Απόσπασμα από την ομιλία του Βασίλη Βλαχάκου

ΣΠΑΡΤΗ. Με το βιογραφικό αφήγημά μου, σκοπός μου ήταν μέσα από μνήμες και αναμνήσεις, να απαθανατίσω τη γενιά της 10ετίας 1950-1960, αυτή που έδωσε το αίμα της στους πολέμους για να ζήσει ελεύθερη και μετά έχυνε τον ιδρώτα της στη γη για να επιζήσει.

Και για να ξέρουν οι επόμενες γενιές «από πού κρατάει η σκούφια τους» όπως έλεγε ο παππούλης μου.

Όσο είμαστε παιδιά βιαζόμαστε να μεγαλώσουμε, έφηβοι συμπεριφερόμαστε πότε σαν ήρωες ότι μπορούμε να τα κάνομε όλα, και άλλοτε σαν θεοί ότι τα ξέρομε όλα, ενήλικες αγωνιζόμαστε σαν ημίθεοι για να τα βγάλουμε πέρα και Υπερήλικες συνειδητοποιούμε τότε ότι είμαστε θνητοί.

Τότε ο άνθρωπος θυμάται τα παλιά και νοσταλγεί να γυρίσει τον χρόνο πίσω.

«Αχ.., και να ’σαν τα νιάτα δυο φορές, τα γερατειά καμία» (άκουγα τον παππούλη μου να λέει.

Σ’ αυτό θα πρόσθετα τώρα «γεμάτα όλα με χαρές και λύπη ούτε μία».

Πέρασαν τα χρόνια και σαν βρέθηκα στο πλατύσκαλο της ηλικίας, του «Άμμες ποκ’ ήμες άλκιμοι νεανίαι», ένιωσα τα λόγια του παππούλη μου, που μου έλεγε «αχ ρε Βασιλάκη, εφτού που είσαι ήμουνα κ’ εδώ που είμαι θα ’ρθεις.»

Ξύπνησα τον Βασιλάκη που τον έχω και κοιμάται στην κούνια της καρδιάς μου, τον πήρα από το χέρι και ανατρέξαμε «με τα φώτα της μνήμης στην ομίχλη του χρόνου» να χορτάσουμε παιχνίδι. Να οσφρανθούμε τη μυρωδιά του χωριάτικου φρέσκου ψωμιού που μοσκοβολούσε η γειτονιά, τη νοστιμιά της λαγάνας που μας έκανε και χορεύαμε γύρω από το ταψί, να φάμε την καρδιά από το καρπούζι και να παίξουμε φυσαρμόνικα με τη φλούδα του, να γευτούμε το σταφύλι και το κυδώνι που έκλεβα από το βάζο της μάνας μου.

Και δεν το κρύβω, ήσαν και κάποιες αναμνήσεις που πνίγηκαν στο σάλιο, άλλες κάθισαν κόμπος στον λαιμό και αφού στάλαξε η πίκρα κατακάθισαν τα πηλά στης ψυχής το βαγένι, για να μην ξερομαχιάσουν οι δόγες της ζωής και πάρει αέρα το κρασί της και γίνει ξίδι.

Το «νόστιμον ἦμαρ», είναι σαν το κινίνο, γλυκό απ’ έξω και πικρό από μέσα. Γι’ αυτό, για να είναι γιατρικό στην καρδιά και ψυχοφάρμακο, δεν πρέπει να το έχουμε αρκετό χρόνο στη σκέψη μας.

Το παρελθόν, είτε το θέλουμε είτε όχι, μας ακολουθεί, το κουβαλάμε μέσα μας, αρκεί να μην το αφήνουμε να μπαίνει μπροστά, μα όπως λέει και ο Καναδός επικοινωνιολόγος Μάρσαλ Μακ Λούαν, «Καλό είναι να οδηγούμε προς το μέλλον κοιτάζοντας από τον καθρέφτη προς τα πίσω».

Με μια ξενάγηση στον χώρο και στον χρόνο, 5 ανάδελφα χωριά (Βαφειό, Ριζά, Λεύκη, Μαχμούτμπεη και Σλαυβοχώρι) κάθε τόσο τα ξαναβάφτιζαν οι κατακτητές και έβαζαν το όνομά τους.

Όλα τα χωριά σε ένα πράσινο πέλαγος, με αμπέλια, ελιές, μπαξέδες, σπαρτά, κήπους, οι άνθρωποι σε όλες τις δουλειές και με τις «σεμπριές» έκαναν γενική επιστράτευση.

«Θέρος-τρύγος-πόλεμος, για τα παιδιά παιχνίδι και στη μάχη της ελιάς, γονείς, παιδιά και εγγόνια, όλη η οικογένεια στα όπλα.

Όλοι στον αγώνα, να βγουν από τη φτώχεια και για να μην πιάσει από την πείνα το στομάχι τους οι αράχνες.

Όλες οι οικογένειες, άλλες λίγο και άλλες πολύ, έβραζαν με το ζουμί τους στο ίδιο καζάνι, κι αν κάποιος ήταν απέξω και σύμπαγε τη φωτιά να μη σβήσει, ήταν η εξαίρεση.

Αν κάποιοι σκοτώνονταν για μια αυλακιά χωράφι, ήταν γιατί από αυτή την αυλακιά έβγαζαν λίγο σιτάρι για το ψωμί τους, και αν κάποιοι έκλεβαν, το έκαναν για να ζήσουν και όχι για να πλουτίσουν.

Πλούσιος είναι ο φτωχός που περνάει καλά με τα λίγα και φτωχός είναι ο πλούσιος που ζει φτωχά για να κάνει περισσότερα.

Οι άνθρωποι με το «Δός ἡμῖν σήμερον…» ήσαν χορτασμένοι,

με το «Έχει ο Θεός…» ζούσαν με την ελπίδα

και με το «Δόξα να ’χει..!» ήσαν ευχαριστημένοι.

Σαν παιδιά που ήμασταν όλα τα κάναμε, χορταίναμε με το παιχνίδι και σαν πέφταμε για ύπνο βλέπαμε φούρνους με καρβέλια.

Αν η ζωή αυτής της γενιάς σήμερα μοιάζει στους νέους με μύθο, όχι, δεν ήταν παραμύθι ούτε και παραμυθένια, αλλά φτώχεια, βιοπάλη, όμως με παράδοση, ιστορία, πίστη, ιδανικά και ηθική.

Ο κόσμος τότε με ήθη (καθιερωμένα πρότυπα κοινωνικής συμπεριφοράς, αντιλήψεις) και με έθιμα (παροιμίες, προλήψεις, προκαταλήψεις, προβλέψεις, και φαντάσματα), στις χαρές με γέλια και αστεία, στις λύπες με δάκρυα και μοιρολόγια, άκλαυτος δεν έφευγε κανένας.

Όπως τους σοφούς προγόνους μας με τα ρητά τους και τα γνωμικά τους, έτσι και αυτή η αγράμματη γενιά με τις παροιμίες της, τα παραμύθια της, τα δημοτικά της τραγούδια, τις προλήψεις της, τα γιατροσόφια της, τις βασκανίες της, με τις φλιτζανούδες της και τους Πύθιους χρησμούς της, (όπως....) ήταν πραγματικά σοφή και δεν της φαινόταν.

Αν και φτωχοί άνθρωποι, το λεξιλόγιό τους ήταν πλούσιο και πολλές από τις λέξεις που έλεγαν ήσαν αρχαίες.

Τρεις ηλικίες με το «άμμες..» κάτω από το ίδιο κεραμίδι, μεγαλώναμε τα παιδιά με τη στοργή της μάνας, με την αγάπη του πατέρα, με τη φροντίδα της γιαγιάς και του παππούλη, με παραμύθια και χατίρια.

Αυτή η οικογένεια ήταν για μας τα παιδιά το πρώτο σχολείο, που μας μάθαινε τρόπους και συμπεριφορές, τί πρέπει και τί όχι, ποιο το σωστό και ποιο το λάθος, ποιο το καλό και ποιο το κακό, και τόσα άλλα.

Αμαρτάναμε, δε λέω, κάποιες φορές όταν βλέπαμε τα πουλιά να τρώνε τα φρούτα και την κουρούνα το καλό σύκο.

Και τα μεσημέρια, στη ντάλα του καλοκαιριού, σαν πίθηκοι στα δέντρα για τζιτζίκια και στον Ευρώτα σαν τα αρχαία Σπαρτιατόπουλα για μπάνιο.

Ήμασταν σαν τα χωριάτικα κοτόπουλα ελεύθερης βοσκής, λιπόσαρκα και δυνατά, και δεν ξέραμε αν «πιάναμε πουλιά στον αέρα» όπως έλεγαν οι μεγάλοι, εμείς πάντως τα πιάναμε με πλακοπαΐδες, βροχούς, αγκίστρια, με τη σφεντόνα, και τις νύχτες στις πορτοκαλιές με το πυροφάνι. Όλα τα παιχνίδια τα φτιάχναμε με τα χέρια μας. και τί δεν κάναμε.

Στο σπίτι, με το λυχνάρι γράφαμε και διαβάζαμε όπως τα Ελληνόπουλα στο κρυφό σχολειό, και στο σχολείο (στη σάλα ενός πλίνθινου σπιτιού με μαθητές πάνω και από εξήντα, πρωί-απόγευμα) με δάσκαλο τον αείμνηστο Παναγιώτη Βουραζέλη.

Δεν ξέρω αν το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο, αλλά μεγαλώσαμε με αυτό χωρίς ψυχολογικά προβλήματα.

Μην ξεχνάμε ότι και ο Χριστός κάποια στιγμή πήρε τη βέργα και κυνήγησε τους εμπόρους από τον οίκο του Πατρός Του.

33 χρόνια, σαν φούρναρης ζύμωνε καρδιές, έπλαθε ψυχές και έβγαζε καρβέλια, κουλούρες, κουλούρια, μέχρι και παξιμάδια, ανάλογα με το αλεύρι και τη μαγιά που είχε κάθε παιδί στο κεφάλι του.

Και οι νέοι με τις νέες των χωριών μας, σαν ανοιξιάτικα βλαστάρια, μπουμπούκια και λουλούδια, ήρθε η μετανάστευση και τα πήρε αιχμάλωτα στην ξενιτειά. Θάνατος ο ζωντανός αποχωρισμός.

Άρχισε έτσι να ερημώνουν τα χωριά, πέρασαν τα χρόνια, βρήκε ευκαιρία ο χρόνος και έπιασε δουλειά.

Και με τα φώτα της μνήμης μου έκανα αναστύλωση σε όσα πήρε για να υπάρχουν, να έχει η ζωή συνέχεια.

Μία είναι η ζωή και όμως, δεν έχουμε καταλάβει το «θαύμα-γέννηση», δεν έχουμε βρει το «αίνιγμα-ζωή», και δεν κάνουμε τίποτα για το «μυστήριο-θάνατος».

Αν σκεφτούμε πόσες Ελλάδες πατάμε και πόσες γενιές είναι από κάτω, εκεί που περπατάμε, θα έπρεπε σαν Έλληνες να έχουμε φτερά και να πετάμε.

Με τις δύο θρησκευτικές μας διαθήκες πρέπει να έχουμε και δύο ιστορικές:

Παλαιά Διαθήκη με σοφία και με πνεύμα είναι του Γένους η Παράδοση και η Μυθολογία και Καινή Διαθήκη με ίδρωτα και αίμα του Έθνους μας η Ιστορία χωρίς αμφιβολία.

Δεν φτάνει να είναι κάποιος ιστορικός ή αρχαιολόγος, για να περιγράψει ένα γεγονός ή έναν αρχαιολογικό χώρο.

Αρκεί και ένα παιδί που έζησε και μεγάλωσε στο Βαφειό, όπως εμένα που από το πρωί ως το βράδυ έβλεπα το Βλησίδι, όπως έλεγε τον τάφο ο παππούς μου, ή το Σαμάρι όπως άκουγα τη γιαγιά μου, μπόρεσα και έγραψα για το «εφτασφράγιστο μυστικό» του τάφου και τα χρυσά ποτήρια, θεωρώ ότι είναι τα δισκοπότηρα της ιστορίας μας.

Συνηθίζομε να λέμε, ότι, όποιος πεθαίνει δεν παίρνει τίποτα μαζί του.

Και όμως. Πολλά είναι αυτά που παίρνει και δεν τα ξέρουμε.

Γι’ αυτό, με αυτά και εκείνα που ξεχνάμε, είναι σαν να μην έγιναν ποτέ.

Οπότε, οι μεγαλύτερες και καλύτερες βιβλιοθήκες με ανέκδοτα βιβλία είναι τα κοιμητήρια, οι τάφοι είναι τα βιβλία και οι μαρμάρινες πλάκες τους είναι τα εξώφυλλα.

Ευελπιστώ το πόνημά μου να γίνει αφορμή, ώστε, κάθε γενιά να αφήνει τη σφραγίδα της με την υπογραφή της, την παράδοση και την ιστορία της, καθότι ιστορία δεν είναι μόνο οι μάχες και οι πόλεμοι, αλλά η ίδια η ζωή με την παράδοση και τον πολιτισμό της.

Ναι, χωρίς παρελθόν δεν θα υπήρχε παρόν, ούτε και μέλλον.

Το παρελθόν είναι οι ρίζες της ζωής, το παρόν οι ανθοί της και το μέλλον οι καρποί της.

«Στη μνήμη» αυτών που είναι στους ουρανούς

«τιμής ένεκεν» σε όσους είναι ἐν ζωῇ

και «προσφορά» σε εκείνους που θα έρθουν.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις