Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης*

Στις 6 Δεκεμβρίου του 2017 ο Αμερικανός Πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, ανακοίνωσε πως σκοπεύει να αναγνωρίσει επίσημα την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ. Αμέσως μετά τις δηλώσεις του, προχώρησε στην υπογραφή συμφωνίας η οποία προέβλεπε τη μεταφορά της Αμερικάνικης Πρεσβείας από το Tel Aviv στην Ιερουσαλήμ – κίνηση που επισφραγίζει την προαναφερθείσα απόφαση.

Οι περισσότερες πρεσβείες στο Ισραήλ βρίσκονται στο Τελ Αβίβ και όχι στην Ιερουσαλήμ εξαιτίας του μη διασαφηνισμένου καθεστώτος όσον αφορά την πόλη, αν και το 2017 η αμερικανική κυβέρνηση αναγνώρισε την πόλη σαν πρωτεύουσα του Ισραήλ.

Το καθεστώς της πόλης είναι αντικείμενο διαμάχης ανάμεσα σε Ισραήλ και Παλαιστίνη. Το 1949 το Ισραήλ ανακήρυξε το δυτικό τμήμα της πόλης πρωτεύουσα του. Το 1967, μετά τον πόλεμο των έξι ημερών, οι Ισραηλινές δυνάμεις κατέλαβαν και το ανατολικό τμήμα από την Ιορδανία, και ολόκληρη η πόλη πέρασε υπό το καθεστώς του. Από το 1988, το ανατολικό τμήμα της πόλης, η Ανατολική Ιερουσαλήμ, θεωρείται από τη διεθνή κοινότητα ως κατεχόμενο τμήμα της Παλαιστίνης και πρωτεύουσα της.

Η Ιερουσαλήμ αποτελεί την ιερή πόλη για τις τρεις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες. Τόσο οι Ισραηλινοί, όσο και οι Παλαιστίνιοι την θεωρούν πρωτεύουσά τους.

Μια πόλη σύμβολο που αποτελεί αιώνες τώρα το Μηλον της Έριδος ανάμεσα σε Χριστιανούς, Εβραίους και Μουσουλμάνους. Για τους Ελληνορθόδοξους προσκυνητές, οι Άγιοι Τόποι έχουν ακόμη μία ιδιαίτερη αξία, καθώς τα σημαντικότερα προσκυνήματα βρίσκονται, εδώ και δεκαεπτά αιώνες, στην κυριότητα του Ελληνορθόδοξου Πατριαρχείου Ιεροσολύμων.

Η Ιερουσαλήμ είναι μια πόλη χωρίς αναγνωρισμένο καθεστώς. Δεν συμπεριλαμβάνεται στις λίστες της Unesco.Το καθεστώς της Ιερουσαλήμ θα ρυθμιζόταν από το διεθνές δίκαιο και από την απόφαση των Ηνωμένων Εθνών για τη διχοτόμηση της Παλαιστίνης το 1947. Αλλά η απόφαση δεν έγινε σεβαστή από κανένα από τα δύο μέρη.

Το σχέδιο διχοτόμησης προέβλεπε δύο κράτη, ένα Παλαιστινιακό και ένα Εβραϊκό. Παρείχε μάλιστα στην Ιερουσαλήμ διεθνές στάτους και ρύθμιζε και το καθεστώς των Αγίων τόπων. Η Ιερουσαλήμ είναι υπό κατάληψη από το 1947. Το 1967, οι Ισραηλινοί επανέκτησαν τον έλεγχο της παλιάς πόλης, την οποία είχαν αποσπάσει με τη βία οι Ιορδανοί.

Από το 1967, έχουμε μια πόλη, που οι Ισραηλινοί τη θεωρούν ως την επανενωμένη πρωτεύουσα του κράτους του Ισραήλ. Το 1980 μάλιστα, η Κνεσέτ πέρασε ειδικό νόμο που αφορά την Ιερουσαλήμ. Αλλά αυτό το καθεστώς δεν αναγνωρίζεται από τη διεθνή κοινότητα. Σήμερα δεν υπάρχει καμιά ξένη πρεσβεία στην Ιερουσαλήμ. Όλες βρίσκονται στο Τελ Αβίβ.

Το ότι οι Ισραηλινοί έχουν κάνει την Ιερουσαλήμ πρωτεύουσά τους και ζητούν από τους Παλαιστινίους να την αναγνωρίσουν ως τέτοια και να εγκαταλείψουν το όραμα αυτή να γίνει η δική τους πρωτεύουσα, έχει οδηγήσει τα πράγματα σε πολιτικό αδιέξοδο. Έχουμε όμως κι ένα κοινωνιολογικό και γεωπολιτικό αδιέξοδο. Το ψήφισμα 181 του ΟΗΕ ξεκαθαρίζει πως όλες οι ενέργειες της κατοχικής δύναμης του Ισραήλ, οι οποίες μεταβάλλουν τον χαρακτήρα και το καθεστώς της Ιερουσαλήμ, είναι παράνομες και πρέπει να αρθούν.

Από το 1947 o ΟΗΕ προέβλεπε τη διάσπαση της Παλαιστίνης σε δυο κράτη (αραβικό και εβραϊκό), με μια αυθυπόστατη, διεθνή Ιερουσαλήμ. Εμπόδιο στις συγκεκριμένες προβλέψεις στάθηκε ο αραβοϊσραηλινός πόλεμος του 1948, του οποίου τα αποτελέσματα οδήγησαν στην ίδρυση του Ισραηλινού κράτους, αποτρέποντας την ολοκλήρωση του σχεδίου του ΟΗΕ. Με τη λήξη των εντάσεων και των εχθροπραξιών, η ζώνη εκεχειρίας -ή, αλλιώς, “πράσινη γραμμή”- διαίρεσε την πόλη σε δύο μέρη. Πιο συγκεκριμένα, το Ισραήλ κατείχε το δυτικό μισό της πόλης -η οποία περιλάμβανε και την Ιερουσαλήμ- και την Ιορδανία. Με τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ακολουθεί η ίδρυση του Ισραηλινού κράτους και η de jure αναγνώρισή του από την πλειονότητα των χωρών. Το 1949 ο ΟΗΕ, παρόλο που δέχτηκε την ύπαρξη του νέου κράτους, έθεσε την πόλη σε καθεστώς “corpus-separatum”, που σημαίνει πως η περιοχή αντιμετωπίζεται ως διακριτή οντότητα υπό διεθνή έλεγχο – μια απόφαση που ποτέ δεν εφαρμόστηκε στην πράξη, αφού η πόλη τελικώς διαιρέθηκε. Κατά τη διάρκεια του πολέμου των Έξι Ημερών, το κράτος του Ισραήλ κατάφερε να προσαρτήσει το ανατολικό κομμάτι της Ιερουσαλήμ, στο οποίο και επέβαλε τον “ισραηλινό νόμο”. Ο ΟΗΕ καταδίκασε την κίνηση αυτή, θεωρώντας την ως παραβίαση του διεθνούς νόμου, ενώ το 1980 κατέκρινε το Ισραηλινό Κοινοβούλιο (Knesset), καθώς το τελευταίο είχε ανακηρύξει την περιοχή ως “πλήρη και ενιαία” πρωτεύουσα του Ισραήλ. Η πλειονότητα των χωρών διατήρησε τις πρεσβείες της στην περιοχή του Tel Aviv, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Ισραήλ – κίνηση που αποκρυσταλλώνει την αρνητική στάση των χωρών της Δύσης απέναντι στην αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως ισραηλινό έδαφος. Σήμερα, 86 χώρες στεγάζουν τις πρεσβείες τους στο Tel Aviv – με εξαίρεση τις ΗΠΑ, όπως φανερώνουν τα δρώμενα. Ο ΟΗΕ διατηρεί μια σταθερή πολιτική στο ζήτημα της Ιερουσαλήμ μέχρι και σήμερα, αφού ο πρώην Γενικός Γραμματέας, Ban Ki-moon, δήλωσε το 2009 πως η περιοχή θα έπρεπε να ανήκει από κοινού και στις δύο χώρες προκειμένου να διασφαλιστεί η ειρήνη.

Αξιωματούχοι από τις Ηνωμένες Πολιτείες εκτιμούν ότι υπάρχουν πάνω από 50.000 Αμερικανοί, οι οποίοι έχουν την Ιερουσαλήμ ως πόλη γέννησής τους. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 40 ετών στα διαβατήρια τους έχουν αναγραφεί σχεδόν τα πάντα «Ιερουσαλήμ - Παλαιστίνη», «Ιερουσαλήμ - Ισραήλ», μέχρι και «Ιερουσαλήμ - Ιορδανία» και οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ έχουν θεωρητικά προσπαθήσει να δώσουν μια λύση τα τελευταία χρόνια σε αυτό το πολύπλοκο ζήτημα.

Η Ιερουσαλήμ παραμένει διαιρεμένη. Μεγάλο τμήμα της πόλης ανήκει στο Ισραήλ ενώ η ανατολική Ιερουσαλήμ ελέγχεται από τους Παλαιστινίους. Ακόμη και η παλιά πόλη των Ιεροσολύμων είναι διαιρεμένη. Για το Ισραήλ, η Ιερουσαλήμ είναι η επίσημη πρωτεύουσά του, αν και οι περισσότερες χώρες θεωρούν πρωτεύουσα του κράτους του Ισραήλ το Τελ Αβίβ.

Στις 20 Απριλίου, μετά τις τρίτες εκλογές στο Ισραήλ εντός 10 μηνών, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Benjamin Netanyahu και ο πολιτικός του αντίπαλος Benny Gantz συγκρότησαν κυβερνητικό συνασπισμό στο πλαίσιο μιας συμφωνίας ενότητας. Σε αυτή, περιλαμβάνεται μια συμφωνία που επιτρέπει στην κυβέρνηση του Ισραήλ να ξεκινήσει την εγχώρια διαδικασία «προσάρτησης» τμημάτων της κατεχόμενης Δυτικής Όχθης που περιλαμβάνει ισραηλινούς εποικισμούς και την περιοχή της κοιλάδας του Ιορδάνη.

Σύμφωνα με τη συμφωνία συνασπισμού μεταξύ Netanyahu και Gantz, από την 1η Ιουλίου 2020, η κυβέρνηση μπορεί να παρουσιάσει σχέδια «προσάρτησης» για συζήτηση και έγκριση στο υπουργικό συμβούλιο και το κοινοβούλιο του Ισραήλ, το Knesset.

Τα σχέδια του Ισραήλ για «προσάρτηση» έπονται της ανακοίνωσης από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ σχετικά με την αποκαλούμενη «συμφωνία του αιώνα», τον Ιανουάριο του 2020, η οποία πρότεινε την προσάρτηση περιοχών της κατεχόμενης Δυτικής Όχθης στο Ισραήλ.

Η Διεθνής Αμνηστία έχει καταστήσει σαφές ότι το σχέδιο της κυβέρνησης Τραμπ θα οδηγήσει μόνο στην επιδείνωση των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στην κατοχύρωση της παγιωμένης ατιμωρησίας που πυροδοτεί εγκλήματα πολέμου, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και άλλες σοβαρές παραβιάσεις εδώ και δεκαετίες.

Σύμφωνα με αναφορές, η πρόταση του Ισραήλ θα μπορούσε να περιλαμβάνει έως και το 33% της συνολικής έκτασης της Δυτικής Όχθης.

Η «προσάρτηση» είναι η απόκτηση εδάφους με τη βία και αποτελεί κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να επηρεάσει το νομικό καθεστώς του εδάφους, το οποίο παραμένει de jure κατεχόμενο. Στο πλαίσιο των Κατεχόμενων Παλαιστινιακών Εδαφών (ΚΠΕ), ως «προσάρτηση» νοείται η επέκταση του ισραηλινού νόμου σε περιοχές που αναγνωρίζονται ως κατεχόμενες και αντιμετωπίζονται ως μέρος του εδάφους του Ισραήλ.

Το διεθνές δίκαιο είναι ξεκάθαρο σε αυτό το θέμα - η «προσάρτηση είναι παράνομη». Η συνεχιζόμενη επιδίωξη αυτής της πολιτικής από το Ισραήλ αποδεικνύει για ακόμη μια φορά την κυνική παραβίαση του διεθνούς δικαίου. Τέτοιες πολιτικές δεν αλλάζουν το νομικό καθεστώς των εδαφών και των κατοίκων του σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο ως κατεχόμενα, ούτε αφαιρούν τις ευθύνες που έχει το Ισραήλ ως δύναμη κατοχής, σύμφωνα με το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο. Από την άλλη επισημαίνει την μακροχρόνια υποχρέωση της διεθνούς κοινότητας να δώσει τέλος στην ατιμωρησία για τις παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου από το Ισραήλ.

Η Διεθνής Αμνηστία καλεί τις ισραηλινές αρχές να εγκαταλείψουν αμέσως τα σχέδια για περαιτέρω «προσάρτηση» εδαφών στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη, διότι θα επιδεινώσουν τις συστημικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που συμβαίνουν εδώ και δεκαετίες κατά των Παλαιστινίων και στοχεύουν στο να στερήσουν από τους Παλαιστινίους στα ΚΠΕ την προστασία τους σύμφωνα με το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο.

Ένα τέτοιο βήμα από το Ισραήλ θα παραβίαζε επίσης τον Χάρτη του ΟΗΕ, τους αναγκαστικούς κανόνες του διεθνούς δικαίου (jus cogens) και τις υποχρεώσεις σύμφωνα με το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο.

Σύμφωνα με την εγχώρια ισραηλινή νομοθεσία, η περαιτέρω «προσάρτηση» παλαιστινιακού εδάφους θα σήμαινε συνέχιση της επέκτασης των ισραηλινών εποικισμών. Θα εδραιώσει επίσης πολιτικές θεσμοθετημένων διακρίσεων και μαζικών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που αντιμετωπίζουν οι Παλαιστίνιοι στα ΚΠΕ ως αποτέλεσμα της κατοχής, συμπεριλαμβανομένης της συστηματικής άρνησης των αστικών και πολιτικών τους δικαιωμάτων, καθώς και παραβιάσεις άλλων δικαιωμάτων όπως η ελεύθερη κυκλοφορία, η ισότητα και η αρχή της μη διάκρισης.

Η πολιτική του Ισραήλ να εγκαθιστά αμάχους σε κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη και να εκτοπίζει τον τοπικό παλαιστινιακό πληθυσμό εξακολουθεί να παραβιάζει τους θεμελιώδεις κανόνες του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου. Το άρθρο 49 της τέταρτης Σύμβασης της Γενεύης ορίζει: «Η Δύναμη Κατοχής δεν θα πρέπει να απελαύνει ή να μεταφέρει τμήματα του δικού της άμαχου πληθυσμού στο έδαφος το οποίο έχει υπό κατοχή». Απαγορεύει επίσης τις «ατομικές ή μαζικές εξαναγκαστικές μεταφορές όπως και τις απελάσεις προστατευόμενων ατόμων από το κατεχόμενο έδαφος».

Οι οικισμοί δημιουργούνται με μοναδικό σκοπό τη μόνιμη εγκατάσταση ισραηλινών πολιτών σε κατεχόμενα εδάφη. Πρόκειται για έγκλημα πολέμου βάσει του Καταστατικού της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου και η «προσάρτηση» δεν επηρεάζει αυτόν τον νομικό προσδιορισμό.

Πρόσφατα, δεκάδες εμπειρογνώμονες του ΟΗΕ εξέφρασαν ανησυχίες ότι το προτεινόμενο σχέδιο προσάρτησης θα δημιουργήσει ένα «απαρτχάιντ του 21ου αιώνα».

Τα μέλη της διεθνούς κοινότητας πρέπει να επιβάλουν το διεθνές δίκαιο και να διευκρινίσουν εκ νέου ότι η «προσάρτηση» οποιουδήποτε μέρους της κατεχόμενης Δυτικής Όχθης είναι άκυρη. Πρέπει επίσης να εργαστούν για να σταματήσουν αμέσως την κατασκευή ή την επέκταση των παράνομων ισραηλινών εποικισμών και σχετικών υποδομών στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη. Ως πρώτο βήμα, θα πρέπει να σταματήσουν κάθε εμπορική συναλλαγή με τους ισραηλινούς εποικισμούς απαγορεύοντας τα προϊόντα που προέρχονται από αυτούς και εμποδίζοντας τις εταιρείες που βρίσκονται στην επικράτειά τους να λειτουργούν στην περιοχή ή να συνεργάζονται με τους εποικισμούς.

Η διεθνής κοινότητα θα πρέπει επίσης να απορρίψει τη λεγόμενη «συμφωνία του αιώνα» και οποιαδήποτε άλλη πρόταση επιδιώκει να υπονομεύσει τα ανθρώπινα δικαιώματα των Παλαιστινίων, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος επιστροφής των Παλαιστινίων προσφύγων. Η Διεθνής Αμνηστία υποστηρίζει την έναρξη έρευνας του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την κατάσταση στα ΚΠΕ και καλεί τις κυβερνήσεις να προσφέρουν την πλήρη πολιτική και πρακτική στήριξη τους στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, καθώς αποφασίζει ως προς την δικαιοδοσία του για την «κατάσταση στην Παλαιστίνη».

Η «προσάρτηση» δεν αλλάζει τα δύο κύρια διεθνή νομικά καθεστώτα που ισχύουν για τα ΚΠΕ. Η κατάσταση διέπεται κυρίως από το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο (συμπεριλαμβανομένων των κανόνων του δικαίου κατοχής) και από το διεθνές δίκαιο για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Το διεθνές ποινικό δίκαιο είναι επίσης σχετικό, καθώς ορισμένες σοβαρές παραβιάσεις μπορεί να συνιστούν εγκλήματα πολέμου ή εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Η προσάρτηση είναι παράνομη σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και επομένως είναι «άκυρη και χωρίς διεθνή νομική ισχύ.»

Δεν θα άλλαζε το νομικό καθεστώς του εδάφους ως κατεχόμενο βάσει του διεθνούς δικαίου, ούτε θα αφαιρούσε τις υποχρεώσεις του Ισραήλ ως δύναμη κατοχής. Σύμφωνα με το άρθρο 47 της τέταρτης σύμβασης της Γενεύης, «τα προστατευόμενα άτομα που βρίσκονται σε κατεχόμενα εδάφη δεν θα στερηθούν τα δικαιώματά τους ως αποτέλεσμα της κατοχής, ούτε από οποιαδήποτε συμφωνία που έχει συναφθεί μεταξύ των αρχών των κατεχόμενων εδαφών και της δύναμης κατοχής, ούτε από οποιαδήποτε προσάρτηση από τη δύναμη κατοχής ολόκληρου ή μέρους της κατεχόμενης περιοχής.»

Η «προσάρτηση» μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις. Για παράδειγμα, το καθεστώς διαμονής και ιθαγένειας των Παλαιστινίων στην προτεινόμενη προσαρτημένη περιοχή δεν είναι ακόμη σαφές. Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Benjamin Netanyahu έχει δηλώσει δημόσια ότι οι Παλαιστίνιοι κάτοικοι στις περιοχές που θα «προσαρτηθούν» δεν θα έχουν ισραηλινή υπηκοότητα.

Η «προσάρτηση» πιθανότατα θα είχε ως αποτέλεσμα τη μαζική απαλλοτρίωση ιδιωτικής παλαιστινιακής γης και άλλης ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Η «προσάρτηση» ισραηλινών εποικισμών θα περιλαμβάνει πιθανώς την απαλλοτρίωση γεωργικών εκτάσεων που ανήκουν στους Παλαιστινίους των ΚΠΕ.

Θα εμβαθύνει τις παραβιάσεις του δικαιώματος στην επαρκή στέγαση. Το σχέδιο «προσάρτησης» του Ισραήλ θα θέσει άτομα και κοινότητες - ιδιαίτερα κοινότητες σε χωριά που δεν αναγνωρίζονται από το Ισραήλ - σε κίνδυνο απέλασης ή στοχευμένων κατεδαφίσεων των σπιτιών τους, ειδικά εάν βρίσκονται σε οποιαδήποτε «προσαρτημένη» περιοχή.

Η «προσάρτηση» μεγάλων τμημάτων της Δυτικής Όχθης θα περιορίσει περαιτέρω την ελευθερία κυκλοφορίας των Παλαιστινίων. Πολλοί από τους υφιστάμενους περιορισμούς συνδέονται άμεσα με τους εποικισμούς, συμπεριλαμβανομένων των περιορισμών που αποσκοπούν στην προστασία των εποικισμών και στη διατήρηση των «ζωνών ασφαλείας».

Ο συνεχιζόμενος παράνομος αποκλεισμός στη Γάζα και ο διαχωρισμός αυτού του τμήματος των ΚΠΕ από τα υπόλοιπα συμβάλουν στην παγίωση του κατακερματισμού του κατεχόμενου πληθυσμού και αποτελούν σημαντικούς παράγοντες για τη διευκόλυνση της «προσάρτησης» τμημάτων της Δυτικής Όχθης.

Ο Παλαιστίνιος Υπουργός Εξωτερικών σχολίασε ότι το σχέδιο «προσάρτησης» είναι «η πιο φρικτή δημόσια ληστεία της κατεχόμενης παλαιστινιακής γης» και κάλεσε τη διεθνή κοινότητα να επιβάλει κυρώσεις στο Ισραήλ.

Τον Μάιο, ο Παλαιστίνιος πρόεδρος Mahmoud Abbas κήρυξε τον τερματισμό του μακροχρόνιου συντονισμού ασφάλειας μεταξύ των παλαιστινιακών αρχών και του Ισραήλ ως απάντηση στα σχέδια «προσάρτησης». Η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης ζήτησε τη δημιουργία ενός διεθνούς συνασπισμού για την αντιμετώπιση του σχεδίου «προσάρτησης» του Ισραήλ.

Στις 15 Ιουνίου, ο ανώτερος αξιωματούχος της Χαμάς Salah al-Bardawil δήλωσε σε συνέντευξη τύπου στη Λωρίδα της Γάζας ότι το σχέδιο «προσάρτησης» του Ισραήλ πρέπει να αντιμετωπιστεί με «κάθε μορφή αντίστασης» και ζήτησε από τον παλαιστινιακό λαό να δράσει κατά του σχεδίου. Στις 25 Ιουνίου, οι ταξιαρχίες Izz al-Din al-Qassam, οι στρατιωτικές δυνάμεις της Χαμάς, δήλωσαν ότι το σχέδιο του Ισραήλ να «προσαρτήσει» τμήματα της Δυτικής Όχθης θα θεωρηθεί «κήρυξη πολέμου» εναντίον των Παλαιστινίων.

Την 1η Ιουλίου, εκατοντάδες Παλαιστίνιοι/ες στη Γάζα διαδήλωσαν εναντίον του σχεδίου προσάρτησης του Ισραήλ.

Το 1967, το Ισραήλ μονομερώς «προσάρτησε» την Ανατολική Ιερουσαλήμ και συμπεριέλαβε αυτό το τμήμα της πόλης, καθώς και μια γύρω περιοχή 64 τετραγωνικών χιλιομέτρων, εντός των ορίων του ισραηλινού δήμου της Ιερουσαλήμ. Τα νέα δημοτικά όρια κάλυψαν έκταση 70 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Τα επιπλέον εδάφη ανήκαν σε περίπου 28 παλαιστινιακά χωριά από τις γύρω περιοχές και οριοθετήθηκαν κατά μήκος συγκεκριμένων συντεταγμένων για να διασφαλιστεί η συμπερίληψη της μέγιστης δυνατής έκτασης γης με έναν ελάχιστο αριθμό Παλαιστινίων.

Η «προσάρτηση» της Ανατολικής Ιερουσαλήμ από το Ισραήλ, η οποία παραμένει μέρος των ΚΠΕ βάσει του διεθνούς δικαίου, έχει καταδικαστεί επανειλημμένα από τη διεθνή κοινότητα μέσω διαφόρων αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.

Επιπλέον, τα συριακά υψίπεδα του Γκολάν τέθηκαν υπό ισραηλινή κατοχή μετά τον πόλεμο του 1967. Χιλιάδες Σύριοι εκτοπίστηκαν βίαια από τα υψίπεδα του Γκολάν ως αποτέλεσμα του πολέμου και της κατοχής. Το Ισραήλ κατέστρεψε περισσότερα από 100 χωριά, τα περισσότερα από τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για τη δημιουργία παράνομων εποικισμών. Το 1981, το Ισραήλ υιοθέτησε τον νόμο των υψιπέδων του Γκολάν που επέκτεινε τη δικαιοδοσία και το νόμο του Ισραήλ στα κατεχόμενα υψίπεδα του Γκολάν. Η «προσάρτηση» των υψιπέδων του Γκολάν καταδικάστηκε συγκεκριμένα από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ με το ψήφισμα 497.

Ένα άλλο ζήτημα είναι το δημογραφικό, με τους Ισραηλινούς να θέτουν σε απόλυτη προτεραιότητα την επιβολή μιας μεγάλης πλειοψηφίας στην περιοχή. Αυτό έγινε μέσω της δημιουργίας ισραηλινών οικισμών αλλά και με το λεγόμενο «περιβαλλοντικό απαρτχάιντ». Ολόκληρες περιοχές ονομάστηκαν «πράσινες ζώνες» για να μην μπορούν οι Άραβες να χτίσουν σε αυτές, κάτι που όμως επιτράπηκε στους Ισραηλινούς. Βασικός στόχος είναι οι ισραηλινοί οικισμοί να δημιουργούνται με τέτοιο τρόπο που κάποια στιγμή θα αποτελούν ο ένας μια συνέχεια του άλλου και τελικά ένα ολόκληρο αδιάσπαστο σύνολο.

Εκτός από την εδαφική επέκταση προς τη Δυτική Όχθη και τον εποικισμό, οι Ισραηλινοί επιβάλλουν απόλυτο έλεγχο στην επικοινωνία προκειμένου να κατακερματιστεί ο παλαιστινιακός χώρος, να μειωθεί η κινητικότητα του πληθυσμού και να καταστραφεί κάθε δυνατότητα ανάπτυξης. Το Ισραήλ όχι μόνο κατέλαβε, ανακαίνισε και διεύρυνε τις υπάρχουσες οδούς. Δημιούργησε και νέους δρόμους που θα επιτρέπουν στους εποίκους να φτάνουν στην Ιερουσαλήμ αλλά σχεδιάζουν και τη δημιουργία – όσο το δυνατόν πιο γρήγορα – μια γραμμής τραμ για τον ίδιο λόγο.

Το αποτέλεσμα είναι ένα δίκτυο αυτοκινητόδρομων – των τεσσάρων λωρίδων – κατά μήκος των οποίων κόπηκαν τα δέντρα, κατεδαφίστηκαν τα σπίτια των Παλαιστινίων και υψώθηκαν «προστατευτικά τείχη». Στις παρακαμπτήριες που συνδέουν τους ισραηλινούς οικισμούς απαγορεύονται τα παλαιστινιακά οχήματα. Οι Παλαιστίνιοι χρησιμοποιούν άλλους δρόμους, κακής ποιότητας που δεν συντηρούνται καθόλου και είναι αποκομμένοι από σταθμούς και αεροδρόμια. Σχεδιάζεται έτσι ώστε τα παλαιστινιακά χωριά να απομονωθούν και να αποκλειστούν τελείως. Οι Ισραηλινοί παρεμβαίνουν στην αρχή της ελεύθερης πρόσβασης στους Ιερούς Τόπους, η οποία έχει κατοχυρωθεί σε όλες τις διεθνείς συμφωνίες μετά τη Συνθήκη του Βερολίνου (1878). Για χρόνια οι μουσουλμάνοι και οι χριστιανοί της Δυτικής Όχθης έχουν στερηθεί την πρόσβαση στο τζαμί αλ-Άκσα και στο ναό του Πανάγιου Τάφου. Όσο για τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ πρέπει να είναι τουλάχιστον 45 ετών για να προσευχηθούν εκεί. Κατά την διάρκεια των κύριων θρησκευτικών εορτασμών την τελευταία φορά αναπτύχθηκαν 4.000 στρατιώτες στην περιοχή. Ο Πατριάρχης εξέδωσε δήλωση προ ετών για την ανάγκη διατήρησης ειδικού καθεστώτος στην Ιερουσαλήμ, το οποίο να εγγυάται, μεταξύ άλλων «το ανθρώπινο δικαίωμα της ελευθερίας στη λατρεία και την συνείδηση για όλους, τόσο για τα άτομα, όσο και για τις θρησκευτικές κοινότητες, την ισότητα όλων των κατοίκων της μπροστά στο νόμο – σε συντονισμό με τα διεθνή ψηφίσματα – και την ελεύθερη πρόσβαση στην πόλη για όλους πολίτες, κατοίκους ή προσκυνητές». Στη δήλωση αυτή καλούσε τη διεθνή κοινότητα να εγγυηθεί το status quo των ιερών τόπων.

Το δικαίωμα Αυτοάμυνας και η Χαμάς

Στο διεθνές δίκαιο, το jus ad bellum που ασχολείται με την έναρξη του πολέμου, αναφέρεται παράλληλα στις συνθήκες που δικαιολογούν μια ένοπλη σύρραξη.

Μια από αυτές τις συνθήκες είναι η αυτοάμυνα, την οποία επικαλέστηκε και το Ισραήλ μετά από την αιματηρή επίθεση του περασμένου Σαββάτου στα εδάφη της.

Όπως προβλέπει το άρθρο 51 των Ηνωμένων Εθνών, κάθε χώρα διατηρεί το δικαίωμα να αμυνθεί «εάν υπάρξει ένοπλη επίθεση εναντίον της». Ωστόσο, το δικαίωμα αυτό της αυτοάμυνας εξακολουθεί να υπόκειται στο διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο.

Με απλά λόγια, αυτό σημαίνει ότι το νόμιμο μεν δικαίωμα της αυτοάμυνας δεν επιτρέπει σε ένα κράτος να χρησιμοποιεί απεριόριστα μέσα κατά τη διάρκεια του πολέμου ενώ παράλληλα υπόκειται στο jus in bello. Υπάρχει, παράλληλα, και το διεθνές ποινικό δίκαιο, το οποίο εμπίπτει στη δικαιοδοσία του διεθνούς ποινικού δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων.

Η Χαμάς είναι εθνικιστική παλαιστινιακή σουνιτική παραστρατιωτική οργάνωση και πολιτικό κόμμα που κατέχει σήμερα την πλειοψηφία των εδρών του εκλεγμένου νομοθετικού συμβουλίου στην Παλαιστινιακή Εθνική Αρχή και κατέχει και τον πλήρη έλεγχο της Λωρίδας της Γάζας. Πολλά κράτη αναγνωρίζουν τη Χαμάς ως μια τρομοκρατική οργάνωση, ενώ οι διεθνείς οργανισμοί την κατηγορούν για πολλαπλά εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.

(*) Δικηγόρος Αθηνών- συνταγματολόγος- συνήγορος Αμερικανικού Δημοκρατικού Κόμματος στην Ελλάδα-νομικός συνεργάτης Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Ελλάδα- νομικός σύμβουλος Βορειοηπειρωτών Ελλάδος- τακτικό μέλος ΔΣ Σισμανόγλειου νοσοκομείου- ΔΣ πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης Δήμου Αθηναίων- ΔΣ ιδρύματος Μπότσαρη

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr