Γράφει η Ελεάννα Βλαστού* / kathimerini.gr

18η Φεβρουαρίου του 2001 ήταν Κυριακή. Ο Μπομπ Χάνσεν, πράκτορας του FBI έτοιμος να συνταξιοδοτηθεί, πέρναγε τα πρωινά της Κυριακής –χωρίς εξαίρεση– στην προαστιακή εκκλησία της Ουάσιγκτον. Πάντα μαζί με τη γυναίκα και τα έξι παιδιά τους. Οταν επέστρεψε σπίτι, πήγε στο υπόγειο, πήρε έναν σκληρό δίσκο, κάποια κρατικά απόρρητα έγγραφα και τα τοποθέτησε σε μια πλαστική σακούλα. Ο 56χρονος έκανε ό,τι συνήθιζε να κάνει για πάνω από είκοσι χρόνια, πήγε και τοποθέτησε τη σακούλα στην κρυψώνα. Κάτω από τη μικρή ξύλινη γέφυρα στο πάρκο της γειτονιάς του. Αυτή τη φορά όμως άφησε και ένα χειρόγραφο σημείωμα.

«Αγαπητοί φίλοι», έλεγε το σημείωμα, «ευχαριστώ για την πολύχρονη συνεργασία. Απ’ ό,τι φαίνεται η χρησιμότητά μου έφτασε στο τέλος της. Ηρθε η ώρα πλέον να φύγω από την ενεργό δράση. Η ζωή έχει τα σκαμπανεβάσματά της», και υπέγραψε ως Ραμόν Γκαρσία, όπως ήταν γνωστός στους Ρώσους συνεργάτες της KGB. Μια οπλισμένη φάλαγγα του FBI εμφανίστηκε και του πέρασε χειροπέδες. Βρισκόταν όλο το προηγούμενο διάστημα υπό συνεχή παρακολούθηση από 300 ανθρώπους. Εκείνος απλώς είχε μια ερώτηση για τους συναδέλφους του: «Γιατί σας πήρε τόσο καιρό;».

Ο διπλός πράκτορας Ρόμπερτ Φίλιπ Χάνσεν, που προκάλεσε τη χειρότερη ζημιά στην ιστορία των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, βρέθηκε την προηγούμενη εβδομάδα νεκρός στο κελί της υπερυψίστης ασφαλείας βραχώδους φυλακής του Κολοράντο. Περνούσε 23 ώρες της ημέρας μόνος.

Αυτή είναι μια αμερικανική ιστορία, αλλά θα μπορούσε να είναι αγγλική. Γραμμένη από έναν από τους τρεις συγγραφείς και πρώην κατασκόπους: τον Ιαν Φλέμινγκ, τον Γκρέιαμ Γκριν ή τον Τζον Λε Καρέ. Με τη μόνη διαφορά ότι οι ήρωες στις αγγλικές κατασκοπευτικές ιστορίες είναι, φυσικά, κάτι άλλο από αυτό που δείχνουν, αλλά οι επιτυχημένοι μοιράζονται κάποια χαρακτηριστικά: γοητεία, ψυχρότητα, στρατηγική σκέψη, αυτοπεποίθηση, υποκριτικό ταλέντο, ναρκισσισμό και πάνω από όλα την ικανότητα δημιουργίας σχέσεων, μιας οικειότητας που μετά θα παραβιαστεί.

Οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες διέθεταν κάτι αντίστοιχο του Χάνσεν, σε σαγηνευτικότερη εκδοχή. Το όνομά του, Κιμ Φίλμπι (υπάρχει και βιβλίο). Πρόδωσε το MI6 για την KGB επί δεκαετίες. Ηταν έξυπνος, γενναιόδωρος, αστείος, ενδιαφέρων. Η γοητεία του ακινητοποιούσε οποιονδήποτε συναντούσε. Γνώριζε την ικανότητά του, ήταν ανελέητα χειριστικός, τύφλωνε τους ανθρώπους κρύβοντάς τους ποιος πραγματικά είναι. Εν ολίγοις συνάρπαζε με έναν θανατηφόρο τρόπο. Αποκαλύφθηκε, δραπέτευσε στη Ρωσία και οι εξαπατημένοι φίλοι και γνωστοί εξακολουθούσαν να τον λατρεύουν.

Ο Χάνσεν: λευκός Αμερικανός, γιος αστυνομικού, πολύτεκνος οικογενειάρχης, μονήρης και κατηφής. Με υπερσυντηρητικές πολιτικές απόψεις, αντικομμουνιστής, βαθιά θρησκευόμενος, ταγμένος στο καθολικό παρακλάδι opus dei. Απείχε από το αλκοόλ και ήταν παρών στις δραστηριότητες των παιδιών του. Κοινωνούσε καθημερινά, εξομολογούνταν τακτικά και τις υπόλοιπες ώρες βρισκόταν αδιάκριτα όπου δεν θα έπρεπε να έχει πρόσβαση: στις πλέον απόρρητες πληροφορίες. Ο Χάνσεν έγινε διαβόητος ακολουθώντας τον λιγότερο περπατημένο, και κάποιες φορές ρομαντικό, δρόμο της διπλής προδοσίας.

Ξεκίνησε να συνεργάζεται με τις σοβιετικές στρατιωτικές υπηρεσίες στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα. Παρέδωσε δεκάδες έγγραφα, διέρρευσε μυστικά και θυσίασε πενήντα τουλάχιστον –ανθρώπινες– πηγές (αρκετοί από τους οποίους δολοφονήθηκαν). Για τις υπηρεσίες του έλαβε πάνω από 1,4 εκατ. σε μετρητά, διαμάντια και ρολόγια αξίας.

Η προδοσία επεκτάθηκε και στην προσωπική του ζωή. Ιστορίες από την ερωτική του ζωή –υπέγραφε με το πραγματικό του όνομα– μπορούσε κάποιος να διαβάσει στο Ιντερνετ. Οι τολμηρότερες φωτογραφίες της γυναίκας του διακινούνταν στον καλύτερό του φίλο. Ο φίλος είχε πρόσβαση και στη συζυγική κρεβατοκάμαρα μέσω κάμερας που τοποθέτησε ο Χάνσεν εν αγνοία της συζύγου.

«Κράτα τους φίλους σου κοντά και τους εχθρούς εγγύτερα», λέει ο Κορλεόνε στον «Νονό». Το θλιβερότερο όμως σε ό,τι αφορά την προδοσία είναι ότι ποτέ δεν έρχεται από τους εχθρούς.

Σε ένα από τα στριπ κλαμπ όπου σύχναζε για να συναντάει απλώς τις πηγές του (όπως διάβασα) γνώρισε την Ομιχλώδη Αυγή. Η χορεύτρια τον ξετρέλανε και, φαντάζεστε, της έδωσε κάποια από τα μετρητά, μερικά διαμάντια, πιστωτική, αυτοκίνητο, υπολογιστή, αλλά, ιπποτικά, ποτέ δεν την ακούμπησε. Είχε μεγαλύτερες προσδοκίες για τη Misty Dawn, να τη σπρώξει στον Θεό (κάτι που είχε κάνει και με άλλες), αλλά με το συγκεκριμένο παρατσούκλι απέτυχε.

Για όλα ζητούσε και έπαιρνε συγχώρεση από τον παπά της ενορίας, ο οποίος τον καθησύχαζε ότι η καθαρή συνείδηση (δεν έχει ανάγκη επείγουσας ιατρικής περίθαλψης) χρειάζεται δεήσεις και φιλανθρωπίες (συγκεκριμένα οτιδήποτε βοηθάει τη Μητέρα Τερέζα). Ο Μπομπ Χάνσεν επιθυμούσε διακαώς να απαλλαχθεί από τους δαίμονές του, απέφευγε τους ψυχιάτρους, αλλά προσευχόταν και μοίραζε χρήματα – αλήθεια, γιατί το FBI ολιγώρησε τόσο να τον απολυτρώσει;

Φαντάζομαι γιατί έψαχναν το κομμάτι ενός παζλ ενώ είχαν να αντιμετωπίσουν ένα μυστήριο. Το παζλ επιζητεί την πληροφορία που λείπει, στο μυστήριο όλες οι πληροφορίες είναι διαθέσιμες. Η καλή κρίση προϋποθέτει επιμέλεια της πληροφορίας. Αρκεί να γνωρίζεις πώς να επιμεληθείς. Γιατί η ποσότητα πληροφορίας, συχνά, αφαιρεί από τη λιτότητα της ενστικτώδους διαίσθησης που οδηγεί στη λύση του μυστηρίου. Οπως συμβαίνει σε όλες τις απάτες, ακόμη κι αν υπάρχουν υποψίες, τα στοιχεία δεν διασταυρώνονται γιατί απλώς υπάρχουν πάρα πολλά στοιχεία.

Ο Χάνσεν εκμεταλλεύθηκε την εμπιστοσύνη που δείχνει ένας θεσμός σε έναν άνθρωπο με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: πατριώτης, οικογενειάρχης, θρησκευόμενος. Δόθηκε βάρος σε συγκεκριμένα γνωρίσματα και παραβλέφθηκε ό,τι δεν ταίριαζε σε αυτά. Οσο απλοϊκό κι αν μοιάζει προερχόμενο από το FBI, η αμφισβήτηση της ακεραιότητας θα έμοιαζε σαν αμφισβήτηση όλων των συλλογικών αμερικανικών αξιών. Κανείς δεν θέτει υπό αμφισβήτηση ένα ολόκληρο σύστημα και όλοι παραλείπουν τις μικρές, τις ασυνεπείς λεπτομέρειες. Προβαίνουμε σε συνειρμούς όταν οι ενδείξεις είναι ήδη ζευγαρωμένες στην αντίληψή μας. Σπανίως κάνουμε τη σύζευξη μεταξύ δύο αλλόκοτων ή αντιφατικών χαρακτηριστικών. Προτίμησαν να αγνοήσουν παρά να διερευνήσουν σε βάθος. Στην περίπτωσή του αγνοήθηκαν όλα τα πρωτόκολλα, επί 25 χρόνια ποτέ δεν του ζητήθηκε να προβεί στο τεστ ανίχνευσης αλήθειας, ούτε ο λόγος όταν ερευνούσε ή αφαιρούσε συγκεκριμένα αρχεία που δεν άπτονταν των αρμοδιοτήτων του.

Ο Χάνσεν ούτε εξαναγκάστηκε ούτε εξωθήθηκε από την ιδεολογία του. Τα χρήματα ήταν ένα κίνητρο, αλλά το εγώ του μεγαλύτερο. Η απιστία είναι ναρκωτικό, το ίδιο και η μυστικοπάθεια. Αλλά, κυρίως, είναι η έλξη της παραβίασης των ορίων, ως ώθηση στην οξύτητα μιας προσωπικής εξουσίας που επινοεί μια ψυχική ανάταση. Ακόμη κι αν ακουμπάει την ύβρη.

«Κράτα τους φίλους σου κοντά και τους εχθρούς εγγύτερα», λέει ο Κορλεόνε στον «Νονό». Το θλιβερότερο όμως σε ό,τι αφορά την προδοσία είναι ότι ποτέ δεν έρχεται από τους εχθρούς. «Για να προδώσεις πρέπει κάπου να ανήκεις. Ποτέ δεν αισθάνθηκα ότι ανήκω»· τα λόγια όμως του ανήκουν, σκιαγραφούν τέλεια τη σκιώδη πλευρά της γοητευτικής φύσης του Κιμ Φίλμπι.

Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας και ζει στο Λονδίνο.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr