Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης*

Στις 21 Μαϊου 2023 , οι εθνικές εκλογές θα διεξαχθούν με το σύστημα της απλής αναλογικής, ενώ εάν απαιτηθούν δεύτερες εκλογές, αυτές θα διενεργηθούν με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής. Ο εκλογικός νόμος 4406/2016 του 2016(απλή αναλογική), προβλέπει κατάργηση του «μπόνους» των 50 εδρών για το πρώτο κόμμα και υπολογισμό των κοινοβουλευτικών εδρών που αντιστοιχούν σε καθένα από τα κόμματα, τα οποία συγκεντρώνουν τουλάχιστον 3% επί των έγκυρων ψήφων.

Το πρόβλημα του συστήματος απλής αναλογικής, έγκειται στο γεγονός ότι θεωρείται εξαιρετικά δύσκολο να σχηματιστεί κυβέρνηση, καθώς απαιτείται συνεργασία πολλών κομμάτων ,εκτός αν κάποιο κόμμα καταφέρει να λάβει το 50,1% των ψήφων, σχεδόν ακατόρθωτο για τα ελληνικά δεδομένα. Στην Ελλάδα, η συγκεκριμένη κουλτούρα των συνεργασιών εκλείπει, ενώ και στις χώρες που είναι εδραιωμένη (όπως στη Γερμανία) παρατηρούνται τεράστια προβλήματα κυβερνησιμότητας και άσκησης της εξουσίας.

Η συμφωνία για συνεργασία κομμάτων διαφορετικών ιδεολογικών αντιλήψεων, επιφέρει πολλές φορές συναλλαγή για "καρέκλες", αξιώματα και υποχωρήσεις- απουσία ουσιαστικών αποφάσεων για χάρη της συναλλαγής, εις βάρος όμως της πατρίδας. Οι εκλογές θα διεξαχθούν με τον νόμο της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, δηλαδή με απλή αναλογική, ενώ οι επόμενες κάλπες (το αργότερο στις 2 Ιουλίου, τόνισε ο πρωθυπουργός ) θα στηθούν με τον νέο νόμο, τον οποίο ψήφισε η σημερινή κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, που παραπέμπει στο σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής και φυσικά ευνοεί το πρώτο κόμμα.

Με το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής, προκειμένου να υπάρξει πλειοψηφία 151 εδρών δεν απαιτείται μόνο εκλογικό ποσοστό πάνω από 50% για τον σχηματισμό κυβέρνησης, αλλά και κάποιο μικρότερο, ανάλογα με τη μη αντιπροσωπευόμενη ψήφο (ανάλογα το ποσοστό των κομμάτων που έμειναν εκτός Βουλής). Η απλή αναλογική καθιστά δύσκολη τη μονοκομματική πλειοψηφία, χωρίς όμως να σημαίνει ότι το πρώτο κόμμα μπορεί εύκολα να αγνοηθεί στον σχηματισμό κυβέρνησης, ιδίως όταν στα τελικά αποτελέσματα προηγείται με μεγάλη διαφορά.

Ο εκλογικός νόμος 4406/2016 προβλέπει κατάργηση του «μπόνους» των 50 εδρών για το πρώτο κόμμα και υπολογισμό των κοινοβουλευτικών εδρών που αντιστοιχούν σε καθένα από τα κόμματα, τα οποία συγκεντρώνουν τουλάχιστον 3% επί των έγκυρων ψήφων στην εκάστοτε εκλογική αναμέτρηση.

«Για τον καθορισμό των εδρών που δικαιούται κάθε εκλογικός σχηματισμός, το σύνολο των ψήφων που συγκέντρωσε στην Επικράτεια πολλαπλασιάζεται με τον αριθμό 300», αναφέρει χαρακτηριστικά ο νόμος 4406/2016. Με άλλα λόγια, οι έδρες των κομμάτων υπολογίζονται ως εξής: ποσοστό εκλογών/100x300 (αρ. βουλευτών)=έδρες. Αν για παράδειγμα ένα κόμμα λάβει 30% ,θα έχει συνολικά 90 έδρες. Σημειωτέον ότι η στρογγυλοποίηση πηγαίνει πάντα προς το προηγούμενο ακέραιο.

Κατ’ άλλους η απλή αναλογική, οδηγεί σε παρατεταμένη ακυβερνησία και κατ’ άλλους η απλή αναλογική είναι το πιο δημοκρατικό εκλογικό σύστημα.

Όσες έδρες στο τέλος της κατανομής παραμείνουν αδιάθετες λόγω της στρογγυλοποίησης, πηγαίνουν στους συνδυασμούς με τα μεγαλύτερα υπόλοιπα. «Αν το άθροισμα των ως άνω ακέραιων μερών των πηλίκων υπολείπεται του αριθμού 300, τότε παραχωρείται, κατά σειρά, ανά μία έδρα και ως τη συμπλήρωση αυτού του αριθμού στους σχηματισμούς, των οποίων τα πηλίκα εμφανίζουν τα μεγαλύτερα δεκαδικά υπόλοιπα», αναφέρει χαρακτηριστικά ο νόμος 4406/2016».

Μετά την ολοκλήρωση καταμέτρησης των ψήφων της πρώτης εκλογικής αναμέτρησης, ακολουθεί η διαδικασία των διερευνητικών εντολών. Σύμφωνα με το άρθρο 37 του Συντάγματος που ορίζει τη διαδικασία, «αν κανένα κόμμα δεν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέχει στον αρχηγό του κόμματος που διαθέτει τη σχετική πλειοψηφία διερευνητική εντολή για να διακριβωθεί η δυνατότητα σχηματισμού Κυβέρνησης που να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Bουλής.

Η ενισχυμένη αναλογική πιο συγκεκριμένα είναι ένα σύστημα που χρησιμοποιούσε σε εκλογές η Ελλάδα κατά κόρον από τη δεκαετία του 1970 και του 1980, αλλά και αργότερα.

Σύμφωνα με την ενισχυμένη αναλογική:

–τα κόμματα στις εκλογές για να μετάσχουν στην δεύτερη κατανομή των αδιάθετων εδρών έπρεπε να διαθέτουν υψηλό ποσοστό ψήφων και

– η κατανομή των αδιάθετων εδρών γινόταν βάσει όχι των υπολοίπων ενός συνδυασμού, αλλά βάσει όλων των ψήφων του εκ νέου.

Στις 20 Ιανουαρίου 2020 ψηφίστηκε ο νέος εκλογικός νόμος περί ενισχυμένης αναλογικής με κλιμακωτό μπόνους 50 κοινοβουλευτικών εδρών. Επειδή δεν συγκέντρωσε την πλειοψηφία των 2/3 της Βουλής με βάση όσα προβλέπονται στο Σύνταγμα θα ισχύσει από τις μεθεπόμενες εκλογές, δηλαδή μετά από αυτές της 21ης Μαϊου.

Με την ενισχυμένη αναλογική, εάν το πρώτο κόμμα, λάβει στις εκλογές ποσοστό μεγαλύτερο ή ίσο του 25% των έγκυρων ψηφοδελτίων, τότε λαμβάνει μπόνους 20 έδρες. Οι υπόλοιπες 280 έδρες του κοινοβουλίου κατανέμονται αναλογικά μεταξύ των εδρών που δικαιούνται τα κόμματα.

Το μπόνους που λαμβάνει το πρώτο κόμμα είναι κλιμακωτό, δηλαδή από το ποσοστό 25% και μετά, για κάθε 0,5% θα παίρνει επιπλέον μπόνους μία έδρα, ενώ το μάξιμουμ των 50 εδρών θα το λαμβάνει εάν το ποσοστό του είναι στο 40%.

Το προηγούμενο της απλής αναλογικής του 1989 στην Ελλάδα: Ο νόμος 1847/1989, γνωστός και ως νόμος Κουτσόγιωργα (αν και οι υπογραφές στο σχετικό ΦΕΚ ανήκουν στον Αναστάση Πεπονή και τον Άκη Τσοχατζόπουλο), ήταν πολύ κοντά στην «ανόθευτη» απλή αναλογική που στέρησε την αυτοδυναμία από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και τη Νέα Δημοκρατία και έσυρε τη χώρα σε τρεις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις (Ιούνιος, Νοέμβριος 1989 και Απρίλιος 1990) ώσπου να επιτευχθεί οριακή αυτοδυναμία. Η κυβέρνηση παρά την σημαντική πλειοψηφία στο εκλογικό σώμα δεν κατόρθωσε να αποσπάσει απόλυτη πλειοψηφία στη βουλή με 150 έδρες. Τρεις μέρες μετά τις εκλογές, ο εκλεγείς με τη ΔΗΑΝΑ του Κωστή Στεφανόπουλου βουλευτής Αττικής Θεόδωρος Κατσίκης, δηλώνει ότι θα στηρίξει με την ψήφο του την κυβέρνηση της ΝΔ και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ορκίζεται πρωθυπουργός .

Αργότερα ο Θεόδωρος Κατσίκης, προσχώρησε στο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας.

Οι πρώτες εκλογές του Ιουνίου του ‘89 έλαβαν χώρα από την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου και στην πρώτη θέση ήρθε το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας- με το υψηλό ποσοστό του 44,28%- αλλά χωρίς αυτοδυναμία.

Όπως εκτιμούσε ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, στις εκλογές του Ιουνίου 1989, αν ίσχυε ο προηγούμενος νόμος, τότε η Νέα Δημοκρατία θα κέρδιζε 164 έδρες – αλλά κέρδισε μόνον 145, λόγω του εκλογικού συστήματος της απλής αναλογικής.

Οι δεύτερες βουλευτικές εκλογές του 1989, έγιναν στις 5 Νοεμβρίου και διεξήχθησαν από υπηρεσιακή κυβέρνηση υπό τον τότε πρόεδρο του Αρείου Πάγου Ιωάννη Γρίβα και έφεραν στην πρώτη θέση το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας υπό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, αλλά και πάλι χωρίς κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Η Νέα Δημοκρατία αύξησε το ποσοστό της, σε 46,19%, από το 44,28% που είχε λάβει τον Ιούνιο, χωρίς όμως και πάλι να μπορέσει να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, καθώς έλαβε 148 έδρες.

Έτσι έγιναν ξανά εκλογές, στις 8 Απριλίου του 1990, που έδωσαν την αυτοδυναμία στην Νέα Δημοκρατία. Οι εκλογές προκλήθηκαν από την αδυναμία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, και σύμφωνα με το Σύνταγμα ,έπειτα από 3 ψηφοφορίες έπρεπε να διαλυθεί η Βουλή και να προκηρυχθούν εκλογές.Πρώτο κόμμα ήλθε η Νέα Δημοκρατία με 46,89% και 150 έδρες, δεύτερο κόμμα το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα με 38,61% και 123 έδρες, τρίτο κόμμα ο Συνασπισμός της αριστεράς με 10,28% και 19 έδρες.

Πολλοί υποστηρίζουν ότι ο νόμος Κουτσόγιωργα, είχε σχεδιαστεί με το σκεπτικό ότι η Αριστερά θα συμμαχεί πάντοτε με το ΠΑΣΟΚ, ως εκ τούτου οι πιθανότητες επανόδου της Νέας Δημοκρατίας στην εξουσία, θα εκμηδενίζονταν και η «κάθαρση» που επίμονα ζητούσε η Ν.Δ. («ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής», κατά το ΠΑΣΟΚ) θα ακυρωνόταν.

Μόνο που η δημοσίευση του σκανδάλου Κοσκωτά είχε πλέον καταστήσει την κάθαρση αίτημα ευρύτερο, που είχε ενστερνιστεί και η Αριστερά, με αποτέλεσμα οι συνθήκες να μην επιτρέπουν οποιαδήποτε συνεργασία της Αριστεράς με το ΠΑΣΟΚ, αλλά αντιθέτως να ευνοούν έναν πρωτοφανή ιστορικό συμβιβασμό, που οδήγησε στην κυβέρνηση Τζαννή Τζαννετάκη με τη στήριξη της Ν.Δ. και του ενιαίου Συνασπισμού της Αριστεράς.

Το δίδαγμα, είναι ότι τα πειράματα «γενετικής μηχανικής» με τον εκλογικό νόμο δεν οδηγούν σε εξασφαλισμένο αποτέλεσμα, καθώς η πολιτική φύση αντιδρά στις απόπειρες χειραγώγησής της και στην πολιτική «κάθε μέρα είναι χρόνος».

Μόλις ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης κατόρθωσε να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, άλλαξε τον εκλογικό νόμο επαναφέροντας την ενισχυμένη αναλογική.

Η απλή αναλογική έχει συνδεθεί με τις χειρότερες περιόδους αστάθειας, από τις οποίες εκείνη του 1989 ήταν μάλλον η ηπιότερη. Θεσμοθετήθηκε για πρώτη φορά το 1926, με αποτέλεσμα έως το 1928, που καταργήθηκε, να αλλάζουν οι κυβερνήσεις κάθε πέντε μήνες. Επανήλθε το 1932 προκαλώντας ακυβερνησία, κατακερματισμό των πολιτικών δυνάμεων και κόπωση σε τέτοιο βαθμό, ώστε το 1936 οι βουλευτές ανέθεσαν τη διακυβέρνηση στον Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος λίγους μήνες μετά επέβαλε δικτατορία. Η απλή αναλογική επέστρεψε το 1946, με αποτέλεσμα έως το 1950 να ορκιστούν δέκα κυβερνήσεις, προτού επιστρέψει η ενισχυμένη αναλογική, το 1951.

(*) Δικηγόρος Αθηνών - Συνταγματολόγος - Νομικός συνεργάτης Οικουμενικού Πατριαρχείου για την Ελλάδα - Συνήγορος Αμερικανικού Δημοκρατικού Κόμματος στην Ελλάδα - Δ.Σ. Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης Δήμου Αθηναίων - Δ.Σ. Ιδρύματος Μπότσαρη - Νομικός σύμβουλος Βορειοηπειρωτών Ελλάδος

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr