Μαουτχάουζεν . Του Ιάκωβου Καμπανέλη
Γράφει για τη Λέσχη Ανάγνωσης Σπάρτης η Στέλλα Γκίνη – Σπύρου
Η Λέσχη Ανάγνωσης Σπάρτης διάβασε το βιβλίο – χρονικό του θεατρικού συγγραφέα, δημοσιογράφου και Ακαδημαϊκού Ιάκωβου Καμπανέλη, ο οποίος είχε γεννηθεί στη Νάξο το έτος 1922 και πέθανε στην Αθήνα το 2011.
Η αφήγηση – ιστορική πραγματικότητα αρχίζει στις 5 του Μάη του έτους 1945, από τη στιγμή που ένα θεόρατο Αμερικάνικο τανκ γκρέμισε την πύλη του Μαουτχάουζεν και μπήκε στον περίβολο του κολαστηρίου, θεόσταλτο άρμα ελευθερίας, από την Τρίτη Αμερικάνικη Στρατιά που διοικούσε ο σπουδαίος στρατηγός, Τζώρτζ Πάττον.
Το ξεκίνημα του βιβλίου από την ευτυχισμένη αυτή χρονική στιγμή βοηθάει τον αναγνώστη να νοιώσει ένα αίσθημα αισιοδοξίας και δικαίωσης, ώστε να αντέξει τα θλιβερά, εφιαλτικά και αποτρόπαια γεγονότα στα οποία μας οδηγεί η ανάγνωση στη συνέχειά του.
Αποτελεί πράγματι το βιβλίο αυτό μία ανεκτίμητη μαρτυρία της ναζιστικής κτηνωδίας, αλλά ταυτόχρονα αναλύει και τα αισιόδοξα συναισθήματα των ανθρώπων, αυτή την ακαταμάχητη δίψα ζωής που νοιώθουν και την ελπίδα να ξαναφτιάξουν τον κόσμο από τα ερείπια, όπως αυτοί θέλουν, ελεύθεροι.
Στην πραγματικότητα ο πόλεμος είχε τελειώσει αλλά ακολούθησε η μοιρασιά της Ευρώπης στα δυο και η αντιπαράθεση του μισού κόσμου εναντίον του άλλου.
Ο συγγραφέας καταγράφει την προσωπική του εμπειρία, από τότε που συνελήφθη από τους Γερμανούς το 1942 και μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως Μαουτχάουζεν, όπου κατά μία εύνοια της τύχης, ήταν από τους ελάχιστους επιζήσαντες κατά την απελευθέρωση.
Δυο φόρες είχε βρεθεί στο δρόμο για το εκτελεστικό απόσπασμα. Δυο φορές στο δώδεκα παρά πέντε!! Όπως τον είχε συμβουλέψει ένας άλλος κρατούμενος, έπρεπε για να γλυτώσουν, να βάλουν μία κρούστα τρέλας γύρω στο μυαλό. Να μην διερωτώνται συνέχεια, Γιατί; Γιατί να με δέρνουν, γιατί να με βασανίζουν, γιατί να με ορίζουν; Εδώ βρισκόμαστε στα χέρια παντοδύναμων τρελλών και φονιάδων.
Διηγείται ο συγγραφέας, ότι στο Μαουτχάουζεν – Ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης και εξόντωσης στην Αυστρία είχαν δολοφονηθεί 240.000 κρατούμενοι, όσοι γλύτωσαν ήταν περίπου 30.000, δηλαδή ένας στους εννέα. Στο Μητρώο του στρατοπέδου δεν φαινόταν πουθενά ο αριθμός 240.000, γιατί οι λογιστές του Μαουτχάουζεν δίνανε στους εισερχομένους τους αριθμούς των νεκρών, έτσι ώστε να φαίνεται ότι ποτέ δεν ξεπέρασαν τους 140.000.
Κανέναν σεβασμό δεν έδειχναν βεβαίως οι Ναζί στη διεθνή Νομοθεσία για την προστασία των αιχμαλώτων πολέμου. Έτσι 45 αεροπόρους αιχμαλώτους Ολλανδούς, Εγγλέζους, Αμερικανούς τους σκότωσαν στη σκάλα του λατομείου γρανίτη, αφού τους φόρτωναν ένα κομμάτι βράχο στη ράχη να τον ανεβάσουν 200 σκαλοπάτια. Όσους δεν τα κατάφερναν, τους κτυπούσαν έως θανάτου, με ξύλα παρμένα από καλούπια του μπετόν, με καρφιά επάνω. Στα χέρια των εγκληματιών αυτών η ζωή των ανθρώπων χάνει τελείως την αξία της, μηδενίζεται, ώστε όλα τα φονικά τους, στα μάτια τους, να περνούν απαρατήρητα και ασήμαντα. Μέρα και νύχτα η φλόγα βγαίνει από την καμινάδα του φούρνου χωρίς σταματημό και ο αέρας που αναπνέουμε, γράφει ο συγγραφέας, μυρίζει κρέας που καίγεται, ανθρώπινο κρέας.
Ο Βίλχελμ Σνάϊντερ, ένας Γερμανός πολιτικός κρατούμενος στο τραγικό αυτό στρατόπεδο, του οποίου η αδελφή με τον Εβραίο άντρα της είχαν εκτελεστεί από την Γκεστάπο και τον πατέρα του έστειλαν στο Νταχάου όπου και πέθανε, ξέσπασε σε βάρος των συμπολιτών του που υποκρίνονταν πως αγνοούσαν τις δολοφονίες και διερωτάτο ποιος θα δικάσει τα εκατομμύρια των πολιτών που τα ξέρανε όλα και τα ανέχτηκαν αδιαμαρτύρητα όλα;
Οι δολοφονίες δεν γίνονταν στα κρυφά στο Άουσβιτς, στο Νταχάου, στο Γκούζεν, στο Μαουτχάουζεν. Όλα άρχισαν στο Μόναχο και στο Βερολίνο από το 1933, με γιορτές και τραγούδια. Οι αγαθοί – δήθεν- αγρότες σε ακτίνα τουλάχιστον 50 χιλιομέτρων γύρω από το Μαουτχάουζεν, ξέρανε πολύ καλά τι γινότανε εκεί μέσα. Ολόκληρη η Γερμανία, απ’ άκρον σ’ άκρον τα ήξερε…
Στην παράγκα με αριθμό 20, οι Ες Ες χώνανε όσους ήταν υπό εκκαθάριση. Οι εντολές έρχονταν από το Βερολίνο «Άους Μπερλίν», την πόλη που όταν οι Ες Ες αξιωματικοί έλεγαν το όνομά της, πάθαιναν κάτι σαν έκσταση, νοιώθανε πως επικοινωνούσαν με τις ανώτερες δυνάμεις και τις θεότητες του Ναζισμού. Κάποια νύχτα οι 490 μελλοθάνατοι της παράγκας 20, αποφάσισαν ομαδικά να αποδράσουν, αφού ήταν που ήταν χαμένοι… Σκότωσαν τους τρεις Γερμανούς επιστάτες, όπως είχαν αποκοιμηθεί, και με τα στρώματά τους γεφύρωσαν τα ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα. Όσοι τα κατάφεραν να γλυτώσουν από τις σφαίρες των Γερμανών, τρέχανε προς το δάσος. Τα αποτελέσματα ήταν τα πτώματά τους να τα φέρνουν στο στρατόπεδο σε ανατρεπόμενες καρότσες που τις άδειαζαν στην τσουλήθρα της γούρνας του κρεματορίου. Μερικοί δεν είχαν τελειώσει και σάλευαν…το αίμα τους άφηνε μια γραμμή στο χιόνι…
Οι Ισπανοί κρατούμενοι ήταν οι πρώτοι που ετοιμάστηκαν να φύγουν από το κολαστήριο Μαουτχάουζεν μετά την απελευθέρωση. Ονειρεύονταν με αισιοδοξία και πίστευαν ότι ο Τσώρτσιλ, ο Τρούμαν και ο Στάλιν θα κάθονταν αδελφοποιημένοι ειρηνικά και θα έγραφαν ένα γράμμα στον Φράνκο, να σηκωθεί να φύγει κατά Διαβόλου… και ότι οι ίδιοι ελεύθεροι πλέον μετά από τόσες θυσίες, θα δούλευαν στον τόπο τους για να είναι ο Φασισμός που τελείωσε ο τελευταίος!!
Μια φωτεινή μέρα του Μάη του 45, ο συγγραφέας μαζί με την καλή του, μια τρυφερή σχέση που δημιούργησε, επισκέφτηκαν, ελεύθεροι πια, την τραγική σκάλα του λατομείου, όπου είχαν βασανισθεί ανελέητα και δολοφονηθεί χιλιάδες αθώες ψυχές. Εντύπωση έκανε ότι και άλλοι σαν και αυτούς, ευρίσκονταν εκεί, αφήνοντας λουλούδια, προσκυνώντας μ’ ευλάβεια τα σκαλιά του μαρτυρίου, σαν να ήθελαν να τα καλοπιάσουν. Γύρω οι πινακίδες, οι ράγες και τα βαγονέτα, ήταν τώρα σαν επιτάφιες πλάκες και γλυπτά νεκροταφείων. Όλα φαίνονταν τώρα γαλήνια και αθώα και μπροστά τους άρχισε να ξετυλίγεται μια ελπιδοφόρα «Νέα Εποχή».
Οι σκέψεις, όμως, οι δικές μας για τα ανίερα αυτά γεγονότα που διαδραματίστηκαν, είναι ότι κανείς μας δεν πρέπει, δεν έχει δικαίωμα να ξεχνά, να βολεύεται και να τα διώχνει από τη μνήμη του, ώστε καμιά φορά άθελά μας, ν’ αφήνουμε χώρο για να φυτρώνουν οι σπόροι μίσους, εκδίκησης και φανατισμού.
Σας μεταφέρουμε εδώ με ακρίβεια τη δήλωση στην οποία έχει προβεί ο Μανώλης Γλέζος, ο ηρωικός αυτός άνθρωπος, που του έλαχε να ζήσει τα γεγονότα της Ναζιστικής Κατοχής στη χώρα μας και έθεσε σ’ αυτά την ανεξίτηλη σφραγίδα του.
«Εμείς δεν έχουμε την πρόθεση να καλέσουμε σε γεύμα την Καγκελάριο. Την προσκαλούμε, όμως, να επισκεφτούμε μαζί το σκοπευτήριο της Καισαριανής, για να δει ότι ακόμα και σήμερα, 67 χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, το χορτάρι δεν φυτρώνει εκεί που χύθηκε τόσο αίμα…. Η γη δεν λησμονεί. Δεν δικαιούνται λοιπόν να λησμονούν και οι άνθρωποι.