Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Κρατώντας απ’ το χέρι τον μικρό εγγονό μου , τον τρίχρονο Γιαννάκη , ξεβγήκαμε και τούτο το πρωϊνό του Μάη για τον καθιερωμένο μας περίπατο .
Ο αέρας κυνηγούσε άσπρα και σταχτιά σύννεφα στον ουρανό αναγκάζοντας τον ήλιο να παίζει κρυφτό , αλλά το καλοκαίρι καραδοκούσε να ξεπεταχτεί πίσω από κάθε γωνιά φωνάζοντας : «φτου ! ξελεφτερία!»

Σήμερα είπαμε να σεργιανίσουμε στο περίφημο «στενό» της γειτονιάς , ένα χωματένιο σοκάκι που ελίσσεται ανάμεσα σε δυο μπαξέδες , που με τρόπο «θαυματουργικό» έχουν αντέξει στις επιθέσεις της «ανάπτυξης» και του «πολιτισμού» ! Δεξιά κι αριστερά , φύλακες – φρουροί του «στενού» , ελιές , πορτοκαλιές , βερικοκιές , λωτιές , ροδιές και άλλα παιδιά της φύσης , να σε καλοδέχονται με χρώματα κι αρώματα και ψιθύρους που άφηνε στα καταπράσινα φύλλα τους ο αέρας . Ανάμεσά τους , οι μουριές είχαν προλάβει , με διαφορά , ν’ αρχίσουν πρώτες το πανηγύρι του καλοκαιριού.

Τα κλαδιά τους ήταν ήδη κατάφορτα από μαύρες ώριμες μούρες που γυάλιζαν λαχταριστές στο φως του ήλιου.

Πλησίασα μια από τις μουριές , άπλωσα το χέρι μου , καθώς ήξερα από παιδί , και μάζεψα μερικές μούρες , γεμίζοντας τη φούχτα μου . ΄Ηταν τόσο ώριμες ώστε αν και τις κράτησα πολύ προσεχτικά , έβαψε η παλάμη μου από τον μαβί χυμό τους .

Ο Γιαννάκης δεν είχε καταλάβει τι γινόταν ακριβώς , αφού τη ματιά του την είχαν κλέψει κάμποσοι σπουργίτες που τρωγόπιναν με φασαρία στο δέντρο και που με το πλησίασμά μας φτερούγισαν στα φυλλώματα και χάθηκαν μέσα στο μπαξέ.

΄Εσκυψα και κρατώντας μια μούρα από το μικρό κοτσανάκι της την πρότεινα στο Γιαννάκη :
-Έλα … μαμ – μαμ .
Ο Γιαννάκης κοίταξε τη μούρα και έκανε πίσω ελαφρά φοβισμένος . Σίγουρα , βλέποντάς την έτσι μαύρη , άσχημη , μπιρμπιλωτή , μ’ αυτό το σχήμα το λίγο παράξενο θ’ αναρωτήθηκε μέσα του :

-Τρελάθηκε ο παππούς μου και μου δίνει να φάω το ζουζούνι ;
Ο καημενούλης ούτε είχε ξαναδεί και πολύ περισσότερο ούτε είχε φάει ποτέ του μούρες . Είχε δίκιο να είναι επιφυλακτικός.

Μπροστά στα έκπληκτα ματάκια του έβαλα τη μούρα στο στόμα μου και τη μάσησα επιδεικτικά βγάζοντας , σκόπιμα , μικρούς στεναγμούς ευχαρίστησης . Ύστερα πρότεινα στο Γιαννάκη μια μούρα ακόμα . Με αβεβαιότητα αλλά και με εμπιστοσύνη πλέον , αφού με είχε δει να τρώω κι εγώ αυτό το παράξενο κατασκεύασμα , άνοιξε το στοματάκι του και συνοφρυωμένος έκοψε με τα μπροστινά του δοντάκια , επιφυλακτικά , ένα μικρό κομμάτι . Το μάσησε και το προσωπάκι του ξαστέρωσε .

΄Ηταν φανερό πως η γεύση της μούρας του άρεσε !
-ΚΙ ΑΛΛΟ !
Ο Γιαννάκης , όταν θέλει κάτι που του αρέσει , είναι απόλυτος . Δεν παρακαλάει . Δίνει μόνο κοφτές διαταγές.

Του `δωσα κι άλλη μούρα … κι άλλη …κι άλλη , στο τέλος δεν κρατιόταν , μου άρπαξε όσες είχαν απομείνει στη φούχτα μου και τις έχωσε όλες μαζί στο στοματάκι του . Μάσησε ευχαριστημένος , βάφτηκαν τα χείλη και το σαγόνι του με το λουλακί ζουμί κι ύστερα μου `δωσε το χεράκι του σημάδι ότι έφτασε η στιγμή να συνεχιστεί η βόλτα . Δεν τον σκούπισα . Τον άφησα να σεργιανάει ανυποψίαστος, έτσι όπως σεργιανούσαν κάποτε τα παιδιά του καλοκαιριού βαμμένα από τα χρώματα του .

Κάποτε ο Φώτης Κόντογλου είχε γράψει :
« Η φτώχια μας έκανε να ζούμε απλή ζωή , με λίγα πράματα , και δε μας άφησε να ξεμακρύνουμε από τη φυσική ζωή , αλλά βυζαίνουμε ολοένα από την καθαρή βρυσούλα , που θρέφει την καρδιά τ’ ανθρώπου.»

Πόσο δίκιο είχε ο κυρ - Φώτης ! Πόσο η ζωή μας έγινε σήμερα τόσο σύνθετη και περίπλοκη , πόσο μας αλλοτρίωσε η αφθονία και ο καταναλωτισμός , πόσο ξεστρατίσαμε από τη ζωή της φύσης και πόσο βρομίσαμε την άλλοτε καθαρή βρυσούλα που έθρεφε την καρδιά μας , ώστε ν’ αδειάσουμε τη ζωή μας από κάθε τι που της έδινε νόημα , χαρά , αισιοδοξία , ανεμελιά κι ελπίδα !

Όταν επιστρέψαμε στο σπίτι ο Γιαννάκης διαλαλούσε χαρούμενος , όπως κάνει κάθε φορά , εκείνο που τον είχε εντυπωσιάσει στη σημερινή βόλτα του :
-Μούρο…μούρο…μούρο..!

Τον ανασήκωσα στην αγκαλιά μου μπροστά στον καθρέφτη. Κοίταξε αντίκρυ του , λιγάκι έκπληκτος - λιγάκι απορημένος , τον κλόουν του καλοκαιριού με τα μενεξεδο-κόκκινα χείλη και του χαμογέλασε . Χαμογέλασε κι εκείνος . Γέλασε μετά δυνατά κι ακούμπησε το δάχτυλο πάνω στα χείλη και στο σαγόνι του . Το ίδιο έκανε κι ο κλόουν μέσα στον καθρέφτη . Πήγε να τον χαϊδέψει … άπλωσε κι εκείνος το χέρι του. Έσμιξαν τα δυο χέρια κι ύστερα αποχαιρετίστηκαν .

Ναι ! Μπορεί , ακόμα , η φύση του Θεού ! Ναι ! Μπορεί , ακόμα , η αληθινή ζωή που περιμένει δίπλα μας να την ανακαλύψουμε , να μεταμορφώσει ένα μικρό παιδάκι τριών χρόνων σε παιδί της γης και του σύμπαντος , σε παιδί του καλοκαιριού με κόκκινα βαμμένα χείλη , με μια καρδούλα γεμάτη ευτυχία και χαρά , γιατί γεύτηκε μερικές γινωμένες μούρες που βρήκε στον πρωινό , μαγιάτικο περίπατό του , κάτω από τα άσπρα και σταχτιά σύννεφα που τα κυνηγούσε ο άνεμος , στην ποδιά του ήλιου που έπαιζε κρυφτούλι , με μάρτυρες ένα τσούρμο πεινασμένους σπουργίτες , μια γέρικη μουριά κι έναν παππού.

Ναι ! Ο Θεός , πράγματι , έχει δημιουργήσει τον κόσμο ΜΕ τον άνθρωπο και όχι ΓΙΑ τον άνθρωπο .

«Ξανά και ξανά ,
Ανοίγουμε τα μάτια μας
Γνωρίζοντας τον κίνδυνο
Του να δούμε .
……………
Δεμένοι στο χρόνο
Ανάμεσα στη γέννηση και στο θάνατο
Δανειζόμαστε από την αλήθεια
Τις αποστάσεις της .»

Ρακέλ Αντζελ-Νάγκλερ