Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης*

Οι οφειλές στην Εφορία ή τους δήμους δεν διαγράφονται, αλλά μεταβιβάζονται στους κληρονόμους. Μάλιστα δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που οι κληρονόμοι αγνοούν ότι ο συγγενής τους δεν είχε αφήσει διαθήκη, με αποτέλεσμα να χάνουν την προθεσμία για να αποποιηθούν την κληρονομιά και να επιβαρύνονται τις οφειλές του κληρονομούμενου.

Προβλήματα δημιουργεί και η περίπτωση όπου υπάρχει διαθήκη με την οποία ορίζεται ότι τα χρέη βαρύνουν μόνο έναν ή ορισμένους εκ των συγκληρονόμων. Μια τέτοια ρύθμιση με τη διαθήκη δεν μπορεί να αντιταχθεί έναντι του Δημοσίου, σε περίπτωση ύπαρξης οφειλών της κληρονομιάς έναντι του Δημοσίου. Εάν και εφόσον δεν γίνει ρητή δήλωση αποποίησης του κληρονόμου ενώπιον του γραμματέα του Ειρηνοδικείου και εντός αποκλειστικής προθεσμίας τεσσάρων μηνών, εξ αντιδιαστολής συνεπάγεται ότι ο κληρονόμος σιωπηρά αποδέχεται την κληρονομιά και επομένως και το ενεργητικό και το παθητικό της περιουσίας του θανόντος. Τα ανήλικα τέκνα σύμφωνα με τον νόμο αποδέχονται πάντα την κληρονομιά με το ευεργέτημα της απογραφής. Μπορούν όμως να αποποιηθούν την κληρονομιά έπειτα από άδεια από το δικαστήριο επικαλούμενοι τον λόγο που πρέπει να αποποιηθούν. Ο σημαντικότερος λόγος είναι τα χρέη της κληρονομιάς τα οποία είναι συνήθως περισσότερα από το ενεργητικό της. Τη διαδικασία την κινούν οι έχοντες την επιμέλεια και γονική μέριμνα των τέκνων. Σε περίπτωση που το τέκνο δεν αποποιηθεί μέσω της δικαστικής διαδικασίας εντός της προθεσμίας, θα πρέπει στην ηλικία των 18 ετών και για ένα έτος να κάνει αποδοχή της κληρονομιάς με επιφύλαξη, δηλαδή με το ευεργέτημα της απογραφής. Ο κληρονόμος δεν απαλλάσσεται από την ευθύνη των χρεών, αλλά ευθύνεται έως το ενεργητικό της περιουσίας που κληρονόμησε, χωρίς να ευθύνεται με την ατομική περιουσία του. Ωστόσο δεσμεύεται με την ανάληψη υποχρέωσης εκκαθάρισης της κληρονομιάς ρευστοποιώντας το ενεργητικό για την αποπληρωμή των χρεών. Ο κληρονόμος έχει το δικαίωμα, εντός τεσσάρων μηνών από τότε που έμαθε για την κληρονομιά, να προχωρήσει σε αποδοχή με το ευεργέτημα της απογραφής, περιορίζοντας την ευθύνη του για τις υποχρεώσεις της κληρονομιάς μέχρι το ενεργητικό της, δηλαδή μέχρι τη συνολική αξία της κληρονομίας. Ο κληρονόμος δεν απαλλάσσεται από την ευθύνη των χρεών, αλλά ευθύνεται έως το ενεργητικό της περιουσίας που κληρονόμησε, χωρίς να ευθύνεται με την ατομική περιουσία του. Ωστόσο δεσμεύεται με την ανάληψη υποχρέωσης εκκαθάρισης της κληρονομιάς ρευστοποιώντας το ενεργητικό για την αποπληρωμή των χρεών. Η αποποίηση, όπως και η αποδοχή, της κληρονομιάς είναι νομική πράξη αμετάκλητη. Μπορεί να γίνει ακύρωση ή αποδοχή κληρονομιάς με δικαστική απόφαση αν ο κληρονόμος μπορεί να αποδείξει ότι η πράξη που έκανε ήταν κάτω από καθεστώς απειλής, τελούσε σε πλάνη για τα πραγματικά στοιχεία της περιουσίας. Πρέπει να κατατεθεί αγωγή στα αρμόδια για την κρίση δικαιοπραξιών δικαστήρια και να ζητείται η ακύρωση της δικαιοπραξίας.

Η αποποίηση μπορεί να είναι άκυρη, στις παρακάτω περιπτώσεις.

-Αν ο κληρονόμος έχει ρητά ή σιωπηρά δηλώσει ότι αποδέχεται την κληρονομιά. Από τη σύνταξη απογραφής της κληρονομιάς και μόνο δεν συνάγεται τέτοια δήλωση.

-Αν γίνει μετά την πάροδο της προθεσμίας για αποποίηση. Αν περάσει η προθεσμία, η κληρονομιά θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή. Ετσι θα πρέπει να τηρηθούν ρητά οι προθεσμίες που απαιτεί ο νόμος. Εστω και μία ημέρα καθυστέρηση μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει γίνει αποδοχή της κληρονομιάς, που σημαίνει αποδοχή και του ενεργητικού της (ακίνητα, μετρητά κ.λπ.) αλλά και του παθητικού (δάνεια, χρέη στο Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία, χρέη προς τρίτους κ.λπ.).

-Σε περίπτωση που οι φορολογούμενοι δεν έχουν «χριστεί» νόμιμα κληρονόμοι. Αν για παράδειγμα φορολογούμενος είναι κληρονόμος δευτέρου βαθμού, δεν μπορεί να καταθέσει αποποίηση, αν δεν αποποιηθούν πρώτα οι κληρονόμοι πρώτου βαθμού. Για παράδειγμα, φορολογούμενος πεθαίνει και αφήνει ακίνητη περιουσία και χρέη. Θα πρέπει να αποποιηθούν πρώτα τα εν ζωή τέκνα και μετά τα παιδιά τους. Αν γίνει αποποίηση των εγγονών χωρίς να έχει γίνει αποποίηση από τους εν ζωή γονείς, τότε η αποποίηση των εγγονών είναι άκυρη.

-Αν έγινε υπό αίρεση ή προθεσμία ή για μέρος της κληρονομιάς. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι φορολογούμενοι δεν μπορούν να αποποιηθούν μέρος της κληρονομιάς ή να αποποιηθούν θέτοντας προϋποθέσεις. Η αποκλήρωση είναι η στέρηση του δικαιώματος της Νόμιμης Μοίρας. Θα πρέπει να προβλέπεται στον Αστικό κώδικα ο συγκεκριμένος λόγος αποκληρωσης (αλλιώς είναι άκυρη η αποκληρωση). Εάν ο κληρονόμος που αποκληρωθηκε , αποδείξει στο δικαστήριο ότι ο λόγος αποκληρωσης είναι ψευδής, τότε είναι άκυρη η αποκληρωση.
Οι λόγοι που μπορεί να επικαλεσθεί ο διαθέτης - κληρονομούμενος για να αποκλείσει από την νόμιμη μοίρα, κάποιο κληρονόμο του (π.χ. το παιδί του) είναι:

• Εάν ο μεριδιούχος-κληρονόμος επιβουλεύτηκε τη ζωή του διαθέτη, του συζύγου ή άλλου κατιόντος του διαθέτη ή
• Εάν προκάλεσε με πρόθεση σωματικές κακώσεις στον διαθέτη ή στην σύζυγό του ή
• Εάν έγινε ένοχος κακουργήματος ή σοβαρού πλημμελήματος με πρόθεση κατά του διαθέτη ή του συζύγου του, ή
• Εάν αθέτησε κακόβουλα την υποχρέωση που είχε από το νόμο να διατρέφει τον διαθέτη, ή
• Εάν ζει βίο άτιμο ή ανήθικο, παρά τη θέληση του διαθέτη(
A.K. 1839, 1840).

Εάν κάποιος κληρονόμος αποκληρώθηκε ή παραιτήθηκε από το δικαίωμα της Νόμιμης Μοίρας, το δικαίωμα της Νόμιμης Μοίρας αποκτούν και ασκούν οι μεριδιούχοι που έρχονται στη θέση του κατά τη σειρά της εξ αδιαθέτου διαδοχής. Δηλαδή η μερίδα του εκπεσόντος δεν προσαυξάνει τις μερίδες των συμμεριδιούχων. Δηλαδή στη θέση του υπεισέρχονται οι κατιόντες του. A.K. 1826

Όταν ο μεριδιούχος αντιληφθεί ότι έχουν αποκλεισθεί τα δικαιώματά του στη διαθήκη, μπορεί να αντιτάξει το δικό του εκ του νόμου κληρονομικό δικαίωμα έναντι του εκ διαθήκης κληρονόμου του οποίου η εγκατάσταση στο ακίνητο περιορίζεται, κατόπιν αυτού, στο μέρος που δεν προσβάλει τη νόμιμη μοίρα.

Η αγωγή του μεριδιούχου προς απόδοση της νόμιμης μοίρας, είναι η περί κλήρου αγωγή, με την οποία απαιτούνται, τα αντικείμενα της κληρονομίας, τα οποία κατακρατεί ο νομέας της κληρονομίας, που αντιποιείται το κληρονομικό δικαίωμα. (A.K. 1871).

Η περί κλήρου αγωγή αποτελεί το βασικότερο ένδικο μέσο έννομης προστασίας του κληρονομικού δικαιώματος, σε περίπτωση που αυτό προσβληθεί μετά την επαγωγή της κληρονομίας.

Το δικαίωμα στην νόμιμη μοίρα, είναι αναγκαστικού δικαίου.

Η περιουσία ενός προσώπου δεν είναι πλήρως ελεύθερη να τη μοιράσει στους συγγενείς του. Πρέπει ενά ελάχιστο μερίδιο, να επιφυλάσσεται υπέρ παιδιών και συζύγου. Δεν μπορεί δηλαδή σε ένα παιδί να δωρίσει το σύνολο της περιουσίας και σε άλλο τίποτα. Το μερίδιο αυτό λέγεται "νόμιμη μοίρα". Η νόμιμη μοίρα αποκλείεται μονάχα σε περίπτωση αποκληρωσης, αλλά αποκληρωση επιτρέπεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις που προβλέπει ρητά ο Αστικός κώδικας και όχι σε άλλες περιπτώσεις. Η αποκληρωση και ο νόμιμος λόγος αποκληρωσης, θα πρέπει να αναγράφονται ξεκάθαρα στην πράξη τελευταίας βούλησης του κληρονομουμένου. Σε περίπτωση, που ο λόγος αποκληρωσης, είναι ψευδής, ο κληρονόμος μπορεί να καταθέσει αναγνωριστική αγωγή για την αναγνώριση της αβασιμοτητας.

Το ποσοστό της νόμιμης μοίρας είναι το μισό του ποσοστού που θα κληρονομούσαν εάν δεν υπήρχε η διαθήκη ή η δωρεά αιτία θανάτου και καλούνταν στη κληρονομιά ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι. Η νόμιμη μοίρα καλύπτει το σύνολο της περιουσίας του κληρονομουμένου και αποτελεί το άθροισμα των ποσοστών σε κάθε περιουσιακό στοιχείο της κληρονομιάς. Για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας λαμβάνεται, κατά τα άρθρα 1831 και 1838 του ΑΚ, η κατάσταση και η αξία της κληρονομίας κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, αφαιρουμένων των χρεών κλπ ή προστιθεμένων των αναφερόμενων στα άρθρα αυτά στοιχείων. Δηλαδή αυτόματα κάποιο παιδί που δεν το έχει αποκληρώσει ο γονέας του ,είναι κληρονόμος στο ποσοστό που του αντιστοιχεί, το οποίο είναι το μισό από όσο θα έπαιρνε αν ο γονέας δεν είχε αφήσει διαθήκη.
Η αγωγή του μεριδούχου προς απόδοση της νόμιμης μοίρας, είναι η περί κλήρου αγωγή, με την οποία απαιτούνται, τα αντικείμενα της κληρονομίας, τα οποία κατακρατεί ο νομέας της κληρονομίας, που αντιποιείται το κληρονομικό δικαίωμα, A.K. 1871 . Η νόμιμη μοίρα είναι δικαίωμα που δεν παραγράφεται και μπορεί να διεκδικηθεί ανά πάσα στιγμή από τον αναγκαίο κληρονόμο ή ακόμα και από τον δικό του κληρονόμο μόνο επί της πραγματικής κληρονομίας. Ως κανόνες αναγκαστικού δικαίου ορίζονται οι κανόνες δικαίου, η εφαρμογή των οποίων δεν μπορεί να αποκλεισθεί από την αντίθετη ιδιωτική βούληση. Σε περίπτωση αποκλήρωσης, ο αποκληρωθείς μπορεί να ασκήσει αναγνωριστική αγωγή για την αναγνώριση της αβασιμότητας- αναλήθειας και ανυπαρξίας των αναφερομένων στη διαθήκη λόγων αποκλήρωσης και, επομένως, ακυρότητας της διάταξης περί αποκλήρωσης, με σκοπό την αναγνώριση περαιτέρω του κληρονομικού του δικαιώματος της νόμιμης μοίρας (ΑΠ 766/2004). Εφόσον αναγνωρισθεί τελεσιδίκως η ακυρότητα αυτή , ο μεριδούχος λαμβάνει αυτοδικαίως το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του επί της κληρονομιάς του διαθέτη ή το ελλείπον και όχι την εξ αδιαθέτου μερίδα του, αφού σκοπός του διαθέτη με την αποκλήρωση είναι να στερήσει στο νόμιμο μεριδούχο το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του ( ΟλΑΠ 935/75, ΑΠ 129/91). Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και, ιδίως, αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται, όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος, που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι, όμως, και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία, η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (ολ ΑΠ 24/1992). Σύμφωνα με το άρθρο 1825 του Α.Κ., οι κατιόντες και οι γονείς του κληρονομούμενου, καθώς και ο σύζυγος που επιζεί, οι οποίοι θα είχαν κληθεί ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι, έχουν δικαίωμα νόμιμης μοίρας στην κληρονομία.

Η νόμιμη μοίρα είναι το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας (βλ. και ΑΠ 64/2006, ΠΠρΒερ 289/1999). Η νόμιμη μοίρα του επιζώντος συζύγου, αν αυτός συντρέχει με κατιόντες του κληρονομούμενου, είναι το 1/8 της κληρονομίας. Αν συντρέχει με άλλους συγγενείς του κληρονομούμενου είναι το 1/4 της κληρονομίας (βλ. ΕφΑθ 1428/1999).

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥΝΤΑΙ ΝΟΜΙΜΗ ΜΟΙΡΑ:

Όπως προκύπτει από το άρθρο 1825 του Α.Κ. τα πρόσωπα που δικαιούνται νόμιμη μοίρα είναι οι κατιόντες του κληρονομούμενου, δηλαδή τα παιδιά του, οι γονείς του και ο επιζών σύζυγος του κληρονομουμένου, οι οποίοι θα είχαν κληθεί ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι (βλ. ΠΠρΒερ 289/1999).

Νόμιμος μεριδούχος είναι το πλησιέστερο στο βαθμό ή την τάξη πρόσωπο που θα ερχόταν στην κληρονομία αν χωρούσε η εξ αδιαθέτου διαδοχή (βλ. ΕφΠειρ 1188/1996). Αν υπάρχουν κατιόντες του κληρονομούμενου, οι γονείς του, ακόμα και αν βρίσκονται εν ζωή, δεν θα κληθούν ως αναγκαίοι κληρονόμοι. Με τον όρο κατιόντες νοούνται τα τέκνα, εγγόνια, δισέγγονα κ.λπ., που προέρχονται από γάμο του διαθέτη. Στους γονείς συμπεριλαμβάνεται σε κάθε περίπτωση η μητέρα και ο πατέρας όταν η σχέση του με το τέκνο συνάγεται από το γάμο του με την μητέρα. Όταν το τέκνο έχει αναγνωρισθεί, εκούσια ή δικαστικά. Ο επιζών σύζυγος συγκαταλέγεται στους νόμιμους μεριδούχους όταν ο γάμος του με τον κληρονομούμενο διαρκούσε μέχρι το θάνατο του τελευταίου. Αν ο γάμος ακυρωθεί, η ακύρωση έχει αναδρομική ενέργεια (1381 Α.Κ.), με εξαίρεση την περίπτωση του νομιζόμενου γάμου (1383 Α.Κ.).

ΔΙΑΔΟΧΗ Ή ΠΡΟΣΑΥΞΗΣΗ ΣΤΗ ΝΟΜΙΜΗ ΜΟΙΡΑ:

Σύμφωνα με το άρθρο 1826 Α.Κ., αν κάποιος μεριδούχος, ολικά ή μερικά, αποκληρώθηκε νόμιμα ή παραιτήθηκε από το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας ή λόγω αναξιότητας εξέπεσε, το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας ασκούν οι μεριδούχοι που έρχονται στη θέση του, κατά τη σειρά της εξ αδιαθέτου διαδοχής. Στη θέση του αποκληρωθέντος ή παραιτηθέντος ή του εκπεσόντος λόγω αναξιότητας υπεισέρχεται, αν υπάρχει, ο μεριδούχος του. Ήτοι ο απώτερος αυτού της επόμενης τάξης (π.χ. γονέας) κατά τη σειρά της εξ αδιαθέτου διαδοχής (βλ. ΑΠ 108/2000). Η μερίδα του εκπεσόντος δεν προσαυξάνει τις μερίδες των συμμεριδούχων του αποκληρωθέντος, παραιτηθέντος, ή εκπεσόντος. Διότι η διάταξη επιβάλλει τη διαδοχή βαθμών ή τάξεων και αποκλείει την προσαύξηση των συμμεριδούχων του αποκληρωθέντος, παραιτηθέντος ή εκπεσόντος (βλ. ΑΠ 108/2000).

ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΗΣ ΜΟΙΡΑΣ:

Αν στο μεριδούχο έχει καταλειφθεί λιγότερο από τη νόμιμη μοίρα, το δικαίωμά του υπάρχει για το μέρος που λείπει. (άρθρο 1827 Α.Κ.).

ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΗΣ ΜΟΙΡΑΣ:

Κάθε περιορισμός του μεριδούχου από τη διαθήκη, όσο βαρύνει τη νόμιμη μοίρα, θεωρείται σαν να μην έχει γραφτεί (άρθρο 1829 Α.Κ.).

ΝΟΜΙΜΗ ΜΟΙΡΑ ΚΑΙ ΑΠΟΚΛΗΡΩΣΗ:

Σύμφωνα με το άρθρο 1839 Α.Κ., ο διαθέτης μπορεί να στερήσει το μεριδούχο από τη νόμιμη μοίρα (αποκλήρωση). Η αποκλήρωση γίνεται με διάταξη τελευταίας βούλησης.

Οι προϋποθέσεις αποκλήρωσης είναι:

α) Ο διαθέτης θα πρέπει να έχει συντάξει έγκυρη διαθήκη.

β) Ο διαθέτης θα πρέπει να επικαλείται κάποιον από τους λόγους των άρθρων 1840-1842 Α.Κ, τα οποία αναφέρονται στους λόγους για τους οποίους μπορεί ο διαθέτης να αποκληρώσει τον κατιόντα, τους λόγους για τους οποίους μπορεί να αποκληρώσει τον ανιόντα καθώς και το/τη σύζυγο.

γ) Ο λόγος αποκλήρωσης θα πρέπει να είναι αληθινός.

δ) Ο λόγος αποκλήρωσης πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης.

ε) Να μην έχει αποσβεστεί το δικαίωμα αποκλήρωσης με παροχή συγγνώμης.

Οι λόγοι για τους οποίους ο διαθέτης μπορεί να αποκληρώσει τον κατιόντα είναι, αν αυτός:

1. επιβουλεύθηκε τη ζωή του διαθέτη, του συζύγου ή άλλου κατιόντος του διαθέτη,

2. προκάλεσε με πρόθεση σωματικές κακώσεις στο διαθέτη ή στο σύζυγο του, από τον οποίο κατάγεται ο κατιών,

3. έγινε ένοχος κακουργήματος ή σοβαρού πλημμελήματος με πρόθεση, κατά του διαθέτη ή του συζύγου του,

4. αθέτησε κακόβουλα την υποχρέωση που είχε από το νόμο να διατρέφει το διαθέτη,

5. ζει βίο άτιμο ή ανήθικο, παρά τη θέληση του διαθέτη. Η αποκλήρωση για το λόγο αυτό είναι άκυρη, αν ο κατιών κατά το θάνατο του διαθέτη είχε οριστικά εγκαταλείψει τον άτιμο ή ανήθικο βίο (άρθρο 1840 Α.Κ.)

Σύμφωνα με το άρθρο 1841 Α.Κ., το τέκνο από την άλλη μπορεί να αποκληρώσει το γονέα του αν συντρέχουν μόνο οι παραπάνω λόγοι 1,3 και 4. Δεν δικαιούται να τον αποκληρώσει αν ο γονέας του προκάλεσε με πρόθεση σωματικές κακώσεις. Αν όμως η σωματική κάκωση συνιστά σοβαρό πλημμέλημα το κύρος της αποκλήρωσης διασώζεται.

Ο διαθέτης μπορεί επίσης να αποκληρώσει το/τη σύζυγό του, αν κατά το χρόνο του θανάτου είχε δικαίωμα να ασκήσει αγωγή διαζυγίου για βάσιμο λόγο αναγόμενο σε υπαιτιότητα του/της συζύγου (όπως προκύπτει από το άρθρο 1842 Α.Κ.).

(*) Δικηγόρος Αθηνών - Συνταγματολόγος

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr