Δεν έφθαναν ποτέ… Σηκωνόσουν, κοιτούσες τη σχάρα του μπάρμπα Νίκου, αν κοντεύουν κάποια να βγουν, αλλά πάντα κάποιος άλλος είχε προτεραιότητα.

Αυθεντικό σουβλάκι, σε αληθινό καλάμι, που ακόμα και τώρα που γράφω με διαποτίζει το άρωμα του (δεν ήταν τσίκνα αυτό). Καμένο λίπος σε ιεροτελεστία, στο κάρβουνο, φρεσκοτριμμένη ρίγανη, αλάτι Κάλας και μπόλικο λεμόνι με αγνό λάδι. Φρέσκο ψωμί από τον φούρνο του μπάρμπα Λιά και η ευτυχία ήταν μπροστά σου...

Το καλοκαίρι στον ασβεστωμένο κήπο του καφενείου είχε την δική του χάρη… Χωριό, φίλοι, συγγενείς, δάκρυα χαράς και καμιά φορά λύπης, ανταμώματα, καλοπιάσματα και στο τέλος μαλακό καλοψημένο σουβλάκι. Όπως ακριβώς το ήθελες εσύ αλλά όπως ακριβώς το ήθελε και ο άλλος. Για τέτοια αυθυποβολή μιλάμε… Που και που όποιος είχε ξύπνημα για την εκκλησία τα τύλιγε στη λαδόκολλα να τα απολαύσει στην ταράτσα…

Όπου παρέα παιδιών άκουγες αντάρα κι έβλεπες και την τηγανιά με τις πατάτες και το όνειρο πλέον γινόταν πραγματικότητα. Αν κέρναγε και η θεία από το Σικάγο την άτιμη την coca-cola τότε το όνειρο κρατούσε πολλές νύκτες…

Με αυτά τα απλά, γήινα, καθημερινά, νόστιμα, αυθεντικά ανθρώπινα πράγματα κυλούσε το δροσερό βραδάκι στα χωριά του Ταϋγέτου… Χωρίς κινητά, χωρίς ομιλίες σε ακουστικά, χωρίς αφηρημάδα, χωρίς απόσπαση.

Μα μόνο το σουβλάκι υπήρχε, θα αναρωτηθεί σήμερα ο νέος της Τραπ; Όχι φυσικά. Υπήρχε πάντα κάπου εκεί μια πηγή μουσικής σε δεύτερο πλάνο. Υπήρχε και το καταμετρημένο παγωτό, υπήρχε το ζεστό φυστίκι, υπήρχε η βανίλια, η βυσσινάδα… Και όχι μόνον… Ψητό καλαμπόκι με αλάτι να τρώει η μάνα αλλά να δίνει και του παιδιού που κοιτούσε με λαχτάρα…

Αγαπημένα. Γιατί πάνω απ’ όλα υπήρχε, η αγάπη λες και άνθιζε στα παρτέρια με τα κόκκινα γαρύφαλλα. Υπήρχε το κέφι, η χαρά, η επικοινωνία, η βόλτα στο ποτάμι, η πλάκα, το θερινό σινεμά, το πανηγυράκι, η γιορτή του γείτονα, η περατζάδα στην μικρή πλατεία…

Μένω σε αυτά δεν γράφω άλλα… Δεν έχει ανάγκη υποστήριξης και τεκμηρίωσης το καλοκαίρι στο χωριό. Μόνο και μόνο η ανάμνησή του σε γεμίζει χαρμολύπη για όσα ξαφνικά σκιρτούν και νιώθεις, για όσα χάθηκαν, για εκείνα τα απλά, τα αυθεντικά, που, δυστυχώς, δεν θα ζήσουν ποτέ τα δισέγγονα του μπάρμπα Νίκου…

Βαθιά ανάσα και θυμήσου το άρωμα εκείνου του καλοκαιριού…

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις