Γράφει η Ελεάννα Βλαστού / kathimerini.gr

Ετοιμη ήµουν να γράψω για τον πληθωρισμό, τους φόρους και τις απεργίες των τρένων στην Αγγλία αλλά γλιτώσαμε, κι εσείς κι εγώ, και το χρωστάμε στον άντρα μου που με πήρε μαζί του σε ένα επαγγελματικό ταξίδι στη Ρώμη. Μάλιστα, για να είναι σίγουρος ότι δεν θα βαρεθώ, κάτι που ποτέ δεν έχει συμβεί, και καθώς είναι διορατικά πρακτικός, προέβλεψε πόσο μοιραία πολυδάπανη μπορεί να αποβεί η «πλήξη» της πρώτης φοράς στην Ιταλία και δήλωσε την παρουσία μου σε ένα καθημερινό σφιχτό πολιτιστικό πρόγραμμα. Κι έτσι, ένα ζεστό πρωινό του Ιουνίου βρέθηκα στην είσοδο του μουσείου του Βατικανού, που θυμίζει αεροδρόμιο. Η τσάντα μου εισήχθη σε ένα από τα πολυάριθμα μηχανήματα ανίχνευσης, ο φύλακας μου είπε να επιταχύνω. Επέσπευσα. Περιμέναμε υπομονετικά πίσω από άλλα γκρουπ να μας δώσουν τα ακουστικά για την έναρξη της ξενάγησης. Μετρηθήκαμε, ακολουθήσαμε, σταθήκαμε. Θυμάμαι καλά τη μακέτα και την ξεναγό να λέει στο αυτί μου πόσα χιλιόμετρα βιβλιοθήκες και αρχειοθήκες διαθέτει το μέρος και αυτό είναι ό,τι θυμάμαι από αυτή την επίσκεψη. Ηταν σαν την ολιγόλεπτη απολαυστική διαύγεια πριν λειτουργήσει η ενδοφλέβια της ημινάρκωσης. Εκτοτε ήταν μονάχα βοή και ανθρώπινη μάζα. Ενα ρεύμα να καθοδηγεί, να υποδεικνύει τον βηματισμό μου συγχρονίζοντάς τον υποχρεωτικά με τον ρυθμό των βημάτων εκατοντάδων άλλων τουριστών. Δεν υπήρχε πρόσβαση στα αξιοθέατα. Ενας μπορούσε να δει μονάχα ένα απειροελάχιστο τμήμα των εκθεμάτων πίσω από την περιφρούρηση δεκάδων στριμωγμένων σωμάτων. Η πλειονότητα τα κοίταζε μέσα από μια κάμερα και ο μόνος τρόπος να δεις ό,τι βλέπει ο τυχερός της πρώτης σειράς ήταν να κοιτάξεις κι εσύ μέσα από το κινητό εκείνου που το κρατάει ψηλά. Ελάχιστοι όσοι τα απολάμβαναν διά γυμνού οφθαλμού.

Η παρουσία φωτογραφικών μηχανών σε ένα μουσείο δεν είναι κάτι καινούργιο. Πάντα κυκλοφορούσαν άπειρα επαγγελματικά στιγμιότυπα ενός εκθέματος –από διαφορετικές οπτικές γωνίες και με ιδανικό φωτισμό–, αλλά όλοι θέλουμε τη δική μας αυθεντική αποτύπωση του έργου. Παλιότερα οι φωτογραφίες ήταν μια συλλογή σημαντικών αναμνήσεων για να μας θυμίζουν ιδιωτικά και να επιδεικνύουμε δημόσια. Τώρα, τα εύχρηστα κινητά μας έχουν αναλάβει τον ίδιο ρόλο, αναβαθμίζοντάς τον σε εποπτικό μέσο. Ετσι, είμαστε όλοι μόνιμοι τουρίστες ακόμη και στην πόλη όπου ζούμε. Επειδή είμαστε πρόθυμοι να αποτυπώσουμε τα γνώριμα στιγμιότυπα που παρέχει η καθημερινότητα: την πεζοδρομημένη βόλτα, το ερασιτεχνικό φαγητό, το ακατάστατο γραφείο μας. Το θέμα, η ποιότητα, η «καθοριστική στιγμή» της φωτογραφίας έχουν λιγότερη σημασία. Αυτό που απεικονίζεται είναι η εμπειρία. To hardware άλλαξε μορφή –η μηχανή έγινε κινητό–, αλλά η μεγάλη αλλαγή είναι το software. Η ροή της λεπτομέρειας των τετριμμένων και περιττών φωτογραφιών –που ο μόνος χώρος που τους αρμόζει είναι η αφάνεια της λήθης– διακινείται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Κι έτσι όχι μόνον έχουμε πλατφόρμα προβολής, αλλά αποκτούμε αυτομάτως κίνητρο γιατί έχουμε κοινό. Η κάμερα του κινητού οργανώνει πλέον τον τρόπο που κοιτούμε και σκεφτόμαστε. Η ζωή βιώνεται ως τεκμήριο, ίσως πλέον όλες οι εμπειρίες μας να είναι στην υπηρεσία της τεκμηρίωσης και της καταλογογράφησης. Και αν είναι έτσι, τότε ποιος απολαμβάνει το τώρα χωρίς αποδείξεις και μάρτυρες;

Στο Palazzo Barberini ήταν διαφορετική εμπειρία. Ουδείς με ενόχλησε όσο απολάμβανα τον Καραβάτζο. Ο «Νάρκισσος» και εγώ, ο ένας απέναντι στον άλλον για ώρα. Εκείνος, ως γνωστόν, κοιτάει την αντανάκλασή του στο νερό, αγνοεί τον περιβάλλοντα χώρο, τόσο απορροφημένος από τον εαυτό του μέχρι που ζαλίζεται και πέφτει μέσα (σύμφωνα με μία εκδοχή). Ενας από τους μύθους χωρίς δράση, χωρίς ηρωισμό, μόνο αυτοαναφορικότητα. H αρτιότητα του πίνακα είναι απερίγραπτη. Το νερό όπως και το πίσω μέρος του πίνακα είναι σκοτεινά και τα χέρια και οι ώμοι του Νάρκισσου σχηματίζουν έναν τέλειο κύκλο με τα χέρια και τους ώμους του αντικατοπτρισμού. Ο κύκλος σαν φούσκα του «εγώ», που συμπεριλαμβάνει τα πάντα και τίποτα με ένα ερεβώδες κενό πίσω και μια ζοφερή κάθοδο μπροστά. Το πραγματικό δράμα υπονοείται. Μπορείτε να υποθέσετε τη σκέψη μου. Τίποτα εμβληματικότερο από τη σέλφι στον σύγχρονο ναρκισσισμό. Το λεξικό της Οξφόρδης, το 2013, συμπεριέλαβε τον ορισμό της λέξης selfie (ουσιαστικό): η φωτογραφία που ένας τραβάει τον εαυτό του με το έξυπνο κινητό του και την ανεβάζει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Οι selfies δεν αναπαράγουν πάντα αυτό που βλέπουν οι άλλοι σε εμάς, συχνότερα είναι η εικόνα που αποζητούμε να δούμε μπροστά από την οικειότητα και την ιδιωτικότητα του καθρέφτη μας. Ο καθρέφτης είναι τα παρασκήνια, η προετοιμασία πριν βγούμε στην κεντρική σκηνή που είναι η πραγματικότητα. Παρ’ όλα αυτά επιλέγουμε να επιδείξουμε την προεργασία «κοίτα πώς βλέπω τον εαυτό μου στα καλύτερά του, έτσι θέλω να με δεις κι εσύ». Το παιχνίδι της πόζας και της προσποίησης, παρότι σκηνοθετημένο, είναι τρομερά δηλωτικό, δεν κρύβει τίποτα και αποκαλύπτει τα πάντα. Η επίδειξη εκ των πραγμάτων φέρνει κριτική. Τα social media είναι δημόσιος χώρος και όχι η εικονική πραγματικότητα ή προσωπική φωτογραφική συλλογή. Αν όμως εκατομμύρια άνθρωποι ανεβάζουν φωτογραφίες του εαυτού τους καθημερινά, τότε εγκρίνεται η μαζική επιδειξιομανία, επιδοκιμάζεται η αυταρέσκεια και επισημοποιείται η ματαιοδοξία. Ας τεθούν και νέοι κανόνες για την ηδονοβλεψία.

Αυτά σκέφτηκα βγαίνοντας. Παρατήρησα μια ξεναγό –την τρίτη στη σειρά– με το σημαιάκι της να προσπαθεί να χαλιναγωγήσει την εξαντλημένη της ομάδα. Τα ειδυλλιακότερα τμήματα των όμορφων πόλεων χαραμίζονται –επιτρέψτε μου το εμπαθές σχόλιο– είτε στους τουρίστες είτε στους πλούσιους. Οι πρώτοι καταναλώνουν τα καλύτερα σημεία λαίμαργα και μαζικά και οι δεύτεροι απομονωμένοι στα καλύτερα σημεία δεν αναμειγνύονται αρκετά. Αρκετά όμως με τους προβληματισμούς μέσα στο κατακαλόκαιρο. Τον πληθωρισμό δεν μπορείς να τον αποφύγεις… πληθωρισμός φωτογραφιών, πληθωρισμός τουριστών. Τελείωσα το εξοικονομημένο τζελάτο και στάθηκα μπροστά από το χαρακτηριστικό πεύκο-ομπρέλα που υπονοεί τον προορισμό χωρίς να φλυαρεί – όπως οφείλει να κάνει μια καλή φωτογραφία. Εβγαλα το κινητό από την τσάντα, άλλαξα τη λειτουργία, κοιτάχτηκα στην κάμερα, έστρωσα τα μαλλιά, γύρισα στο δεξί –το καλύτερο προφίλ–, χαμογέλασα βεβιασμένα. Μπήκα στην αμήχανη διαδικασία να σβήσω τις αποτυχημένες προσπάθειες, κράτησα την καλή φωτογραφία. Με μία selfie αποχαιρέτησα την ξέχειλη Ρώμη απαλλάσσοντάς την από μια κενόδοξη προνομιούχα τουρίστρια. Οι ανθρωπολόγοι ας βγάλουν τα συμπεράσματά τους.

* Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας και ζει στο Λονδίνο.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr