ΕΛΛΑΔΑ. Θεωρείται ότι διαθέτει ένα από τα κορυφαία flow του ελληνικού ραπ. Με στίχο φωτιά και ρίμες γεμάτες συναίσθημα, «πυροβολεί» εντυπωσιακά απ’ το μικρόφωνο εδώ και χρόνια με ένα ύφος χαρακτηριστικά δικό του, κάνοντας sold out συναυλίες και πολύ δυνατές κυκλοφορίες.

Ο Anser έχει περάσει στην κουλτούρα του ελληνικού χιπ-χοπ από τις αρχές των ’00s, ξεκινώντας με τους flowjob, και από τότε οι σταθμοί του είναι πολλοί.

Οι δίσκοι «Ιθύνων νους» και «Flow Royal» έδωσαν τη θέση τους στο «Άδυτο» του 2019, ένα από τα πιο εξελιγμένα, ηχητικά και τεχνικά, άλμπουμ του σε συνεργασία με τον Eversor. Στο κομμάτι «Παρανάλωμα» το flow του είναι από τα πιο γρήγορα που έχουν ακουστεί στην Ελλάδα.

Τραγουδά:

«Οι πιο πολλοί από μας ίσως να μη γεράσουμε / Γι’ αυτό σου λέω γάμησέ το και σήμερα, πες μου κάτι όμορφο για να γελάσουμε / Πες μου εκείνα τα ανέκδοτα, εκείνα τ’ αστεία, τα κρύα, που δεν τα πιάνω με τη μία / Πες μου πως αύριο θα πάμε στο Vegas κι ας σήμερα δεν παίζει μία».

Λέει:

Το χιπ-χοπ διαμόρφωσε τον ψυχισμό μας, τον τρόπο σκέψης μας, το mentality, γιατί μέσα σε αυτό βρήκαμε κάτι. Πήγαμε προς τα κει γιατί ξαφνικά είδαμε τις σκέψεις μας να αποτυπώνονται από κάποιον μουσικά και στιχουργικά. Και μέσα από αυτό μάθαμε και χτίσαμε και τον χαρακτήρα μας.

Όταν κάθεται απέναντί μου, λίγες μέρες πριν από το live με τον Βέβηλο στο Θέατρο Πέτρας στις 16 Οκτωβρίου, στο μυαλό μου παίζει σε λούπα το ρεφρέν του «Ίσως να μη γεράσουμε» που ακούσαμε από τον ίδιο και τον Buzz.

Ως άνθρωπος ο Γιάννης φαίνεται απλός. Μεγαλωμένος στην επαρχία και έχοντας επιστρέψει στη Σπάρτη, όπου και κατοικεί μόνιμα, καλλιεργώντας τη γη του, πέρασε μια δύσκολη φάση μέσα στην πανδημία, η οποία, όπως λέει, τον άλλαξε. Σήμερα μιλάει καθαρά για το σύγχρονο ραπ, τη γενιά των social media αλλά και για την ανάγκη να λέμε «ευχαριστώ» στους ανθρώπους μας.

Anser-1.jpg
Φωτογραφία: Freddie F./LIFO

«Όταν ήμουν δεκατεσσάρων χρονών, πήγαμε ένα βράδυ στο σχολείο παράνομα με φίλους. Έκανα το πρώτο μου γκράφιτι και άρχισα να ψάχνω γι’ αυτό, δεν ήξερα τι είναι το ραπ. Τότε άκουγα ροκ, ελληνικά και punk από CD που έφταναν σ’ εμένα», λέει.

«Αργότερα έπεσε στα χέρια μου ένας δίσκος των Razastarr ‒ήταν ο πρώτος δίσκος που άκουσα‒, μετά άκουσα FF.C κ.λπ., έτσι άρχισα να ψάχνω και ξένα της εποχής. Τότε ήταν πολύ δύσκολο να βρεις μουσική. Άρχισα να ακούω ξένο ραπ και να μου αρέσει πολύ. Δεν υπήρχαν στη Σπάρτη άλλα παιδιά που άκουγαν αυτό το είδος, μόνο δύο παρέες. Αρχίσαμε να πηγαίνουμε στις πρώτες συναυλίες.

Μια μέρα συνδέσαμε στο ηχοσύστημα που είχε ένας φίλος ένα μικρόφωνο και γράψαμε ένα κομμάτι πάνω σε ένα instrumental που βρήκαμε σε ένα CD. Εκεί κατάλαβα ότι ήμουν καλός, αλλά, κυρίως, ότι μου αρέσει. Από τότε, όπου βρίσκαμε instrumentals, τα βάζαμε στο στερεοφωνικό, βάζαμε ένα μικρόφωνο από κάτω και ηχογραφούσαμε σε κασέτα. Περίμενα να περάσουν τα χρόνια, να φύγω, να πάω στην Αθήνα, να βρω στούντιο να γράψω το πρώτο μου κομμάτι».

  • Ερώτηση: Εκείνη την εποχή η μουσική που άκουγες επηρέαζε το mentality, τον τρόπο ζωής και την ταυτότητά σου; Θεωρείς ότι σήμερα ακούμε μουσική λίγο πιο επιφανειακά, λίγο απ’ όλα;

«Τότε υπήρχαν οι άνθρωποι που άκουγαν χιπ-χοπ, έψαχναν τη μουσική, αγόραζαν δίσκους, έψαχναν περιοδικά, ήταν παιδιά αυτής της κουλτούρας. Αυτοί που άκουγαν ραπ, το έκαναν γιατί τους άρεσε αυτή η μουσική. Άλλοι άκουγαν ροκ. Μέσα σε όλα αυτά τα είδη υπάρχουν κομμάτια που μπορεί να ακούσει και το ευρύ κοινό.

Ακόμα και σήμερα υπάρχουν χιπ-χοπ, ραπ ακροατές, οι οποίοι ψάχνουν το ραπ, ακούνε συνέχεια, ξέρουν τι είναι, γνωρίζουν πάρα πολλά πράγματα, αυτοί αποτελούν τον πυρήνα. Από την άλλη, υπάρχει και ο κόσμος που πέφτει τυχαία πάνω σε ένα κομμάτι στο YouTube, που ξέρει ένα-δυο κομμάτια μου, με ξέρει ως όνομα, όχι όμως και την ιστορία μου. Αυτό είναι το ευρύ κοινό. Μέσω του YouTube και του ίντερνετ έχει φτάσει η μουσική μου σε όλους, ωστόσο ο πυρήνας παραμένει.

Υπάρχουν άνθρωποι αυτήν τη στιγμή που είναι όπως εμείς, όταν ήμασταν πιτσιρικάδες. Το χιπ-χοπ διαμόρφωσε τον ψυχισμό μας, τον τρόπο σκέψης μας, το mentality, γιατί μέσα σε αυτό βρήκαμε κάτι. Πήγαμε προς τα κει γιατί ξαφνικά είδαμε τις σκέψεις μας να αποτυπώνονται από κάποιον μουσικά και στιχουργικά. Και μέσα από αυτό μάθαμε και χτίσαμε και τον χαρακτήρα μας».

  • Ερώτηση: Θεωρείς ότι παίζεται πλέον ένα παιχνίδι εντυπώσεων; Παίζει μεγάλο ρόλο το image;

«Οι άνθρωποι που γνωρίζουν την κουλτούρα, τη μουσική, και ξέρουν ποιος είσαι ως καλλιτέχνης δεν θα εντυπωσιαστούν από την εικόνα σου, ούτε θα απομακρυνθούν εξαιτίας της. Θα σε ακούσουν για τη μουσική σου. Όταν πηγαίνεις σε έναν κόσμο που δεν ξέρει ποιος είσαι, όντως αρχικά θα προσέξει την εικόνα σου, το πώς είσαι, αν είσαι όμορφος, καλοντυμένος.

Υπάρχουν κάποιοι που προσπαθούν να τραβήξουν την προσοχή με έναν εύκολο τρόπο. Επειδή έχουν γίνει όλα πλέον, ο κόσμος θέλει κάτι διαφορετικό, δεν σε συγκινεί απλώς το να δεις. Και το διαφορετικό πολλές φορές ίσως είναι και ακραίο. Φτάνουμε στο σημείο να βγαίνει ο άλλος με χρυσά δόντια, πράσινα, κόκκινα μαλλιά για να πει κάποιος “ώπα, αυτό είναι πιο ακραίο από αυτό που είχα δει”.

Δεν ξέρω μέχρι πού θα φτάσει αυτό. Το βλέπεις και στιχουργικά. Είχε ξεκινήσει πιο ομαλά και καταλήξαμε ο στίχος να γίνεται όλο και πιο ακραίος για να προκαλέσει είτε αρνητικά είτε θετικά, γιατί πλέον και η αρνητική διαφήμιση είναι διαφήμιση. Πολλοί το ξέρουν αυτό και το εκμεταλλεύονται».

  • Ερώτηση: Είμαστε σε μια εποχή πυροτεχνημάτων;

«Όχι μόνο στη μουσική. Σκάνε πυροτεχνήματα στην πολιτική, στον αθλητισμό και σε όλους τους τομείς. Είναι fast-food, γιατί όλα γύρω μας κινούνται γρήγορα. Αυτό κάνουν κυρίως τα μέσα δικτύωσης. Έχουμε φτάσει σε ένα σημείο πλέον που είναι τόσο πολλές οι πληροφορίες, τόσο πολλοί οι μουσικοί που μπορείς να ακούσεις, τόσο πολλά τα θεάματα που μπορείς να δεις, που ο κόσμος δεν μπορεί να τα φιλτράρει, χάνεται. Είμαστε όλοι χαμένοι μέσα σε αυτό εδώ το πράγμα, το κινητό».

  • Ερώτηση: Αυτό γίνεται και σε επίπεδο πληροφορίας; Κυκλοφορούν όλα πιο γρήγορα και νομίζεις ότι έχεις τη δυνατότητα να μάθεις τα πάντα, να καλλιεργηθείς πιο εύκολα, αλλά χαώνεσαι χωρίς να δώσεις βάση σε κάτι ουσιαστικό;

«Οι πιο πολλοί άνθρωποι προσπαθούν να βρουν τη γνώση μέσα από το Google. Και το βλέπεις και τώρα, με την πανδημία, τους εμβολιασμούς κ.λπ. Υπάρχει ένας κυκεώνας πληροφόρησης και οι άνθρωποι προσπαθούν να ενημερωθούν για κάτι για το οποίο δεν έχουν την παραμικρή γνώση, να διαμορφώσουν άποψη χωρίς να γνωρίζουν βασικά πράγματα.

Έτσι πέφτουν θύματα της παραπληροφόρησης. Διαβάζουν fake news και καταλήγουν οι μεν να αμφισβητούν την επιστήμη, οι δε να είναι υπέρμαχοί της. Ο ένας να λέει τον άλλον χαζό ή ψεκασμένο. Γιατί γίνεται αυτό; Γιατί όλοι οι άνθρωποι έχουν βρει αυτό το πραγματάκι, πατάνε Google και ό,τι μαλακία τούς βγάζει τη διαβάζουν και την πιστεύουν».

  • Ερώτηση: Στο παιχνίδι του εντυπωσιασμού ένας καλλιτέχνης πρέπει να έχει ευθύνη όσον αφορά αυτά στα οποία αναφέρεται;

«Όλοι έχουν ευθύνες. Και εγώ και ένας άνθρωπος του οποίου η μουσική μιλάει για ναρκωτικά. Το θέμα είναι ότι ούτε αυτός ο άνθρωπος ούτε εγώ θα καταλάβουμε ποτέ τι κακό έχουμε κάνει σε κάποιον. Μπορεί μέσω ενός κομματιού μου να έχω κάνει κακό σε κάποιον. Μπορεί ακόμα και αυτά που λέω κάποιος να τα έχει πάρει στραβά. Δεν σημαίνει ότι κάνεις πάντα καλό με αυτά που γράφεις. Το θέμα είναι ότι ένας καλλιτέχνης δεν θα έρθει ποτέ προ των ευθυνών του, δεν θα τις αντιμετωπίσει ποτέ.

Το ίδιο συμβαίνει με τον άνθρωπο που ρίχνει φυτοφάρμακα στις καλλιέργειές του κάθε μέρα κι εσύ τις τρως. Δεν θα μάθει ποτέ ότι εσύ έπαθες κάτι. Αν τον ρωτήσεις, θα σου πει, “ε, όλοι αυτό κάνουν”. Δεν θα τον δικάσει ποτέ κανείς. Έτσι και με τη μουσική.

Έχω ένα παράδειγμα από την προσωπική μου ζωή που με έχει στιγματίσει απ’ όταν ήμουν μικρός. Ένας φίλος μου ξεκίνησε να πίνει χόρτο από ένα ραπ κομμάτι. Ήμασταν πιτσιρίκια, δεκαέξι χρονών, και ήρθε και με ρώτησε:

“Άκου τι λέει αυτός, τι είναι;”. Έτσι ξεκίνησε. Δεν θέλω να σου πω τι έγινε μετά. Ο άνθρωπος που το έγραψε αυτό, όμως, δεν θα το μάθει ποτέ. Οπότε ο καθένας βγαίνει και λέει ό,τι θέλει. Αυτό έχει να κάνει μ’ εσένα ως άνθρωπο. Αν βγαίνεις και λες αυτά που λες και κοιμάσαι ήσυχος το βράδυ, οk, δεν μπορώ να σου πω εγώ κάτι».

  • Ερώτηση: Πόσο σε επηρέασε η συνθήκη του Covid; Πώς τη βίωσες;

«Με διέλυσε. Με έβγαλε τελείως εκτός ρυθμού. Μπήκα σε έναν κύκλο ματαιότητας. Άρχισα να σκέφτομαι ότι δεν θα ξαναπαίξουμε ποτέ live, ότι δεν θα τελειώσει ποτέ όλο αυτό. Ήταν η περίοδος που είχα πάρα πολύ χρόνο και δεν είχα όρεξη να κάνω μουσική.

Είμαι ένας άνθρωπος που γράφω όταν έχω να πω κάτι. Όταν ξεκίνησε η πανδημία και αρχίσαμε να κλεινόμαστε σπίτια μας, δεν ήθελα να γράψω κάτι γι’ αυτό. Δεν ήθελα να πω άλλη μια γνώμη στις τόσες χιλιάδες. Δεν υπήρχε λόγος κι αυτό λίγο με έριξε. Αποκλείστηκα στην επαρχία κιόλας, δεν είχα την ευχέρεια να μετακινούμαι. Κλείστηκα σπίτι, δεν πέρασα ωραία και δημιουργικά, με έριξε πολύ πίσω. Έχασα μεγάλο κομμάτι του εαυτού μου μέσα σε αυτό το πράγμα. Η πανδημία με έκανε να ξεχάσω ότι γράφω μουσική».

  • Ερώτηση: Την εποχή που ξεκίνησες έπρεπε να νιώθεις ότι όντως σε εκφράζει η συγκεκριμένη κουλτούρα για να διεισδύσεις σε αυτήν;

«Στη δική μας την εποχή δεν υπήρχε οικονομικό αντίκρισμα, ούτε αποκτούσες δόξα ή προβολή. Όταν ξεκίνησα να κάνω ραπ, δεν το έκανα για να βγάλω λεφτά, να με μάθει ο κόσμος και να κάνω όνομα. Συνέχισα όμως, ακόμη και τις εποχές που δεν έβγαζα λεφτά, που έκανα συναυλίες και πλήρωνα και από την τσέπη μου. Έχει τύχει να κάνω tour, να γυρίσω Σπάρτη και να είμαι μείον. Αλλά δεν σκέφτηκα ποτέ “πω, έβαλα από την τσέπη μου, θα το παρατήσω, με βάζει μέσα”.

Το ακούω και από πολλά νέα παιδιά αυτό. Μου λένε: “Εντάξει, ρε φίλε, δεν μου δίνει”. Και γιατί να σου δώσει; Είναι κάτι που το αγαπάς; Ξεκινάει να κάνει ο άλλος μουσική και στον πρώτο χρόνο λέει: “Α, δεν μου δίνει λεφτά, δεν μπορώ να πληρώνω το στούντιο, δεν μπορώ να πληρώνω βίντεο”. Ε, τότε, γιατί το κάνεις, ρε φίλε; Εγώ ήμουν φανατισμένος με αυτό το πράγμα. Ξυπνούσα κάθε μέρα, όπως και τώρα, και σκεφτόμουν το ραπ, ανεξάρτητα από το αν θα μου έδινε λεφτά, αν θα με έκανε διάσημο ή θα παρέμενα άγνωστος.

Όταν, λοιπόν, ζεις με αυτό το πράγμα, είσαι έτσι. Θα το κάνεις κι ό,τι γίνει. Ό,τι βρέξει ας κατεβάσει. Πριν από πέντε χρόνια δεν σκεφτόμουν ότι μπορεί να παίξω συναυλία με πέντε χιλιάδες κόσμο ‒ δεν το έκανα γι’ αυτό. Όταν έβγαζα τον τελευταίο μου δίσκο, το “Άδυτο”, και είχα επενδύσει σε αυτόν, είχα πληρώσει βίντεο, δεν σκέφτηκα ποτέ ότι θα έπαιρνα τα λεφτά μου πίσω, δεν είμαι έμπορος. Όχι. Ήρθε μόνο του, γιατί ήμουν κάθε μέρα εκεί. Επί δεκαπέντε χρόνια ξυπνούσα κάθε μέρα και σκεφτόμουν το ραπ, τίποτε άλλο, γιατί το αγαπούσα, όπως το αγαπάνε κι άλλοι σαν κι εμένα».

  • Ερώτηση: Επέλεξες να μην μπεις σε δισκογραφική;

«Εμείς πετύχαμε το ίντερνετ στην αρχή του και είδαμε ότι δεν υπάρχει λόγος να πας σε δισκογραφική. Πλέον, όταν είσαι στην Ελλάδα και κάνεις αυτό το είδος μουσικής, βλέπεις ότι είτε βγάλεις ένα βίντεο στο YouTube είτε από την Ρanik, που είναι η μεγαλύτερη δισκογραφική, είναι το ίδιο. Οπότε έχουμε γίνει πλέον κύριοι του εαυτού μας.

Σε βάθος χρόνου πέτυχε αυτό το πλάνο. Από κει και πέρα, είναι φοβερό να μην έχεις κάποιον πάνω από το κεφάλι σου να σου λέει κάνε αυτό, γράψε εκείνο. Πλέον όλοι μας λειτουργούμε έτσι και η μουσική έχει περάσει στη φάση της αμεσότητας. Όποιος και να είσαι, ανεβάζεις ένα βίντεο, βγάζεις κάτι και σε ακούει ο άλλος, αν αξίζεις.

Όταν κάναμε εμείς μουσική στην αρχή, τι υπήρχε; Το Μad, δυο-τρία μουσικά ραδιόφωνα. Και τι γινόταν; Όποιος είχε τα μέσα, την εποχή που υπήρχαν, για παράδειγμα οι Goin’ Through, έπαιζε όλη τη μέρα, άρα όλος ο κόσμος άκουγε αυτόν. Τώρα όμως, που υπάρχει το YouTube, υπάρχει δημοκρατία. Αν είσαι καλός, ακούγεσαι, αν δεν είσαι, δεν πα να κάνεις ό,τι θες, να πληρώνεις για να σε παίζουν, δεν ακούγεσαι. Τώρα είναι πιο δύσκολο να φανείς, γιατί πλέον υπάρχει πληθώρα καλλιτεχνών. Για να σου δώσει κάποιος προσοχή πρέπει να είσαι ιδιαίτερα καλός, δεν μπορείς να βγεις και να έχεις μέτριο υλικό. Θα υπάρχει ένας πιτσιρικάς με ένα μικρόφωνο στο σπίτι του στην Καβάλα, την Κομοτηνή ή τη Σπάρτη που θα είναι καλύτερος από εσένα και το ότι έχεις από πίσω την Ρanik, τη Universal ή και όλους τους μάνατζερ του πλανήτη δεν θα σε κάνει να ακουστείς περισσότερο από αυτόν. Αυτό είναι το ωραίο με τη μουσική».

  • Ερώτηση: Αυτό που μου βγάζουν τα κομμάτια σου είναι μια αγάπη για τους ανθρώπους σου, μια εκτίμηση, ένα ευχαριστώ.

«Κάνοντας μουσική όλα αυτά τα χρόνια, είχα πολλές άσχημες στιγμές. Αν τις μετρήσω, είναι περισσότερες από τις καλές. Πολλές στιγμές που λες ότι θα τα παρατήσω, που νιώθεις ότι δεν σε ακούει κανείς, που σε υποτιμάνε οι άλλοι, που νιώθεις ότι δεν είσαι τόσο καλός. Υπάρχουν πολλές απογοητεύσεις.

Μέσα σε όλα αυτά, όμως, πάντα υπήρχαν τέσσερις-πέντε άνθρωποι που στήριζαν αυτό που έκανες με τον τρόπο τους. Κάποια στιγμή, λίγο πριν βγάλω το “Άδυτο”, πριν από έναν χρόνο περίπου, ένας γνωστός μου μού έκανε μια κουβέντα που πραγματικά με έκανε να σκέφτομαι να τα παρατήσω. Αναρωτιόμουν: “Τι κάνω, έχει δίκιο, γιατί ασχολούμαι με αυτό; Μήπως αν αυτόν τον χρόνο τον επένδυα στη δουλειά μου θα πήγαινα καλύτερα στη ζωή μου;”. Είχα μπει σε ένα τέτοιο τριπάκι.

Αλλά υπήρξαν κάποιοι, οι οποίοι με κράτησαν εκείνη τη στιγμή. Πολλές φορές χρειάζεσαι ανθρώπους να σε στηρίζουν. Υπάρχουν στιγμές που φεύγεις, όχι μόνο στη μουσική αλλά και γενικά, στιγμές που προσωπικά ξέφυγα στην προσωπική μου ζωή, έκανα μαλακίες. Κάποιος με κράτησε. Αν δεν το έκανε, σήμερα, πέντε-έξι χρόνια μετά, ούτε που ξέρω πού μπορεί να ήμουν».

Anser-7.jpg
Φωτογραφία: Freddie F./LIFO

Πηγή: lifo.gr

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις