Γράφει για τη Λέσχη Ανάγνωσης η Ειρήνη Κοκκορού, Κοινωνική Λειτουργός

«Ο κόκκινος τράγος», Κώστας Παρορίτης, εκδόσεις Αλεξάνδρεια.

Ο Κώστας Παρορίτης (φιλολογικό ψευδώνυμο του Λεωνίδα Σουρέα) γεννήθηκε το 1878 στο Παρόρι της Λακωνίας. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας Δούλεψε ως δάσκαλος στη Σπάρτη και στη συνέχεια ως σχολάρχης και καθηγητής των Νέων Ελληνικών και της Ιστορίας στο σχολαρχείο της Ύδρας.
Από την πρώτη του συλλογή διηγημάτων «Από τη ζωή του δειλινού» το 1906 ,γίνεται φανερό πως με τη γραφή του, αγωνιά να αφήσει το ίχνος του, όχι στα λογοτεχνικά σαλόνια αλλά στο σώμα της ίδιας της κοινωνίας. Προτάσσοντας την πένα του , αγωνίζεται για μια κοινωνία που θα έχει στον κέντρο της τον άνθρωπο .Κι ως αγωνιστή ,προτιμά να τον μνημομονεύουν.:
«Αν με εχτιμάτε ως τίμιο αγωνιστή μα δε με παραθυμάστε ως διηγηματογράφο , μικρό το κακό. Αν είναι κανείς τίμιος αγωνιστής μπορεί να είναι κάποτε και καλός συγγραφέας».

Ο εσωτερικός κόσμος των ηρώων του,- απλών καθημερινών ανθρώπων –,αντιπαλεύει τον εξωτερικό κόσμο , το σκληρό κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον που δεν αφήνει περιθώρια στην ιδιαιτερότητα και την ατομικότητα του μέσου ανθρώπου να εκφραστεί. Στην τραγικότητα τους καθρεφτίζονται οι κοινωνικές αντιφάσεις της εποχής τους.
Η μονότονη συνηθισμένη ζωή τους ανατρέπεται σχεδόν πάντοτε από μια και μοναδική ηρωική τους πράξη. Μια πράξη ακραία που έχει το χαρακτήρα κάθαρσης. Ο ίδιος σημειώνει: «Ο ήρωας που ενεργεί ακραία, δεν κάνει τίποτ’ άλλο από το να ακολουθεί με συνέπεια κι ως το τέλος τον ίδιο δρόμο που οι άλλοι τον ακολουθούν διστακτικά , με μισή καρδιά ή υποκριτικά».

Με τη γραφή του ο Κώστας Παρορίτης σηκώνει τη σημαία της κοινωνικής Αλήθειας που υπηρετεί .Όπως θα γράψει: «Ο λογοτέχνης πρέπει στην τέχνη του οδηγήτρα να’ χει την Αλήθεια, πρόσωπα αληθινά, ιδέες στέρεες, τέχνη ξελαγαρισμένη, να τι πρέπει να κυνηγάει ο αληθινός τεχνίτης».
Οπαδός του Γιάννη Ψυχάρη , στρατεύεται στο ρεύμα του ρεαλισμού και γράφει ως να προετοιμάζει μια επανάσταση. Παρουσιάζει χωρίς ωραιοποιήσεις την φτώχεια , την αθλιότητα , τη μιζέρια . Στηλιτεύει την αμάθεια, την πρόληψη, τη δεισιδαιμονία, τη θρησκοληψία και τη μοιρολατρία.

Έτσι δεν είναι να απορεί κανείς γιατί ο Κώστας Παρορίτης στον πρόλογο του μυθιστορήματος του «Ο κόκκινος τράγος»,αισθάνεται την ανάγκη να αμυνθεί απέναντι στους αρνητές του. Οι πρώτες γραμμές του βιβλίου του είναι οι εξής: «Ξέρω πως και το βιβλίο μου αυτό θα δώσει πάλε το σύνθημα σε μια νέα σταυροφορία εναντίον μου».

Από τη δεύτερη ήδη συλλογή διηγημάτων του «Οι νεκροί της ζωής» το1907, είχε κληθεί σε απολογία από το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο και τιμωρήθηκε με παύση ενός μήνα. Αποκαλυπτική η διατύπωση της απόφασης του Συμβουλίου :«....Εξέδωκε τόμον διηγημάτων εν οις παρουσιάζει πρόσωπα εκ της κατωτέρας κοινωνικής ιεραρχίας προερχόμενα ,ως αδικούμενα. Εάν εις την εύπλαστον ελληνικήν κοινωνίαν παρουσιάσωμεν τοιούτου είδους ήρωας είναι λίαν επικίνδυνον , διότι δημιουργώμεν αυταπάτας και θίγομεν τας πατροπαραδότους ελληνικάς συνθήκας.....».

«Οι κατηγορίες τους,» προλογίζει, ο συγγραφέας « που τις αναμασούνε τώρα χρόνια, θα αντηχήσουνε πάλε βραχνές όσο και ύποπτες με όλους τους τόνους. Μου είναι τόσο γνωστές. Υποδουλώνω την Τέχνη στην Ιδέα!{..}Μα εμείς που πιστεύουμε ότι Ιδέα και Τέχνη δεν είναι πράματα χωριστά, τους ρίχνουμε μια σπλαχνική ματιά και τραβάμε το δρόμο μας αδιάφοροι.....Ο άνθρωπος ζει σε μια φριχτή σκλαβιά, τόσο οικονομική όσο και ψυχική και πνευματική....Πατώντας πάντα το Ρωμαίικο το χώμα, δεν ξεχνούμε ποτέ τον αιώνιο Άνθρωπο.....που σπάζοντας τα σύνορα ,παλεύει σήμερα ηρωικά να συντρίψει τις υλικές και τις ψυχικές αλυσίδες του...».

Στο μυθιστόρημα του «Ο κόκκινος τράγος», το πιστοποιεί γραμμή τη γραμμή ο Κώστας Παρορίτης πως ο ορίζοντας αυτού του αιώνιου Ανθρώπου που τίκτεται στις σελίδες του βιβλίου του ,δεν είναι η αιωνιότητα αλλά οι άλλοι άνθρωποι. Αν και μετατοπίζει το βάρος της ύπαρξης μας στην πνευματική διάσταση ,την τοποθετεί ωστόσο στο πλαίσιο της αμοιβαιότητας. Το πλαίσιο που κινούνται «χεροπιασμένοι» οι ήρωες του , θα μπορούσε να είναι τα εξής λόγια του L. King: «Κυριολεκτικά όλα στη ζωή είναι αλληλένδετα. Όλοι οι άνθρωποι είναι πιασμένοι σ΄ ένα δίκτυο αμοιβαιότητας από το οποίο δεν μπορούν να αποδράσουν, ντυμένοι με το ίδιο ρούχο της μοίρας. Οτιδήποτε επηρεάζει άμεσα τον έναν επηρεάζει άμεσα κι όλους τους άλλους».

Ο Στέφανος ο απολυμένος καθηγητής,έχοντας συνειδητότητα του προσωπικού του ρόλου στην ισχύουσα τάξη πραγμάτων μονολογεί: «Κοιτάξτε και γύρω σας. Όλος ο κόσμος δεν είναι ο εαυτούλης σας. Η ζωή είναι πολύ πλατιά. Απλώστε τη ματιά σας, βυθίστε τη σκέψη σας, μεστώστε το αίτημα σας, δέστε το σφιχτά με το νου σα διαμάντι, πυρώστε το νου σας με τη φλόγα της καρδιάς...». Στην ουσία ,ο ήρωας του, εκφράζει τη θέση του αφηγητή Παρορίτη και ως δασκάλου.
Ένας μαθητής του, επικύρωνε την ακεραιότητα αυτής της θέσης του, καθώς έγραφε στα 1938 για τον καθηγητή του μεταξύ άλλων τα εξής: «Ο κ. Παρορίτης δεν ήταν ένας απλός «δάσκαλος» ή «καθηγητής» με τη συμβατική σημασία των λέξεων...η μεγαλύτερη του ικανοποίηση ήταν να μας βλέπει από την «έδρα» του χαρούμενους, ζωηρούς και ανήσυχους. Ήθελε να είμαστε τολμηροί τόσο στις σκέψεις μας, όσο και στους στοχασμούς μας και να απαντάμε στα ερωτήματα του άφοβα, χωρίς καμιά δέσμευση....Η τάξη μεταβαλλόταν σε στίβο πνευματικών διαξιφισμών...Ο σκοπός του ήταν να δημιουργήσει φυτώρια απολυτρωμένων εσωτερικά ανθρώπων , με πολιτισμένη συνείδηση και με ανώτερο κριτήριο , να μας εμφυσήσει την αγάπη για το βιβλίο και την Τέχνη γενικά».

Τα λόγια αυτά του μαθητή του συγγραφέα, συνάδουν με την δική μου προσωπική ανάγνωση του μυθιστορήματος «Ο κόκκινος τράγος».Θεωρώ ότι ο Κώστας. Παρορίτης θέτει ως άξονα του βιβλίου του ένα από τα μεγαλύτερα υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου. Τον φόβο μπρος στην ελευθερία. Η αποδέσμευση των μαθητών του από αυτόν τον φόβο- φαίνεται κι από τα λόγια του μαθητή του- πως ήταν και η κύρια αγωνία του , το κύριο μέλημα του ως δάσκαλος. Το ίδιο και ως συγγραφέας.
Φυτώρια απολυτρωμένων εσωτερικά ανθρώπων οι τάξεις του.
Φυτώρια απολυτρωμένων εσωτερικά ανθρώπων και τα βιβλία του.

Το μυθιστόρημα Ο κόκκινος τράγος εκδίδεται το 1924. Έχει προηγηθεί η Οκτωβριανή Επανάσταση και η Μικρασιατική Καταστροφή. Η Αθήνα , η πόλη που το υποδέχεται , είναι στη στιγμή της σταδιακής μεταμόρφωσης της σε μια προβληματική μεγαλούπολη καθώς δέχεται το μεγάλο κύμα των προσφύγων χωρίς να έχει τις απαραίτητες προυποθέσεις για την ομαλή ένταξη τους στην παραγωγική διαδικασία και την κοινωνική ζωή. Η ανεργία οδηγεί στην ένταση των ανισοτήτων και τη δημιουργία κοινωνικών αποκλεισμών.

Υπό το βάρος συναφών κοινωνικοπολιτικών εσωτερικών και εξωτερικών πιέσεων διαβάζουν το βιβλίο και οι σημερινοί αναγνώστες. Το βιβλίο αυτό οδηγεί τόσο τον αναγνώστη του χθες, όσο και τον αναγνώστη του σήμερα σε μια αλήθεια που έχουμε την τάση να την ξεχνάμε. Ότι οι άνθρωποι είναι ανάγκη να δημιουργούμε τα δικά μας νοήματα. Ότι είναι ανάγκη να έχουμε ένα λόγο ύπαρξης. Να διεκδικούμε την ελευθερία μας και να βρίσκουμε τον καλύτερο τρόπο να υπάρχουμε την ίδια στιγμή που αντιμετωπίζουμε τα χειρότερα. Επισημαίνει ότι η κρίση και η κάθαρση ποτέ δεν απέχουν πολύ η μία από την άλλη.

Οι ήρωες του βιβλίου , άνθρωποι με κουράγιο και ανθεκτικότητα, κινούνται «Στο φρύδι του τοίχου ...» της ιστορίας. Διαρκούντος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ,σε μια κρίσιμη ιστορική στιγμή, το χειμώνα του 1916. το χειμώνα της πείνας , του αποκλεισμού και του εθνικού διχασμού, με τις κοινωνικές αντιθέσεις να εντείνονται στην Αθήνα και το διχασμό ανάμεσα στον βασιλιά και τον Βενιζέλο να κορυφώνεται εν μέσω δύο φιλοπόλεμων παρατάξεων της κυρίαρχης τάξης.

Είναι στοχαστικές και συνετές υπάρξεις. Άνθρωποι απλοί, της διπλανής πόρτας. Ωστόσο μέσα από μια εσωτερική πάλη με τον εαυτό τους οδηγούνται στο νόημα , στην αλήθεια ,στο σκοπό , στην κάθαρση. Μια κάθαρση που οδηγεί σε μια νέα γνώση. Άνθρωποι που στοχάζονται πάνω στις δοσμένες αξίες της ζωής , τις επανεκτιμούν, ξεφεύγουν από τα απαρχαιωμένα δόκανα περί ενάρετης ζωής. Διαισθάνονται ότι στην πραγματικότητα η αρετή είναι πολύ δύσκολο να αποκτηθεί. Δίνουν προβάδισμα στην ίδια τη ζωή να δημιουργήσει το ενάρετο και ωθούν τους εαυτούς τους στα άκρα, νοιώθοντας πως η μόνη προυπόθεση είναι να ζήσουν τη ζωή τους στο έπαρκο.

Αγωνίζονται να ξεφύγουν από το καλοκουρδισμένο τικ- τακ μιας προβλέψιμης ζωής. Ο συγγραφέας ξεσκεπάζει μια μια τις παγίδες στις οποίες πέφτουμε οι άνθρωποι ξεγελώντας τους εαυτού μας να πιστεύουμε πως ζούμε ενάρετα Υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος δεν έχει την πολυτέλεια πια, να κάνει αυτό που του λένε και να πιστεύει ότι αυτό είναι το καλό. Ούτε να βαφτίζει ηθική, την τεμπελιά του να ανατρέψει την κραταιά τάξη πραγμάτων.

Ο συγγραφέας φαίνεται σύμφωνος με τον Nietzsche στο Zarathustra:«Άλλοι είναι σαν τα ρολόγια που έχουμε στο σπίτι μας. Είναι κουρδισμένα και κολλημένα στο τικ τακ μιας προβλέψιμα βαρετής και αστόχαστης ύπαρξης και αυτό το ονομάζουν αρετή. Όμως αυτούς τους ανθρώπους μπορούν εύκολα να τους ξεγελάσουν».

Οι ήρωες του Κόκκινου τράγου ξεγελιούνται πράγματι. Μα αυτό που τους σώζει ,είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι «σιγαλοκουβεντιάζουνε» μέσα τους. Σε ένα σκηνικό πολέμου που προετοιμάζεται γύρω τους «μανίζει» ένας προσωπικός πόλεμος μέσα τους. Αγωνίζονται να νικήσουν τον φόβο τους μπρος στην ελευθερία , να πλησιάσουν την αρετή, πρόθυμοι να δουν που κάνουν λάθος και τι κακό προκαλούν στους άλλους και στον εαυτό τους. Δυστυχώς συχνά ο μόνος τρόπος για να ανακαλύψει κανείς τις αξίες είναι να ανακαλύψει την απώλεια και τον ξεπεσμό. « Κάθε καταστροφικό γεγονός αποκαλύπτει τα κενά κάτω από την επιφάνεια του κόσμου μας. Κάποια γεγονότα δημιουργούν κρατήρες στον κόσμο που θεωρούσαμε δεδομένο. Μόνο τότε , όταν υπολογίζουμε το κόστος της ζωής βλέπουμε να αποκαλύπτονται τα έγκατα των θεμελίων του κόσμου». Και το κοινωνικοπολιτικό σκηνικό μέσα στο οποίο γράφει το βιβλίο ο Κώστας Παρορίτης και βάζει και τους ήρωες του να ανασαίνουν ,είναι από τα πιο σκληρά σκηνικά της νεότερης ιστορίας της Ελλάδος.
Ο «Κόκκινος τράγος» είναι ένα συνοικιακό καφενείο της Αθήνας, τόπος καθημερινής συνάντησης μιας ομάδας ανθρώπων πολύ διαφορετικών μεταξύ τους.

Ο Μαρίνος ένας φιλόδοξος φοιτητής .Σύρεται από το φόβο του να εκφράσει ελεύθερα την άρνηση του μπρος στην ηθική εκ των άνω επιταγή, να πάρει τα όπλα και να θυσιαστεί σε έναν πόλεμο που άλλοι τον οδηγούν και που στην ουσία δεν είναι δικός του. Δεσμώτης αυτού του φόβου σωπαίνει. «Βουρκάδι η ψυχή του που κρύβει αστροπελέκια», τον παγιδεύει στο βούρκο ενός οίκου ανοχής του οποίου γίνεται και ο ιδιοκτήτης.

Ο Λείψανος, εργάτης.Ένας βαριά άρρωστος άνθρωπος στο κατώφλι του θανάτου ,κατηγορείται ως εχθρός της πατρίδας επειδή σήκωσε έναν πληγωμένο συνάνθρωπο από το πεζοδρόμιο την ώρα που μαινόταν ανταρτοπόλεμος στους δρόμους της πόλης. Ξαφνικά όλη η ζωή του , τον ενοχοποιεί, γίνεται η καταδίκη του, αφού δίνει στους δεσμώτες του αμέτρητες ενδείξεις ενοχής ενός ανήσυχου πνεύματος που δεν κάθεται στα αυγά του. Ο κυρίαρχος δεσμώτης του όμως, παραμένει ο ίδιος του ο εαυτός.

Ο Κονταράς ένας δυνατός άντρας Κτίζει μες στο γεροδεμένο σώμα του την αγάπη του για την γυναίκα της παρέας, την «πιο γραμματισμένη από όλους» τη Μηλίτσα. Την λατρεύει «σιγαλά». Κι αυτή η σιωπηρή αγάπη του τον στοιχειώνει Η Μηλίτσα μεταφράζει διάφορα διηγήματα και τα διαβάζει στην παρέα στο καφενείο. Δεν εκφράζει την αγάπη του μέχρι τέλους. Δεν λευτερώνεται.

Ο Μυστικός της συνοικίας .Περιφρονεί τον εαυτό του για το επάγγελμα που επέλεξε να παριστάνει ότι κάνει για να ζήσει. Διαχωρίζεται από την ατιμία του επαγγγέλματος του, μαρτυρώντας στην παρέα το ρόλο του ,μα δεν τον αποποιείται .Ενδίδει στον τρόμο του μικροαστισμού .Παραμένει χαφιές για να ζήσει ,να βγάλει το ψωμί του, και λυτρώνεται σαν τον διώχνουν από την υπηρεσία ως ανίκανο.

Ο κόσμος της συνοικίας που σέρνεται πίσω από προκαταλήψεις , προλήψεις και θρησκοληψίες Λιτανεύει αντί να διαδηλώνει. Μια λιτανεία έναντι του οξαποδώ. Το μαύρο πουλί που στέκεται ακούνητο πάνω στην καμινάδα στο σπίτι του παπά και προμηνύει κακά μελλούμενα.

Ο λαός που σέρνεται πίσω από την πένα του μεγαλοδημοσιογράφου - «...ένα όνομα επίσημο, αναγνωρισμένο, δοξασμένο , κυρίαρχο στην κοινή γνώμη. Ένας αληθινός τύραννος. Πένα τρανταχτή»- ίσια σε έναν πόλεμο, σε μια θυσία που ο ίδιος δεν έχει επιλέξει.

Κάθε ήρωας σε αυτό το βιβλίο ενόσω είναι υποδουλωμένος στο φόβο του μπρος στην ελευθερία αντιπαλεύει αυτό τον φόβο με μια κομβική φράση. «Μα έχω διάφορο μυαλό». Επιμένουν να στοχάζονται , να αμφισβητούν , να επαναξιολογούν .
Τελειώνοντας την ανάγνωση του βιβλίου , μου ήρθε στο νου ένα παραδοσιακό γερμανικό τραγούδι που γράφτηκε για παρηγοριά σε όσους υπέφεραν από βασανιστήρια κατά την περίοδο των θρησκευτικών διωγμών και το οποίο για λόγους προφανείς ήταν απαγορευμένο από τους Ναζί.

«Οι σκέψεις μου είναι ελεύθερες βαθιά μέσα μου θαμμένες. Τρέχουν μέσα στο μυαλό μου όπως οι σκιές τη νύχτα. Κανένας κυνηγός δεν μπορεί να τις τουφεκίσει. Κανένας άνθρωπος να τις λεηλατίσει. Ότι και να συμβεί οι σκέψεις μου ελεύθερες θα μείνουν»
Ελεύθερες οι σκέψεις , ελεύθερες οι λέξεις.
Τι κινδύνους φέρει ο στοχασμός! Και ποία η παρηγοριά, που ποτέ δεν υποδουλώνεται

Τοποθετώντας το βιβλίο στη βιβλιοθήκη , σκιαγραφώ , τον Κώστα Παρορίτη ,. με τις λέξεις του και τον ζωντανεύω μπρος μου.

«Πήρε την πένα κι έσκυψε πάνω στο χαρτί ο ίσκιος του ζωγραφίστηκε στον τοίχο, καθώς έπεφτε απάνω του το φως του κεριού, ογκώδικος. Άρχισε να γράφει. Οι σκέψεις χιμούσανε , παλεύανε ποια να βγει πρώτη, ξεχειλίζανε μέσα του, κι αυτός ήτανε αναγκασμένος να τις συγκρατεί με κόπο, ενώ εκείνες αγωνιζόντανε να τον παρασύρουνε. Το γράψιμο ήτανε σα μιαν απλή αντιγραφή. Αντίγραφε την ψυχή του. Τόσο ώστε να μη χρειάζεται κανείς κόπος για να διαλέξει ή να σκεφτεί. Η μόνη χάρη που του ζητούσανε οι σκέψεις του ήτανε να τις αφήσει γλήγορα να ξεχυθούνε ...στο ...φως..».

Το φως του στοχασμού που οδηγεί στη γνώση. Αυτό είναι το μεδούλι του βιβλίου «Ο κόκκινος τράγος» του συμπατριώτη μας Κώστα Παρορίτη. Και ο δικός μου στοχασμός μένει μετέωρος ως προς την άγνοια μου μέχρι σήμερα για αυτόν τον λογοτέχνη. Όταν μάλιστα είναι και συμπατριώτης μας. Για αυτή την «όξω φωνή» που τη «χώνεψε» η αμάθεια.. Μα ποτέ δεν είναι αργά να την ακούσουμε παρότι θα την διαβάζουμε. Ένθερμος δημοτικιστής γράφει ως να μιλά . Ο λόγος του ρέει . Λέξεις ανεπιτήδευτες, ολόδροσες . Λέξεις που αναβλύζουν ίσια από την πηγή της προφορικής μας παράδοσης. Ένας πηγαίος αφηγητής. Με το «ψυχόρμητο» εκείνο .που μιλάγαν οι παλιοί παραμυθάδες , αυτός έγραφε. Και οι λέξεις του «περεχούσανε με την άχνα τους» - και σήμερα θα το μπορούσαν - τον αναστοχασμό, προσδίδοντας στη ζωή ένα νόημα.