ΕΛΛΑΔΑ. Από τα πρώτα τραγούδια στο χωριό στο πλυσταριό μιας παρηκμασμένης βίλας που στέγασε αρχικά την οικογένειά του στην Αθήνα. Το μεροκάματο στο «σκυλάδικο», προκειμένου να μαζέψει χρήματα για τα εισιτήρια στη Γερμανία. Και ύστερα η γνωριμία με τον Μίκη, τον Μάνο, τον Θάνο, τον Άλκη, τον Οδυσσέα και φυσικά όλους εμάς.

Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου κάνει στάση σήμερα στους πιο σημαντικούς σταθμούς της ζωής του και της μουσικής πορείας του. Σαν μια συναυλία που μέσα σε τρεις ώρες θα πρέπει να χωρέσει όλα όσα αγαπάμε και αγαπάει. Όπως εξομολογείται, δεν ονειρεύτηκε καριέρα, ήθελε μόνο να τραγουδάει.

Τα πρώτα χρόνια στο Βάστα

Ήμασταν μια εξαμελής οικογένεια. Τέσσερα παιδιά -δύο αγόρια, δύο κορίτσια- και οι γονείς μας. Μαζί μας και οι παππούδες. Στο χωριό μου, όπως και σε όλα τα μικρά χωριά των 200 κατοίκων, η μόνη διασκέδαση ήταν το τραγούδι. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκτός από αυτό. Και μάλιστα, το τραγούδι μεταδιδόταν από στόμα σε στόμα. Εγώ παίδευα τη μητέρα μου να με νανουρίζει ασταμάτητα, γιατί μαγευόμουν από τη φωνή της και το τραγούδισμά της. Η φωνή της ήταν σαν νεράκι που έτρεχε. Ένα τέτοιο πράγμα θυμάμαι, ένα κελάρυσμα. Και με την αδελφή μου, βέβαια, και με τον πατέρα μου επικοινωνούσαμε συχνά με τραγούδια.

Σε κάθε γάμο, σε κάθε γέννηση μαζευόμασταν όλο το χωριό και τραγουδούσαμε. Επίσης, σε κάθε συγκομιδή, στο μάζεμα των καλαμποκιών, θυμάμαι, τους αγρότες να ξενυχτούν και να τραγουδάμε. Όλα αυτά, βέβαια, μέχρι τα εφτά μου χρόνια, που έφυγα για την Αθήνα. Νομίζω ότι είναι τα πιο ουσιαστικά χρόνια που θυμάμαι στο χωριό για το πόσο πολύ αγάπησα τα τραγούδια.

Δεν νομίζω ότι αγάπησε τόσο πολύ το τραγούδι κάποιο άλλο από τα αδέλφια μου. Εκτός από τη μεγάλη αδερφή μου, την Αθανασία, αλλά ποτέ δεν προσπάθησε να τραγουδήσει μπροστά σε κοινό.

Ο ερχομός στην Αθήνα

Ήρθαμε πρώτα στην Αγία Παρασκευή. Είχε έρθει ένας θείος μου με την οικογένειά του, ο θείος μου ο Φώτης. Ο πατέρας μου δούλευε ήδη στην Αθήνα ως οικοδόμος/σοβατζής. Ο μαστρο-Σπύρος με το όνομα. Και κάποια στιγμή, γύρω στα εφτάμισι χρόνια μου, μας πήρε μαζί του. Μετακομίσαμε στην Αθήνα. Ήταν πολύ φτωχικά εκείνα τα χρόνια. Αλλά όταν μια οικογένεια είναι δεμένη, τα ξεπερνάει όλα. Παρόλο που ο μπαμπάς έλειπε από το σπίτι. Ήλιο με ήλιο δούλευε. Και η μαμά έπλενε σε σπίτια. Ήταν η πλύστρα, που λέγαμε. Και εμείς πηγαίναμε σχολείο και μετά στο σπίτι. Καθόμασταν και ευτυχώς είχαμε ο ένας τον άλλον. Οικογένεια. Όλη μου τη ζωή είχα παράδειγμα την οικογένειά μου. Λέω, ναι, έτσι πρέπει να ζουν όλα τα παιδιά.

Η πρώτη συναυλία

Αφού μείναμε τρία χρόνια στην Αγία Παρασκευή, ξέχασα να πω ότι η… βίλα μας ήταν το πλυσταριό μιας βίλας, όπου μια μάλλον ξεπεσμένη οικογένεια είχε ανάγκη να νοικιάσει το πλυσταριό. Και επειδή το αντίτιμο ήταν, φαίνεται, λίγο, γι’ αυτό μείναμε σε ένα δωμάτιο μαζί. Η τουαλέτα ήταν έξω από αυτό το δωμάτιο. Ύστερα μετακομίσαμε στη Νέα Φιλαδέλφεια. Εκεί πια εγώ ανέλαβα να κάνω το συγκρότημα της γειτονιάς, γιατί κάθε γειτονιά είχε και ένα μουσικό συγκρότημα.

Έτσι μάζεψα τα γειτονόπουλα που κάτι χαμπάριαζαν από μουσική και φτιάξαμε το πρώτο μας συγκρότημα. Μάλιστα, ο ντράμερ έπαιζε με τα χέρια του στο τζάμι της μπαλκονόπορτας και ακουγόταν πολύ ωραία. Παίζαμε όλοι με έναν ενισχυτή. Τελικά στείλαμε συμμετοχή σε ένα διαγωνισμό που γινόταν τότε. Crosswords, δηλαδή Σταυρόλεξα, λεγόταν το συγκρότημά μας. Στον διαγωνισμό αυτό τραγούδησα το «House of the Rising Sun». Από την εκτέλεση των Animals με τον Eric Burdon. Έγινε χαλασμός και έτσι κερδίσαμε για βραβείο τα πρώτα αληθινά όργανα.

Μετά κάναμε κανονικές πρόβες. Μας έδωσε ο πρόεδρος των κατοικιών έναν χώρο που προοριζόταν για μαγαζί. Για μπακάλικο, για μανάβικο, δεν θυμάμαι. Και ήταν ακριβώς στην πλατεία της γειτονιάς μας. Εκεί, λοιπόν, κάναμε τις πρόβες μας. Μας αγόρασε και ένα μαγνητόφωνο ο πρόεδρος, ο κύριος Δεγαίτας, γι’ αυτό τον θυμάμαι ακόμα. Και έτσι σιγά σιγά κάναμε την πρώτη μας συναυλία με όργανα κανονικά στο Cine Ιωνία, στη Νέα Ιωνία.

Εκεί έγινε χαμός. Γιατί όλοι στις πολυκατοικίες θέλανε να μας στηρίξουν. Έτσι, λοιπόν, πήρα εκεί το πρώτο μου χειροκρότημα. Με αληθινά όργανα. Και έτσι προχώρησα. Εγώ δεν ήξερα ποτέ ότι θα γίνω τραγουδιστής. Το έκανα μόνο και μόνο επειδή αγαπούσα το τραγούδι και τη μουσική.

Οι μπουάτ και οι «Κάψες»

Πριν να πάω στον Στρατό, κατέβηκα στην Πλάκα, στην μπουάτ «Εσπερίδες» του Γιάννη Αργύρη. Εκεί αρχικά τραγουδούσα και έπειτα σε μια άλλη μπουάτ δίπλα, την «Ξαστεριά». Εκείνη την περίοδο ένας φίλος μού πρότεινε να φύγουμε στο εξωτερικό. Δεν είχαμε, όμως, λεφτά. Του είπα, λοιπόν, ότι θα το κανονίσω εγώ. Βρέθηκα, λοιπόν, με έναν φίλο μας που έπαιζε σε λαϊκά μαγαζιά. Τον Δημήτρη Κουτζανίδη.

Αυτός έπαιζε σε ένα μαγαζί, που το λέγανε «Κάψες». Ήταν σε μια κάθετη, όπως ανεβαίνουμε τη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Εκεί, βέβαια, το μαγαζί το είχαν μόλις φτιάξει και μέσα είχαν μείνει ακόμη τα μπάζα. Δίπλα στα τραπέζια ήταν ένας λόφος με άμμο και αυτό που παρατήρησα ήταν ότι, όταν άφηναν ανοιχτή την πόρτα που έμπαινε ο κόσμος μέσα, αυτή έκλεινε από την πίεση του καπνού.

Δεν ήταν τεχνητός καπνός, ήταν από το κάπνισμα. Εκεί, λοιπόν, τα πήγα πολύ καλά, διότι τραγουδούσα λαϊκά τραγούδια. Και απέκτησα και πολύ καλή σχέση με το κοινό των «Καψών». Γιατί με είδαν έτσι, ένα ευγενικό παιδί που σαν να ερχόμουν από άλλου. Δεν ανήκα, δηλαδή, σε αυτούς τους χώρους. Και με αγάπησαν πολύ. Έμαθα κι ένα κόλπο εκεί. Όταν ένας μεθυσμένος χόρευε και πήγαινε να πέσει, του έλεγα στο μικρόφωνο: «Άμυνααα». Και μου λέγανε «Ευχαριστώ, Βασιλάκη» και επανερχόταν στον χορό. Έτσι μάζεψα τα χρήματα και πήγαμε με τον φίλο μου στη Γερμανία.

Το πρώτο τραγούδι στη δισκογραφία

Η δισκογραφία ήρθε πολύ αργότερα. Όταν ήμουν φαντάρος. Πήρα άδεια για να τραγουδήσω τέσσερα τραγούδια. Ήταν του Βασίλη Αρχιτεκτονίδη. Σπουδαίος μουσικός και καθηγητής. Η εταιρεία που τα ηχογράφησε αυτά τα τραγούδια ήταν μια προσπάθεια των καταστημάτων δίσκων να φτιάξουν δική τους εταιρεία για να μην τους εκμεταλλεύονται οι μεγάλες δισκογραφικές που ήδη υπήρχαν.

Αυτή η προσπάθεια σαμποταρίστηκε από τους μεγάλους και δεν ορθοπόδησε. Και δεν έγιναν ποτέ τα τραγούδια αυτά γνωστά. Μετά από λίγο διάστημα, η μικρή αυτή εταιρεία έκλεισε. Όχι επειδή τραγούδησα εγώ! Πλέον δεν είχα τι να κάνω εδώ και επειδή τραγουδούσα και απαγορευμένα τραγούδια, καθώς ήταν ήδη χούντα, όταν απολύθηκα, ο φίλος μου από τον Στρατό μού έριξε την ιδέα να φύγουμε, να πάμε έξω, στη Γερμανία που ήταν ο πατέρας του.

Τελικά, μιας και δεν μπορούσαμε να τραγουδήσουμε αυτά που θέλαμε, δηλαδή Θεοδωράκη, Λοΐζο, Μαρκόπουλο, Χατζιδάκι, είπα «ναι, θα πάμε έξω», αλλά με κρυφή σκέψη στο βάθος του μυαλού μου ότι έτσι ίσως γνωρίσω τον Μίκη Θεοδωράκη.

Σαν σήμερα, στις 21 Ιουνίου 1950 γεννήθηκε ο μεγάλος Έλληνας τραγουδιστής που μεγάλωσε γενιές και γενιές ανθρώπων.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις