Γράφει η Ελεάννα Βλαστού / kathimerini.gr

Εάν με ρωτούσατε ποιες είναι οι αγαπημένες μου διακοπές, θα σας απαντούσα με το χέρι στην καρδιά: καλοκαίρι στην πόλη. Στο κέντρο της. Εκεί που μένω όταν επιστρέφω. Μου αρέσει ο θερινός παλμός και η θερμή ιδιοσυγκρασία της πρωτεύουσας. Είναι εναλλακτικά αυθεντική και άναρχα ποιοτική ταυτόχρονα. Δεν έχω ανάγκη να πάω πουθενά διακοπές, σε αντίθεση με την οικογένειά μου. Το πρωί βγαίνω από το σπίτι, προσκρούω σε τουρίστες και μοιράζομαι τον ενθουσιασμό τους. Φωτογραφίζουν αχόρταγα, παρότι εξαντλημένοι, μνημεία και πρόσωπα. Επειτα από μήνες θα διατρέχουν τις φωτογραφίες στο κινητό τους και αυτό που τελικά θα απεικονίζουν τα ερασιτεχνικά τους στιγμιότυπα θα είναι μια αίσθηση, η αποτύπωση της αίσθησης που άφησε το ταξίδι. Η εντύπωση διαμορφώνεται παράλληλα με την εσωτερική μας κατάσταση, πλάι πλάι με τις ψυχικές μας διακυμάνσεις, ίσως εκείνες ορίζουν το ταξίδι.

Στο πρώην δημόσιο Καπνεργοστάσιο, στην έκθεση «Dream On», οργανωμένη από το ΝΕΟΝ, παρουσιάζεται ένα έργο των Peter Fischli και David Weiss από τη συλλογή Δασκαλόπουλου που μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Ο τίτλος του έργου είναι «Ορατός κόσμος» και αποτελείται από 3.000 διαφάνειες που απεικονίζουν θαύματα της φύσης και του ανθρώπου. Πρόκειται για φωτογραφίες που έχουν τραβηχτεί κατά τη διάρκεια παγκόσμιων περιπλανήσεων. Οι εικόνες συνθέτουν ένα αρχείο όλου του κόσμου, μια χαρτογράφηση του άτλαντα, όπως διαβάζω στο κείμενο του επιμελητή. Ακόμη όμως και ένας ελάχιστα εξεταστικός επισκέπτης θα διαπιστώσει ότι ανάμεσα στις χιλιάδες φωτογραφίες που εκτίθενται στα φωτισμένα τραπέζια δεν βρίσκονται μονάχα γνωστά αξιοθέατα και τοπία άξια θαυμασμού. Ανάμεσα στα θεατά και αξιοπρόσεκτα στιγμιότυπα ξεπετάγονται κάποιες τετριμμένες εικόνες. Είναι η κοινοτοπία τους που με συγκινεί. Eνας καθρέφτης σε κάποιο εστιατόριο, μια γυναίκα πεζή να διασχίζει τον χειμώνα ένα δρόμο, ένας καταθλιπτικός αυτοκινητόδρομος. Μοιάζουν με υπόμνηση. Σαν να αφορούν αποκλειστικά τον αθέατο κόσμο εκείνου που βγάζει τις φωτογραφίες και ελάχιστα τον αποδέκτη. Βρίσκονται εκεί γιατί κάτι θέλει να θυμάται ο καλλιτέχνης. Σαν μια ιστορία μέσα στην ιστορία όπου το σημαντικό δεν είναι πάντα προφανές. Εξυπηρετούν τη μνήμη του δημιουργού και όχι την τέρψη του θεατή. Εντέλει σκιαγραφείται το ψυχικό τοπίο, η εσωτερική εμπειρία του ταξιδιώτη.

Oσοι από τους φίλους έχουν ξεμείνει στην πόλη, μετά τη δύση του ηλίου, τη βιώνουν ως τουρίστες. Αφού καλύψουν τις πρωταρχικές, εξαιρετικά βασικές ανάγκες: να βρίσκονται κάπου ευάερα, ενυδατωμένοι, με ελαφριά αμφίεση, προβάλλουν τη χαλαρή εκδοχή τους. Τη λασκαρισμένη τους μορφή, όπου η ζέστη τούς έχει αφαιρέσει το περίγραμμα. Το έχει αυτό η ζέστη, μεθοδεύει μια προσωρινή αλλοίωση του χαρακτήρα. Λειτουργεί όπως το αλκοόλ. Κάνει τις γενικές γραμμές των πραγμάτων να λιώνουν και των ανθρώπων να υποχωρούν. Είναι σαν να γνωρίζεις τη μεταμεσονύκτια, ευάλωτη πλευρά των ανθρώπων. O,τι υποχωρεί, εντέλει ρευστοποιείται υποκύπτοντας στη γοητεία του εφήμερου. Αυτό μου αρέσει στο καλοκαίρι, η παροδικότητα, η έλλειψη στατικότητας.

Ακόμη και τα κείμενα επιδρούν πάνω μου διαφορετικά αυτήν την εποχή. Ξαναδιαβάζω το ποίημα του Ρέιμοντ Κάρβερ που έχει τίτλο «Φόβος» («Εκεί που είχαν ζήσει», εκδ. Κίχλη). Για λόγους οικονομίας παραθέτω ελάχιστους από τους στίχους: «Φόβος μήπως σε πάρει ο ύπνος τη νύχτα, φόβος μήπως δεν σε πάρει ο ύπνος, φόβος μήπως εξεγερθεί το παρελθόν, φόβος μήπως χαθεί το παρόν, φόβος μήπως χρειαστεί να αναγνωρίσεις τη σορό νεκρού φίλου, φόβος μήπως σωθούν τα λεφτά, φόβος για τις ψυχολογικές διαγνώσεις, φόβος για τα γράμματα των παιδιών μου πάνω σε φακέλους, φόβος μήπως πεθάνουν πριν από μένα και νιώθω ένοχος, φόβος πως δεν θ’ αγαπήσω και φόβος πως δεν αγαπώ αρκετά, φόβος θανάτου». Κάμποσα από τα παραπάνω είναι κοινά στην ανθρώπινη φύση, αν και η τάση είναι να μας δημιουργούν εφιάλτες όσα ποτέ δεν θα συμβούν και να αγνοούμε ό,τι απρόσμενο θα λάβει χώρα. Τους χειμωνιάτικους μήνες θα μπορούσα να συμπληρώσω μια ατελείωτη λίστα φόβων. Eχω βεβαίως έναν μικρό κατάλογο παντός καιρού και σας τον παραθέτω: μήπως εγκλωβιστώ κάπου που δεν θέλω να βρίσκομαι, φόβος μήπως παίρνω αποφάσεις από τεμπελιά, βολή ή δειλία, ανησυχία ότι αυτά που γράφω δεν αφορούν κανέναν, αγωνία ότι όσα γράφω δεν γίνονται κατανοητά, φόβος ότι με τα χρόνια γίνομαι κυνική, φόβος ότι η ψυχραιμία που διατείνομαι ότι έχει φέρει η ηλικία λέγεται απλώς απάθεια και φέρνει αποξένωση. Οι καλοκαιρινοί μήνες επιδρούν καταπραϋντικά στις φοβίες μου. Με αναστατώνουν οι μέρες που περνούν και οι ώρες που χάνονται γιατί απομακρύνουν πολλά από τα ενδεχόμενα, όχι γιατί προσεγγίζουν τον θάνατο. Αυτός θα έρθει. Είναι το μόνο σίγουρο. Ο δικός μου στόχος είναι απλός, να μην πεθάνω στην Αγγλία γράφοντας τη στήλη «από το Λονδίνο». Το τελευταίο το γράφω απλώς γιατί μου κάνει καλό να το διαβάζω. Σκοπός μου, να περάσω μέρες, μήνες, κάμποσα χρόνια στην καλύτερη παρέα της πολιτισμένης, αλήτισσας, θερινής Αθήνας. Μια πόλη με πολλά επίπεδα, αξιοπρόσεκτα και κοινότοπα, γεμάτη αντιφάσεις και παρενθέσεις, που προκαλεί και δεν σου χαρίζεται. Θέλει προσπάθεια η συναναστροφή μαζί της. Απαιτεί ενθουσιασμό και σθένος για να την ανακαλύψεις ξανά. Iσως τελικά δεν φοβόμαστε τη θνητότητα. Να ζήσουμε φοβόμαστε, τη ζωή, γιατί έχουμε την ευθύνη της.

* Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας και μένει στο Λονδίνο.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr