τόσες πολλές που δεν συμφέρει η αποδοχή.

Αποποίηση κληρονομιάς είναι η δήλωση του προσωρινού κληρονόμου ότι δεν δέχεται την κληρονομιά, ότι δηλαδή δεν επιθυμεί να γίνει οριστικός κληρονόμος. Η δήλωση γίνεται στη γραμματεία του αρμόδιου Ειρηνοδικείου (στην περιφέρεια του οποίου δηλαδή είχε την κατοικία του ή τη διαμονή του ο κληρονομούμενος κατά το χρόνο του θανάτου του), εντός τεσσάρων μηνών από τότε που ο κληρονόμος έλαβε γνώση της επαγωγής (ότι δηλαδή κατέστη προσωρινός κληρονόμος) και του λόγου της κληρονομιάς. Σε περίπτωση που ο κληρονομούμενος είχε την τελευταία του κατοικία στην αλλοδαπή ή που ο κληρονόμος έμαθε την επαγωγή όταν έμενε στην αλλοδαπή, η προθεσμία αυτή ανέρχεται στο ένα έτος.

Η αποποίηση αναφέρεται μόνο στο σύνολο της κληρονομιάς και δεν μπορεί αν περιοριστεί σε μέρος αυτής

Σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 1847 του Αστικού Κώδικα, η προθεσμία αποποίησης κληρονομιάς αρχίζει από τότε που ο κληρονόμος έμαθε την επαγωγή και το λόγο της, ενώ σε επαγωγή από διαθήκη (αν δηλαδή ο κληρονόμος κληρονομεί δυνάμει διαθήκης) η προθεσμία αρχίζει μετά τη δημοσίευση της διαθήκης. Εάν η κληρονομιά επάγεται σε πρόσωπο ανίκανο για δικαιοπραξία, η γνώση της επαγωγής και του λόγου της ελέγχεται στο πρόσωπο του νομίμου αντιπροσώπου. Ειδικότερα, σε περίπτωση ανηλίκου που τελεί υπό γονική μέριμνα το στοιχείο της γνώσης, προκειμένου να αρχίσει να τρέχει η αποκλειστική προθεσμία της αποποίησης, κρίνεται στο πρόσωπο των γονέων του. Δηλαδή, η τετράμηνη προθεσμία ξεκινά από τότε που οι γονείς του ανήλικου έμαθαν ότι το τέκνο τους κατέστη κληρονόμος.

Αν παρέλθει η τετράμηνη προθεσμία τότε θεωρείται ότι η κληρονομιά έγινε αποδεκτή από τα τέκνα. Αποποίηση κληρονομιάς μετά την παρέλευση της τετράμηνης προθεσμίας είναι άκυρη.

Αν ο κληρονομούμενος είχε την τελευταία κατοικία του στο εξωτερικό ή αν ο κληρονόμος έμαθε την επαγωγή όταν διέμενε στο εξωτερικό, η προθεσμία είναι ενός έτους. Κατά κανόνα οι ανωτέρω προθεσμίες αρχίζουν να μετρούν από το χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου, εκτός ορισμένων εξαιρέσεων που ο θάνατος δεν περιήλθε εγκαίρως στη γνώση του κληρονόμου.

Ο κληρονόμος έχει το δικαίωμα, ενός τεσσάρων μηνών από τότε που έλαβε γνώση ότι κατέστη κληρονόμος και την αιτία της κληρονομιάς, να προβεί σε αποδοχή με το ευεργέτημα της απογραφής, περιορίζοντας την ευθύνη του για τις υποχρεώσεις της κληρονομιάς μέχρι το ενεργητικό της, δηλαδή μέχρι τη συνολική αξία της κληρονομίας. Στην περίπτωση αυτή οι δανειστές του κληρονομούμενου – θανόντος δεν έχουν το δικαίωμα να επιδιώξουν την ικανοποίηση της απαίτησης που είχαν κατά του κληρονομούμενου στρεφόμενοι κατά της ατομικής περιουσίας του κληρονόμου, ο οποίος αποδέχθηκε με το ευεργέτημα της απογραφής. Η κληρονομιά, αν και περιέρχεται στην κυριότητα του κληρονόμου, είναι εντούτοις χωρισμένη από την ατομική του περιουσία και προσφέρεται για την ικανοποίηση των δανειστών για τις απαιτήσεις τους κατά του κληρονομούμενου – θανόντος.

Επαγωγή είναι η μεταβίβαση (η κτήση του δικαιώματος) της κληρονομιαίας περιουσίας στον κληρονόμο ή στον κληροδόχο της περιουσίας που κληρονομείται από τον νόμο ή από την διαθήκη, 1710 Α.Κ.

Δηλαδή:

Α. Μεταβίβαση του δικαιώματος στην περιουσία εκ του νόμου στους εγγύτερους-πλησιέστερους συγγενείς

Β. Μεταβίβαση του δικαιώματος στην περιουσία εκ τής διαθήκης στου εγγύτερους συγγενείς ή και άλλα μη συγγενικά πρόσωπα

Ως προς τη γνώση της επαγωγής στον αποποιούμενο επισημαίνεται ότι, για την παραδοχή της ως αφετηρίας της προθεσμίας, δεν αρκεί η γνώση του θανάτου του κληρονομουμένου, αλλά επιπροσθέτως και των περιστατικών εκείνων που συνιστούν τους αναγκαίους νομικούς όρους για την κλήση του κληρονόμου στην κληρονομιά του αποβιώσαντος, όπως, π.χ., είναι η ανυπαρξία διαθήκης και η εγγύτερη συγγενική σχέση με τον κληρονομούμενο.

Χρόνος επαγωγής στην κληρονομία είναι ο χρόνος θανάτου του κληρονομουμένου. Η αποποίηση μπορεί να γίνει με αντιπρόσωπο του κληρονόμου. Απαιτείται όμως ειδική πληρεξουσιότητα με συμβολαιογραφικό έγγραφο.

Η πληρεξουσιότητα αυτή μπορεί να γίνει ενώπιον του Έλληνα Προξένου όταν πρόκειται για κληρονόμο που μένει στην αλλοδαπή (ο Πρόξενος στην περίπτωση αυτή ασκεί τα καθήκοντα του Συμβολαιογράφου). Η αποποίηση όμως θα γίνει μετά, ενώπιον του δικαστηρίου της κληρονομιάς, που όπως είπαμε είναι το μόνο αρμόδιο όργανο. Α.Κ. 1848.

Η αποποίηση είναι άκυρη στις παρακάτω περιπτώσεις:

Α. Αν ο κληρονόμος δηλώσει αρχικά ότι αποδέχεται ρητά ή σιωπηρά την κληρονομιά, και μετά κάνει και αποποίηση, τότε η αποποίηση αυτή θεωρείται άκυρη. Άρθρο 1849 Α.Κ.

Β. Αν γίνει μετά την πάροδο της προθεσμίας για αποποίηση. Αν περάσει η προθεσμία, η κληρονομιά θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή σιωπηρώς. Άρθρο 1850 Α.Κ.

Γ. Αν έγινε πριν από την επαγωγή της περιουσίας ή από πλάνη ως προς το λόγο της επαγωγής. Επίσης είναι άκυρη, αν έγινε υπό αίρεση ή προθεσμία ή για μέρος της κληρονομιάς. Άρθρο 1851.

Δ. Αν έγινε ενώπιον αναρμοδίου δικαστηρίου. Άρθρο 1851 Α.Κ.

Εάν η αποποίηση γίνει για μέρος της κληρονομιαίας περιουσίας τότε είναι επίσης άκυρη. Άρθρο 1851 Α.Κ.

Mπορεί να γίνει μερική αποποίηση της κληρονομιάς, όταν ο κληρονόμος καλείται να κληρονομήσει περισσότερες μερίδες από τον ίδιο λόγο ή από διάφορετικούς λόγους και εφ' όσον δεν ορίζει κάτι άλλο η διαθήκη .

Ίδιος λόγος, δηλαδή κλήση του κληρονόμου σε περισσότερες μερίδες από διάφορες διαθήκες.

Διαφορετικοί λόγοι, δηλαδή κλήση του κληρονόμου εν μέρει από διαθήκη και εν μέρει από τον νόμο. Άρση του δικαιώματος της αποποίησης κάθε μερίδος εάν ο διαθέτης όρισε με την διαθήκη του διαφορετικά. Άρθρο 1853 Α.Κ...

Αποποίηση κληρονομιάς από ανήλικο

Ηλεκτρονική Διεύθυνση Οι γονείς ενός ανήλικου τέκνου αποποιούνται λόγω χρεών της κληρονομιάς συγγενικού τους προσώπου, και ως επόμενο πρόσωπο στην κληρονομική διαδοχή καλείται το ανήλικο τέκνο τους. Το κρίσιμο ερώτημα που ανακύπτει είναι κατά πόσο είναι εφικτή και με ποιες προϋποθέσεις να πραγματοποιηθεί η αποποίηση από το ανήλικο τέκνο τους. Η απάντηση είναι μια και κατηγορηματική: Η αποποίηση του ανηλίκου τέκνου είναι δυνατή μόνο έπειτα από σχετική άδεια του αρμόδιου Δικαστηρίου (1526 και 1625 ΑΚ). Απαιτείται δικαστική απόφαση, δηλαδή κατάθεση αίτησης στο Ειρηνοδικείο της κατοικίας του ανήλικου. Με την κατάθεση της αίτησης, ορίζεται δικάσιμος και μετά την συζήτηση, εκδίδεται απόφαση που δίδει την άδεια αποποίησης για λογαριασμό του ανήλικου.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1711 εδαφ. β', 1846, 1847, 1848, 1849, 1850, 1851 και 1856 του ΑΚ συνάγεται ότι ο κληρονόμος είτε καλείται από διαθήκη, είτε εξ αδιαθέτου, αποκτά αυτοδίκαια την κληρονομιά με μόνο το θάνατο του κληρονομουμένου, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε ενέργεια από μέρους του, ακόμα και χωρίς τη γνώση ή θέλησή του. Το δικαίωμα όμως αυτό της αυτοδίκαιης κτήσης της κληρονομιάς είναι προσωρινό και μετακλητό, γιατί τελεί υπό την τιθέμενη από το νόμο διαλυτική αίρεση της εμπρόθεσμης αποποίησης της κληρονομιάς (άρθρο 1847 ΑΚ), δηλαδή δικαιούται ο κληρονόμος να αποποιηθεί κατά βούληση την κληρονομιά, που έχει επαχθεί ο αυτόν από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου, οπότε η κτήση αναιρείται εξαρχής και θεωρείται σαν να μην έγινε ποτέ. Η αποποίηση της κληρονομιάς είναι δήλωση του προσωρινού κληρονόμου ότι αποκρούει - δε δέχεται - την κληρονομιά που έχει επαχθεί σ' αυτόν από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου. Η αποποίηση συνιστά μονομερή δικαιοπραξία διαπλαστικού χαρακτήρα, μη απευθυντέα σε τρίτο, υποκείμενη σε συστατικό τύπο και είναι ανεπίδεκτη οποιοσδήποτε αίρεσης ή προθεσμίας, χάριν της ασφάλειας των συναλλαγών (άρθρο 1851 εδαφ. β' ΑΚ). Η σχετική δήλωση αποποίησης γίνεται ενώπιον του γραμματέα του Δικαστηρίου της, κληρονομιάς, μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών (με τη διαφοροποίηση του άρθρου 1847 παρ. 2 ΑΚ), που αρχίζει από τότε που ο κληρονομούμενος έλαβε γνώση της επαγωγής και του λόγου αυτής (ΑΠ 725/2014 ΝοΒ 68.2131), ενώ αν περάσει η παραπάνω προθεσμία, η κληρονομιά θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή. Ωστόσο, προς άρση της αβεβαιότητας για τη τύχη της προς τον κληρονόμο επαγωγής μετά την πάροδο απράκτου της τετράμηνης αποσβεστικής προθεσμίας προς αποποίηση της κληρονομιάς, η διάταξη του άρθρου 1850 εδαφ.β' ΑΚ καθιερώνει υπό μορφή νομίμου αμάχητου τεκμηρίου, το πλάσμα δήλωσης του κατά τη διάρκεια της προθεσμίας αυτής απρακτήσαντος κληρονόμου για αποδοχή της κληρονομιάς. Για το λόγο αυτό η εν λόγω αποδοχή χαρακτηρίζεται ως πλασματική αποδοχή κληρονομιάς και ως μία από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η σιωπή επέχει θέση δήλωσης βούλησης (ΕφΑΘ 2226/2013 ΕλλΔνη 2014.490). Εξάλλου, γνώση της επαγωγής, ως γεγονός της έναρξης της τετράμηνης προθεσμίας, νοείται η γνώση από τον κληρονόμο του θανάτου του κληρονομούμενου, γνώση δε του λόγου επαγωγής συνιστά η εκ διαθήκης ή κατά την εξ αδιαθέτου διαδοχή κλήση του κληρονόμου στην κληρονομιά. Εξάλλου, όταν πρόκειται για εξ αδιαθέτου διαδοχή, οπότε η συγγενική σχέση μεταξύ κληρονόμου και κληρονομουμένου είναι από την αρχή δεδομένη και γνωστός στον κληρονόμο ο χρόνος του θανάτου του κληρονομούμενου, η τετράμηνη προς αποποίηση προθεσμία αρχίζει κατά κανόνα (εκτός συνδρομής μεταγενέστερων της επαγωγής γεγονότων, όπως έκπτωση του προηγουμένου, αποποίηση κ.λπ.) από τότε που ο κληρονόμος έλαβε γνώση του θανάτου του κληρονομουμένου συγγενούς του. Όταν ο κληρονόμος αποποιηθεί νομίμως και εμπροθέσμως την επαχθείσα σε αυτόν κληρονομιά, θεωρείται η προς τον αποποιηθέντα επαγωγή ότι δεν έγινε και η κληρονομιά επάγεται σε εκείνον, ο οποίος θα εκαλείτο εάν ο αποποιηθείς δε ζούσε κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου. Στην περίπτωση αυτή η προθεσμία της αποποίησης της κληρονομιάς στη μερίδα εκείνου που αποποιήθηκε δεν αρχίζει από τη γνώση του θανάτου του κληρονομουμένου, αλλά από τη γνώση της αποποίησης, διότι στην περίπτωση αυτή η επαγωγή της κληρονομιάς συνδέεται με γεγονότα μεταγενέστερα του θανάτου του κληρονομουμένου (αποποίηση). Και ναι μεν και πάλι κατά πλάσμα του νόμου ο χρόνος επαγωγής ανατρέχει στο χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου σαν να μην υπήρχε εκείνος που αποποιήθηκε, όμως, όπου ο νόμος απαιτεί για κάποια νομική ενέργεια γνώση της επαγωγής εννοεί και τα μεταγενέστερα αυτά γεγονότα προ της γνώσεως των οποίων η προς αποποίηση προθεσμία δεν αρχίζει (ΑΠ 1534/2011 ΝοΒ 60.688, ΕφΘες 1920/2013 Αρμ. 68.2062). Η προθεσμία της αποποίησης τρέχει, εφόσον ο νόμος δεν διακρίνει και κατά προσώπων ανικάνων προς δικαιοπραξία, αναστέλλεται δε η προθεσμία αυτή κατά την ρητή διατύπωση του άρθρου παρ. 3 ΑΚ εκ των αυτών λόγων, που αναστέλλεται και η παραγραφή, με συνέπεια την ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 255 και 258 παρ. 2 ΑΚ (ΑΠ 1087/2011 ΝοΒ 60.341). Έτσι, εάν ο κληρονόμος εμποδίστηκε να ασκήσει το δικαίωμα της αποποίησης από δικαιοστάσιο ή από άλλο λόγο ανώτερης βίας μέσα στην ως άνω τετράμηνη προθεσμία, υπάρχει θέμα αναστολής της λόγω του ότι πρόκειται για προθεσμία μικρότερη των, έξι μηνών- η προθεσμία αυτή δε λήγει πριν από την παρέλευση τεσσάρων μηνών από την παύση της αναστολής, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 257 εδ.β' ΑΚ (Ν. Παπαντωνίου, Κληρονομικό Δίκαιο, Εκδ.5η, παρ. 19. IV, σελ. 91). Γίνεται λοιπόν δεκτό ότι αποτελεί λόγο ανώτερης βίας, που αναστέλλει τη συμπλήρωση της προθεσμίας, ο χρόνος από τότε που ο νόμιμος αντιπρόσωπος υπέβαλε στο Δικαστήριο την αίτηση να του δοθεί η άδεια για αποποίηση, μέχρι να εκδοθεί σχετική προς τούτο οριστική απόφαση, αφού άλλως δεν είναι δυνατή η αποποίηση της επαχθείσης στον ανήλικο κληρονομιάς από το νόμιμο αντιπρόσωπο αυτού (ΑΠ 493/2003). Αν ο κληρονόμος τελεί υπό νόμιμη εκπροσώπηση, όπως για παράδειγμα το ανήλικο τέκνο που εκπροσωπείται νόμιμα από τους γονείς του, το στοιχείο της γνώσης κρίνεται στο πρόσωπο του νομίμου εκπροσώπου, αφού μόνον αυτός δικαιούται να αποποιηθεί την κληρονομιά που έχει επαχθεί στον αντιπροσωπευόμενο τηρουμένων των διατυπώσεων που ο νόμος επιτάσσει, προκειμένου δε περί αποποιήσεως ανηλίκου πρέπει να υποβληθεί αίτηση από τον εκπροσωπούντο αυτόν και να χορηγηθεί προς τούτο η σχετική άδεια. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1857 εδ. β' περ. α,γ και δ ΑΚ, η αποδοχή της κληρονομιάς που οφείλεται σε πλάνη κρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις για τις δικαιοπραξίες. Ακολούθως, από τις διατάξεις των άρθρων 1847 παρ.1 εδα. α', 1850, 1857, 14 (και 141 του ΑΚ προκύπτει ότι η αποδοχή της κληρονομιάς που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας αποποίησής της μπορεί να προσβληθεί από τον κληρονόμο λόγω πλάνης, όταν η αποδοχή που συνάγεται με τον τρόπο αυτόν κατά πλάσμα του νόμου δε συμφωνεί με τη βούληση του κληρονόμου από ουσιώδη πλάνη, δηλαδή από άγνοια ή εσφαλμένη γνώση της κατάστασης που διαμόρφωσε τη βούλησή του, όταν αυτή αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την αποδοχή της κληρονομιάς, ώστε αν ο κληρονόμος γνώριζε την αληθή κατάσταση ως προς το σημείο αυτό δεν θα άφηνε να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία της αποποίησης. Η δε εσφαλμένη αυτή γνώση οποίο όταν είναι ουσιώδης θεμελιώνει δικαίωμα προσβολής της δήλωσης λόγω πλάνης, μπορεί να οφείλεται και σε άγνοια ή εσφαλμένη γνώση των νομικών διατάξεων γιο την αποδοχή της κληρονομιάς (ΟλΑΠ 3/1989 Νοβ 38.606, ΑΠ 173/2014 Νοβ 62.1434, ΑΠ 496/2013 Νοβ 61.1916). Ειδικότερα, η δήλωση αποποίησης έχει διαπλαστικό χαρακτήρα, αφού δημιουργεί μια νέα νομική κατάσταση ως προς το πρόσωπο του κληρονόμου. Η κληρονομιά επάγεται σ' εκείνον που θα είχε κληθεί, αν εκείνος που αποποιήθηκε δεν ζούσε κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου (άρθρο 1856 ΑΚ).

Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 1857 παρ.1 και 2 του ΑΚ, η αποδοχή ή η αποποίηση της κληρονομιάς είναι αμετάκλητη, ενώ η αποδοχή ή η αποποίηση που οφείλεται σε πλάνη ή απειλή ή απάτη κρίνεται σύμφωνο με τις διατάξεις για τις δικαιοπραξίες. Ειδικότερο αποδοχή ή αποποίηση που οφείλεται σε πλάνη ως προς το λόγο της επαγωγής, έστω και αν αναφέρεται στα παραγωγικά αίτια της βούλησης εκείνου που αποδέχθηκε ή αποποιήθηκε είναι άκυρη (άρθρο 1851 ΑΚ). Δεν αποκλείεται, όμως, παρά το ότι η διάταξη του άρθρου 1857 παρ.1 του ΑΚ καθιερώνει το αμετάκλητο της αποδοχής ή της αποποίησης ως μονομερούς δικαιοπραξίας με προφανή σκοπό τη δημιουργία βεβαιότητας ως προς το πρόσωπο του κληρονόμου, η αποδοχή και η αποποίηση να είναι συνέπεια πλάνης, που δεν αναφέρεται στο λόγο της επαγωγής, ή που είναι αποτέλεσμα απάτης, ή απειλής. Στις περιπτώσεις αυτές, η διάταξη του άρθρου 1857 παρ. 2 ΑΚ προβλέπει τη δυνατότητα ακύρωσης της αποδοχής ή αποποίησης, σύμφωνο με τις γενικές διατάξεις γιο τις ακυρώσιμες δικαιοπραξίες (άρθρα 140 επ. 147 επ.. 150 επ. ΑΚ),που εφαρμόζονται, ενόσω δεν τροποποιούνται από τις ιδιαίτερες ρυθμίσεις των διατάξεων του άρθρου 1857 παρ. 2-4 ΑΚ. Έτσι, αν πρόκειται γιο δήλωση από πλάνη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 140, 141 και 142 του ΑΚ, ον κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, η δήλωση δε συμφωνεί οπό ουσιώδη πλάνη, με τη βούληση του δηλούντος, αυτός έχει το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας. Πλάνη είναι η εσφαλμένη γνώση της απαιτούμενης γιο τον προσδιορισμό της βούλησης του δηλούντος πραγματική κατάσταση. Προς την πλάνη με την παραπάνω έννοια εξομοιώνεται και η έλλειψη γνώσης (άγνοια) της πραγματικής κατάστασης, όταν δεν είναι συνειδητή από μέρους του δηλούντος, όταν δηλαδή αυτός δεν είναι γνώσει ότι αγνοεί την απαιτούμενη πραγματική κατάσταση, γιατί αν έχει πλήρη επίγνωση της άγνοιάς του δεν πλανάται (ΑΠ 725/2014 ο.π.). Η γνώση του κατάχρεου της κληρονομιάς και η για το λόγο αυτό αποποίησή της δε θεμελιώνει δικαίωμα ακύρωσης λόγω πλάνης της αποδοχής κατά τη διάταξη του άρθρου 1857 εδαφ. γ' ΑΚ, που ορίζει ότι η πλάνη σχετικά με το ενεργητικό ή το παθητικό της κληρονομιάς δεν είναι ουσιώδης, και, ως εκ τούτου, δεν προσπορίζει δικαίωμα ακύρωσης της αποδοχής (ΟλΑΠ 3/1989 ό.π.). Εξάλλου, υπάρχει πλάνη περί το δίκαιο της αποδοχής της κληρονομιάς και όταν ο κληρονόμος τελεί σε άγνοια που ανάγεται α) στο σύστημα της κτήσης της κληρονομιάς κατά τον ΑΚ που επέρχεται αμέσως μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, οπότε η προθεσμία του άρθρου 1847 του ΑΚ δεν αρχίζει, γιατί η άγνοια αποκλείει την γνώση της επαγωγής της κληρονομιάς και β) σε άγνοια μόνο της ύπαρξης της προθεσμίας του άρθρου 1847 του ΑΚ προς αποποίηση ή της κατά το άρθρο 1850 του ΑΚ νομικής σημασίας της παρόδου της προθεσμίας αυτής άπρακτης (ΑΠ 827/2017 ΝοΒ 66.1016, ΑΠ 951/2013 ΝοΒ 61.2132, Ειρ. Αθ. 857/2019). Τέλος, απαιτουμένης θετικής γνώσης της επαγωγής και του λόγου της και μη αρκούσης της υπαίτιας άγνοιας αυτής, η κίνηση της πιο πάνω τετράμηνης προθεσμίας δεν άρχεται σε περίπτωση πλάνης του κληρονόμου ως προς την επαγωγή και το λόγο της, ως γεγονότων που αφετηριάζουν την εν λόγω προθεσμία. Ειδικότερα η από τον κληρονόμο μη γνώση της προς αυτόν επαγωγής και του λόγου της εξ αιτίας άγνοιας ή εσφαλμένης γνώσης των νομικών ρυθμίσεων περί αποδοχής κληρονομιάς, αποτρέπει την έναρξη της κρίσιμης προθεσμίας (ΟλΑΠ 3/1989, Ειρ. Αθ. 857/2019, ο.π., Γεωργιάδη - Σταθόπουλου, ΕρμΑΚ, έκδ. 1996, άρθρο 1847-1848, αριθ. 11,17, Παπαντωνίου, Κληρονομικό Δίκαιο, έκδ.1989, σελ. 7).

(*) Δικηγόρος Αθηνών-Συνταγματολογος- Συνήγορος Αμερικανικού Δημοκρατικού Κόμματος στην Ελλάδα- νομικός συνεργάτης Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Ελλάδα - νομικός σύμβουλος Βορειοηπειρωτων Ελλάδος - Δ.Σ. Ιδρύματος Μπότσαρη Ελλάδος

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr