Γράφει η Ελεάννα Βλαστού*

Κάτι που αγαπώ στην πόλη που με φιλοξενεί είναι η εκκεντρικότητα των κατοίκων της, η περιφρόνηση της συμβατικότητας και το χιούμορ, που ελλοχεύει ακόμη και στις πιο απλές συνομιλίες. Oλα τα παραπάνω πάνε περίπατο στην εξής περίπτωση: όταν συζητούν για τα σχολεία. Το πληκτικότατο αυτό θέμα θέλει προσοχή. Οπουδήποτε κι αν βρεθείς, η ερώτηση «με τι ασχολείσαι;» προηγείται και έπεται η επόμενη: «Ποιo σχολείο έχεις επιλέξει;». Στο σημείο αυτό πρέπει να δείξεις ζέση, να φανεί ότι έχουν δαπανηθεί άπειρες ώρες έρευνας για να βρεθεί το καταλληλότερο για το παιδί σου. Ειδάλλως εκλαμβάνεται ως γονεϊκή αμέλεια.

Ο άντρας μου ευθύνεται για όλα, προφανώς, γιατί μου απέκρυψε πώς λειτουργεί το αγγλικό εκπαιδευτικό σύστημα. Μου είπε απλώς: «Είναι ανταγωνιστικό». Εάν γνώριζα, δεν θα μετακόμιζα στο Λονδίνο και εσείς θα γλιτώνατε από τη στήλη αυτή. Μεγαλωμένη στην Αθήνα, αποφοίτησα –αισίως– από το σχολείο που με έβαλαν στα έξι. Εύκολο και πρακτικό. Εδώ ο μαθητής μπαίνει και κατόπιν ξεκινά τις μεταγραφές –σαν να αλλάζει επιχείρηση– για ένα ολοένα και πιο ακαδημαϊκό σχολείο. Το μεσοαστικό Λονδίνο έχει εμμονή με τα σχολεία και το σύστημα τροφοδοτεί αυτή την προσήλωση. Κι έτσι ταΐζουμε ένα θηρίο ψευτοβαφτισμένο «αξιοκρατία»· μια άλλη συζήτηση. Η αξιολόγηση είναι συνεχόμενη. Η προσφορά σε σχέση με τη ζήτηση είναι ελάχιστη και ο σκοπός δεν είναι να καλωσορίσουν, αλλά να απορρίψουν μαθητές/στελέχη. Βεβαίως, υπάρχουν πολλές επιλογές. Ιδιωτικά σχολεία για τους πλούσιους, καλά κρατικά σχολεία εάν μετακομίσεις στην περιοχή, θρησκευτικά σχολεία για όσους πιστεύουν και εναλλακτικά σχολεία για τους εναλλακτικούς. Τα λεγόμενα ακαδημαϊκά σχολεία, πάντως, επιλέγουν. Που σημαίνει ότι κάθε χρόνο μια μεγάλη αφανής κατηγορία πολιτών βρίσκεται «στα κάγκελα» –συγχωρήστε με, δεν βρίσκω πιο δόκιμη έκφραση– επειδή το παιδί τους δίνει εισαγωγικές εξετάσεις. Το «ανταγωνιστικά» έχω εμπεδώσει ότι είναι ευφημισμός.

Η πρώτη επικοινωνία που είχα με μια άλλη μητέρα, τη Λι, για το αν θα έπαιζαν μαζί τα παιδιά μας, ήταν σύντομη. «Δυστυχώς δεν μπορούν», μου έγραψε κοφτά, ευχαριστώντας με. Τρεις εβδομάδες αργότερα: «Δυστυχώς, κάνουν ένα ημερήσιο σεμινάριο ρομποτικής». «Οι συμμαθητές σου φαίνεται ότι δεν παίζουν», είπα στον γιο μου. «Η μαμά τους πάντως πρέπει να έχει χιούμορ». Οταν μια μέρα κάλεσαν τον γιο μου εκείνος, όταν επέστρεψε, μου είπε ότι δεν θέλει ποτέ –μα ποτέ– να ξαναπάει. Τι προέκυψε κατά τη διάρκεια δύο ωρών και ενός τετάρτου; «Το παιχνίδι είχε διαλείμματα (τρία) στα οποία έπρεπε μέσα σε δέκα λεπτά να λύσουμε ασκήσεις μαθηματικών». Πρέπει να την κάνω φίλη, σκέφτηκα.

Η Λι κατάγεται από την Κίνα, μετακόμισαν στο Λονδίνο από το Χονγκ Κονγκ. Εχει πάρει σαμπάτικαλ από τη δουλειά της για να επιβλέπει τα δίδυμα αγόρια της ενόψει των εξετάσεων. Στην Ασία, μου είπε, δίνουν μεγάλη αξία στη μάθηση και ξετρελαίνονται για εξετάσεις. Οι γονείς προσεύχονται έξω από τα εξεταστικά κέντρα («κι εμείς, βοηθάει;») Εκμεταλλεύεται τον «νεκρό χρόνο» για να τα προετοιμάζει αποτελεσματικότερα, δηλαδή τα ξημερώματα πριν πάνε στο σχολείο. Χρονομετρεί την απόδοση σε «δύσκολες συνθήκες» επιλέγοντας θορυβώδεις δημόσιους χώρους. «Δηλαδή σε μια παμπ;» ρώτησα, αλλά δεν γέλασε. «Κι εσύ πώς το χειρίζεσαι;» ρώτησε, ρίχνοντάς μου ένα βλέμμα που δεν μπαίνει ακριβώς σε λέξεις. Το πρόσωπό της δεν έκανε σύσπαση και τα μάτια της γυάλιζαν. Οπως θα κοιτούσε μια τίγρη ένα γατάκι. Με αρκετή περιφρόνηση και κάποιο ενδιαφέρον. «Πρέπει να σπρώχνουμε τα παιδιά μας!» αποκρίθηκα για να σωθώ.

Στην πραγματικότητα, τη γονεϊκή μου προσέγγιση τα πρώτα χρόνια θα τη χαρακτήριζα «ελευθέρας βοσκής». Ο χρόνος εκτός σχολείου ξοδευόταν σε τεράστιες βόλτες εντός πόλης, σε μακρινά ταξίδια εκτός χώρας. Αφού τελειώσαμε με τα μόνιμα εκθέματα, πιάσαμε τις εκθέσεις, ξεπετάξαμε τις παιδικές παραστάσεις και καταπιαστήκαμε με των ενηλίκων. Με δύο μαξιλάρια καθόταν βολικά στην εξυψωμένη θέση του και έδειχνε να απολαμβάνει ό,τι είχε να του προσφέρει το καλλιτεχνικό Λονδίνο. Η μόνη πραγματική απαίτηση που είχα ήταν να μη σηκώνεται από το κρεβάτι και να διαβάζει λογοτεχνία. «Επίσης» μου είπε η Λι και κρεμάστηκα από τα χείλη της, «η ανάγνωση του Ταλμούδ βοηθάει. Εμπνέει πλέον όλη την Ασία». Και έτσι σκέφτηκα να της συστήσω την Αμερικάνα Εβραία φίλη μου, την Τίνα. Η Τίνα όταν πρωτοήλθε σπίτι μου είδε βιβλία και σοκαρίστηκε. «Πώς έχεις χρόνο για ανάγνωση λογοτεχνίας;» είπε υποτιμητικά. Αυτή είναι η νεοϋορκέζικη πλευρά της. Η εβραϊκή της πλευρά την οδήγησε να πάρει δάνειο για να πληρώνει τα ιδιαίτερα, γιατί «ο πλούτος μας βρίσκεται στις γνώσεις μας». Ανέστιοι, νομάδες και περιθωριοποιημένοι επί αιώνες, οι Εβραίοι αποδεικνύουν ότι η ανασφάλεια μαζί με την αδιανόητη εξυπνάδα ενεργοποιούν τη φιλοδοξία και την πειθαρχία. Ετσι εξηγείται το 29% των βραβείων Νομπέλ στο δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα, παρότι προηγήθηκε το Ολοκαύτωμα.

«Θέλω να γίνω ηθοποιός» μου είπε ο γιος μου. «Φυσικά. Θα πλένεις τα χέρια σου και θα πηγαίνεις στις παραστάσεις μετά το χειρουργείο» απάντησα. «Και η Ελληνίδα έχει φιλοδοξίες!» είπα απότομα. «Από σήμερα θα σε φωνάζω με την ιδιότητά σου! Ντόκτορ Ντίνος από εδώ και στο εξής».

* Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας και ζει στο Λονδίνο.

Πηγή: Καθημερινή

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr