Γράφει ο Παναγιώτης Τζουνάκος

Η έναρξη κάθε νέας κοινοβουλευτικής περιόδου μετά από τις εθνικές εκλογές αρχίζει με τον καθιερωμένο όρκο, πολιτικό ή θρησκευτικό, ανάλογα με τις επιλογές των βουλευτών. Είναι ο ίδιος όρκος που δίνει ο νεοδιόριστος υπάλληλος κατά τη διαδικασία της ορκωμοσίας του, πριν αναλάβει τα καθήκοντά του στο Δημόσιο. Ο πολιτικός όρκος έχει ως εξής: «Δηλώνω, επικαλούμενος την τιμή και τη συνείδησή μου, ότι θα φυλάττω πίστη στην Ελλάδα, υπακοή στο Σύνταγμα και τους νόμους και ότι θα εκπληρώνω τιμίως και ευσυνειδήτως τα καθήκοντά μου». Αντίστοιχα ο θρησκευτικός αναφέρει: «Ορκίζομαι να φυλάττω πίστη στην πατρίδα, υπακοή στο Σύνταγμα και τους νόμους και να εκπληρώνω τιμίως και ευσυνειδήτως τα καθήκοντά μου». (Ν. 3528/2007, άρθρο 19, παρ. 1)

Ερωτηματικά προκύπτουν από τα παραπάνω. Παρότι είναι ρητή η υπακοή στο Σύνταγμα και η εκπλήρωση τίμια και ευσυνείδητα των καθηκόντων του ορκιζόμενου και στις δυο περιπτώσεις, δηλ. η ουσία της ορκωμοσίας, παρουσιάζονται ως διαφορετικοί, με τη μόνη διαφορά τους να είναι ότι: στον πολιτικό φυλάττω «πίστη στην Ελλάδα», ενώ στον θρησκευτικό «πίστη στην πατρίδα». Από τους ορισμούς αυτούς αντιλαμβάνεται κανείς ότι οι έννοιες Ελλάδα και πατρίδα δεν αναφέρονται στην ίδια κρατική υπόσταση, στην ίδια επικράτεια. Αν επιλέξεις να μην ορκιστείς θρησκευτικά, είτε γιατί θεωρείς ότι η θρησκεία δεν έχει καμιά δουλειά στις υποθέσεις του κράτους, είτε επειδή δεν είσαι θρησκευόμενος, είτε είσαι αδιάφορος, είτε για οποιουσδήποτε άλλους προσωπικούς λόγους ορκίζεσαι στην «Ελλάδα», δίνεις την εντύπωση ότι υπάρχει η πιθανότητα να μην τη βλέπεις ως «πατρίδα», ενώ αν επιλέξεις τον θρησκευτικό ορκίζεσαι στην «πατρίδα», όπου ενδεχόμενα να μην την ταυτίζεις με την Ελλάδα. Και αν οι έννοιες «Ελλάδα» και «πατρίδα» δεν ταυτίζονται απόλυτα, η διάκρισή τους μπορεί να συντηρείται μέσω του όρκου; Γιατί αυτή η συνειδητή διαφοροποίηση, αφού επί της ουσίας υπάρχει ταύτιση; Προς τι η συγκεκριμένη σκοπιμότητα;

Διαφορετικό είναι το περιεχόμενο του όρκου όσον αφορά τον/την ΠτΔ, ο οποίος/α πριν αναλάβει την άσκηση των καθηκόντων του/της, δίνει ενώπιον της Bουλής τον ακόλουθο όρκο: «Oρκίζομαι στο όνομα της Aγίας και Oμοούσιας και Aδιαίρετης Tριάδας να φυλάσσω το Σύνταγμα και τους νόμους, να μεριμνώ για την πιστή τους τήρηση, να υπερασπίζω την εθνική ανεξαρτησία και την ακεραιότητα της Xώρας, να προστατεύω τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των Eλλήνων και να υπηρετώ το γενικό συμφέρον και την πρόοδο του Eλληνικού Λαού». (άρθρο 33 παρ. 2 Σ.), που σημαίνει ότι ο/η ΠτΔ δεν μπορεί να δώσει πολιτικό όρκο, να είναι άθρησκος/η ή πιστός/ή άλλης θρησκείας, άθεος/η ή αδιάφορος/η κ.λπ.

Ο ρόλος του όρκου είναι ο ψυχολογικός εξαναγκασμός, προκειμένου να επιβεβαιώσει ότι τα λεγόμενα και οι δηλώσεις αναφέρονται σε πραγματικά γεγονότα και περιστατικά, και σε συνδυασμό με την αναρτημένη εικόνα του Ιησού στις δικαστικές αίθουσες επιτείνει το φόβο των κυρώσεων και της βαριάς τιμωρίας αν συμβαίνει το αντίθετο. Όμως, η καταπάτηση του όρκου κυριαρχεί παντού, με τις δικαστικές αίθουσες να συγκεντρώνουν πλήθος ορκοσφαλτών και ψευδομαρτύρων, με την αθέτηση του όρου να είναι συχνό φαινόμενο.

Σήμερα θεωρείται παρωχημένη η ταύτιση της εθνικής συνείδησης με τη θρησκευτική πίστη, αφού κάποιος μπορεί να αισθάνεται και να προσδιορίζεται Έλληνας ανεξάρτητα των θρησκευτικών του πεποιθήσεων. Το ότι ο βουλευτής ή ο νεοδιοριζόμενος στο Δημόσιο θα κάνει καλά τη δουλειά του, δεν γίνεται να εξαρτάται από έννοιες, οι οποίες γίνονται αντιληπτές και κατανοητές ακόμη και με προσωπικό τρόπο. Η δεσμευτική δήλωση υπακοής στο Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους είναι απόλυτα σαφής και πλήρης και επιβάλλεται να ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις. Τα περί Ελλάδας, πατρίδας και Αγίας Τριάδας δημιουργούν προβλήματα, διχογνωμίες και αντιπαραθέσεις, χωρίς ουσιαστικό λόγο. Γιατί καλός πατριώτης είναι ο Έλληνας που κάνει σωστά τη δουλειά του, υπηρετώντας και εξυπηρετώντας το κοινωνικό σύνολο και δεν χρειάζεται να επικαλείται χαρακτηρισμούς ή οτιδήποτε άλλο, προκειμένου να δεσμευτεί στο αυτονόητο, κάτι το οποίο τις περισσότερες φορές γίνεται για το αντίθετο.

Η κατάργησή του σε όλες τις εκφάνσεις του (πολιτικός, θρησκευτικός κ.λπ.) και η αφαίρεση της εικόνας δεδομένης της πολυπολιτισμικότητας και της θρησκευτικής ουδετερότητας, θα ελευθερώσουν το άτομο, τον δικαστή, αλλά και οποιονδήποτε επιχειρεί να προσεγγίσει την αλήθεια, χωρίς την παραπλανητική στήριξη ψεύτικων και ανήθικων καταθέσεων. Πρωτόγονο θεσμό με μαγικό χαρακτήρα, θεσμό που προσβάλει άμεσα την αξιοπρέπεια του ανθρώπου και αποτελεί πραγματική ιεροκαπηλεία τον χαρακτήρισε το 1998 ο ακαδημαϊκός και πρώην υπουργός Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος, προσθέτοντας ότι πρέπει να εκλείψει.

Σημειώνεται ότι, η Ελλάδα έχει καταδικαστεί πολλές φορές από την ΕΕ για την υποχρέωση θρησκευτικού όρκου ή την αποκάλυψη των θρησκευτικών πεποιθήσεων στα δικαστήρια.

Η ολομέλεια του ΣτΕ έχει εκδώσει δύο αποφάσεις σχετικές με το αίτημα της αφαίρεσης των θρησκευτικών συμβόλων από τις δικαστικές αίθουσες. Με την πρώτη υπ’ αρ. 130/2018 (παρεμπίπτουσα) έκρινε ότι το αίτημα πρέπει να απορριφθεί. Μειοψήφησαν έξι σύμβουλοι επικρατείας και ένας Πάρεδρος. Με τη δεύτερη υπ’ αρ. 71/2019 (παρεμπίπτουσα) του ΣτΕ επισημάνθηκε πως η ανάρτηση θρησκευτικής εικόνας σε δικαστική αίθουσα αποτελεί εθιμική πρακτική, η οποία δεν παραβιάζει αφ’ εαυτής το δικαίωμα για δίκαιη δίκη. Δηλαδή, οι αποφάσεις δεν στηρίχθηκαν σε κάποιο άρθρο του Συντάγματος ή σε κάποιο νόμο, παρά σε μια συγκυριακή πλειοψηφία ή στο …εθιμικό δίκαιο.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις