Γράφει η Ελεάννα Βλαστού* / kathimerini.gr

Την προηγούμενη Παρασκευή, στις 4 μ.μ., η Ρουθ Ουίλσον ανέβηκε στη σκηνή του Old Vic με σκοπό να κατέβει 24 ώρες αργότερα. Πρωταγωνίστρια για μία ημέρα στη παράσταση «Τhe second woman». Μια παράσταση που χαρακτηρίστηκε από τους διοργανωτές ως «επική περφόρμανς ανθεκτικότητας». H πλοκή είναι σύντομη και είναι η εξής: μια σχέση που φτάνει στο τέλος της όταν ο Μάρτι επισκέπτεται τη Βιρτζίνια. Είναι μια κομβική σκηνή, ένα τελικό συναισθηματικό στιγμιότυπο συνολικής διάρκειας επτά λεπτών.

Η Ουίλσον υποδύθηκε τον ρόλο της Βιρτζίνια ξανά και ξανά, εκατό φορές με εκατό διαφορετικούς παρτενέρ να εναλλάσσονται στη σκηνή και μουσική πιάνου να περατώνει τον αποχαιρετισμό. Εκείνη, αδιαλείπτως, βρισκόταν στη σκηνή και επαναλάμβανε το ίδιο επεισόδιο ή, καλύτερα, πρόσφερε στο κοινό εκδοχές της ίδιας ιστορίας. Ωρα με την ώρα, δεκάδες φορές μέχρι να φτάσει το Σάββατο.

Για τον ανδρικό ρόλο όσοι παρήλαυναν δεν ήταν επαγγελματίες ηθοποιοί, με εξαίρεση κάποιους –γνωστούς– ηθοποιούς, ούτε απαραιτήτως άντρες. Η Ουίλσον αγνοούσε την ταυτότητα όσων θα ανέβαιναν στη σκηνή και δεν είχε κάνει ποτέ πρόβα μαζί τους. Εκείνη λειτουργούσε βάσει σεναρίου, αλλά όσοι επελέγησαν για να συμπρωταγωνιστήσουν είχαν λάβει μονάχα πρακτικές συμβουλές και ένα χαλαρό σενάριο, αρκετά ευρύχωρο για να λειτουργήσει η φαντασία. Ενα σκριπτ με πολλά κενά διαστήματα για να συμπληρωθούν κατά βούληση οι λέξεις που λείπουν, χωρίς να τίθεται ζήτημα λανθασμένης λέξης.

Η ηθοποιός προετοίμαζε, με την προσήλωση που απαιτεί η συμμετοχή σε μαραθώνιο, για μήνες τη φυσική της κατάσταση. Κάθε δύο ώρες διέκοπτε για ένα διάλειμμα 15 λεπτών ακολουθώντας τη συμβουλή από τον διατροφολόγο: τακτικά, μικρά γεύματα – σε κάθε διάλειμμα, ακόμη και αν δεν πεινάει, για όταν πεινάσει.

Το κοινό –που κατάφερε να βρει τα κατάλληλα εισιτήρια διαρκείας– ήταν καλοδεχούμενο να παρακολουθήσει, για μικρό χρονικό διάστημα ή και για 24 ώρες, σύμφωνα με την αντοχή του. Μερικά εισιτήρια διετίθεντο στην είσοδο και κάποια ήταν προπωλημένα για συγκεκριμένη ώρα. Πεπεισμένη ότι έχω αγοράσει εισιτήριο για τις δώδεκα το μεσημέρι αντιλήφθηκα, όταν το έλαβα ηλεκτρονικά, ότι τα μεσάνυχτα ήταν η ώρα που έπρεπε να βρίσκομαι έξω από το θέατρο. Εφτασα είκοσι λεπτά νωρίτερα και μια ουρά, για τα δεδομένα μου τεράστια, ήταν σχηματισμένη. Οι περισσότεροι βρίσκονταν εκεί επί τούτω, για εισιτήρια στην είσοδο, κάποιοι τυχαία. «Περιμένουμε δύο ώρες» μου είπαν, ενόσω άλλοι αυθορμήτως συντάχθηκαν στην ουρά ενώ δεν είχαν προγραμματίσει να δουν θέατρο. Ολοι, οι έχοντες και οι μη έχοντες εισιτήριο, αναμέναμε κάποιους να βγουν για να εισέλθουμε.

Σε ένα γυάλινο κουβούκλιο, ήπια και αισθησιακά φωτισμένο –στο σαλόνι– κάθεται η Βιρτζίνια. Περιμένει τον Μάρτι. Εκείνος εμφανίζεται φέρνοντας κινέζικο φαγητό, νουντλς σε πακέτο – πάντα. Του προτείνει να πιουν ένα ποτό. Ακολουθούν, χωρίς εξαίρεση, οι ατάκες – «σε απογοήτευσα» (εκείνος), «σε αγαπάω» (εκείνη), «δεν είμαι αρκετά καλή για σένα» (εκείνη). Στο τέλος, πάντοτε χορεύουν.

Αλλοτε πίνουν παρέα, άλλοτε πίνει μόνη της. Αλλοτε τα νουντλς τρώγονται φιλικά, άλλοτε πετιούνται επιθετικά στον τοίχο, στο κεφάλι, ή τοποθετούνται μέσα από τα ρούχα. Ο χορός μπορεί να είναι ερωτικός, μια πάλη ή μια άσκηση γυμναστικής. Ενα χάδι γίνεται επίθεση. Ενα βλέμμα της, ανάλογα με την περίσταση, σύμφωνα με τον κάθε συμπρωταγωνιστή, μπορεί να είναι βίαιο, αδιάφορο ή ελπιδοφόρο. Κάποιοι επιζητούν ένα φιλί, κάποιοι φεύγουν πριν από την ώρα τους, κάποιοι αποχωρούν παίρνοντας το μπουκάλι μαζί, κάποιοι εκλιπαρούν να μείνουν, κάποιοι πετούν χρήματα προς το μέρος της.

Το ακροατήριο είναι οργανικό μέρος της παράστασης. Αλλάζει, μετακινείται, τρώει, πίνει, γελάει πάντα αμήχανα τα πρώτα λεπτά. Καμία θέση δεν μένει ποτέ χωρίς θεατή και υπάρχουν νοητά κενά που τα γεμίζει ο θεατής. «Πόσο καιρό έχει υπάρξει μαζί αυτό το ζευγάρι;», «ποιος υποφέρει;», «τι σημαίνει ο τίτλος: η δεύτερη γυναίκα;»

Κάθε φορά η έκβαση είναι διαφορετική, γιατί η διάδραση μεταξύ τους είναι αλλιώτικη. Είναι ένα έργο που βρίσκεται σε μια γκρίζα ζώνη μεταξύ πραγματικότητας και περφόρμανς. Η απροβλεψιμότητα ωθεί την πρωταγωνίστρια να αυτοσχεδιάζει ενεργητικά, άλλοτε δυναμικά, άλλοτε εισάγοντας μεγάλες παύσεις. Κάποτε προσπαθεί να έχει τον έλεγχο, κάποτε αφήνεται και χάνει πλήρως τον έλεγχο. Oπως και στη ζωή η Ρουθ Ουίλσον καλείται συνέχεια να κάνει επιλογές. Οι περισσότερες επιλογές ορίζονται από μια ασυνείδητη διαδικασία. Πρώτα επιλέγουμε και μετά δημιουργούμε βολικά αφηγήματα για να εξηγήσουμε ό,τι επιλέξαμε. Oπως και στη ζωή, διαπραγματευόμαστε με δυσκολία, λέμε τη λάθος ατάκα, τη λέμε με τον λάθος τρόπο. Κάποιες φορές διαπραγματευόμαστε με ευκολία, αν γνωρίζουμε τον εαυτό μας, λέμε τη σωστή ατάκα ίσως με τον λάθος τρόπο.

Oπως και στη ζωή, η κάθε μας ερμηνεία επηρεάζεται από τα χαρακτηριστικά μας, τις προηγούμενες εμπειρίες, τις αναμνήσεις, την κούραση μας. O,τι κυοφορεί αμφιβολίες –το δυσερμήνευτο– το μεταφράζουμε βάσει των χαρακτηριστικών μας, των προηγούμενων εμπειριών, των αναμνήσεων, των αντοχών μας. Προβάλλουμε τον εσωτερικό μας κόσμο στον εξωτερικό. Τον εαυτό μας στους άλλους. Εντέλει ό,τι μας συμβαίνει –το γεγονός– είναι λιγότερο σημαντικό από τον τρόπο που το εκλαμβάνουμε και το διαχειριζόμαστε. Οπως και στη ζωή, η πιο ενδιαφέρουσα πτυχή της πραγματικότητας είναι πάντα οι άλλοι.

Η Ρουθ Ουίλσον έβαλε μια τεράστια πρόκληση στον εαυτό υποδυόμενη ένα ρόλο τόσο αδιαμόρφωτο που δεν θα μπορούσε ποτέ να προπαρασκευάσει επαρκώς. Σε αυτό προστέθηκε και η σωματική εξοντωτική πρόκληση. Επρεπε να σταθεί στα πόδια της και ταυτόχρονα να είναι δημιουργική, αυθόρμητη και «ανοιχτή». «Κινήθηκα σύμφωνα με ό,τι έκανε ο άλλος. Εάν έπαιζα προαποφασισμένα δεν θα υπήρχε αλληλεπίδραση». Είχε απλώς στα χέρια της μια «εργαλειοθήκη» για την αντιμετώπιση διαφορετικών ενδεχόμενων και τη διαπραγμάτευση διαφορετικών προθέσεων. Είχε και ένα κουτί εκτάκτου ανάγκης, που έπρεπε να ανοιχτεί μονάχα στις δύσκολες πρωινές ώρες, 2 π.μ.-6 π.μ., καφέ με ζάχαρη.

«Πώς προετοιμάστηκες;», ρωτήθηκε η Ουίλσον. «Δεν μπορείς να προετοιμαστείς», απάντησε. «Με φόβισε και συγχρόνως ήταν απελευθερωτικό. Πήρα τα ρίσκα μου». Η μόνη πραγματική ασφάλεια είναι να επαναπαυτείς στο γεγονός ότι η ζωή δεν προσφέρει ασφάλεια.

Στις 4 το απόγευμα του Σαββάτου, χειροκροτήθηκε για ώρα. Στεκόταν κατάκοπη και κλαμένη μπροστά στο κοινό που υποκλινόταν με δάκρυα στα μάτια. Ηταν ένα θαύμα ανθεκτικότητας, πήρε τα ρίσκα της και της βγήκε. Ηταν μια μελέτη ανθρώπινης διάδρασης για το πώς ο καθένας χειρίζεται το υλικό του μια δεδομένη στιγμή. Ο,τι εξαργυρώθηκε είναι η ελπίδα ότι κάτι ενδιαφέρον μπορεί να βγει μέσα από το αδιάπλαστο της ζωής που έχει την τάση να διαστρεβλώνει τα προκαθορισμένα σενάρια.

Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας και ζει στο Λονδίνο.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr